Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014

Παράσταση γάμου

Τον χάσαμε για ένα δεκαπεντάωρο και βάλε. Πήγε για δουλειά το πρωί. Μάθαμε όμως πως η εργασία του είχε τελειώσει κι είχε ξεκινήσει από νωρίς το μεσημέρι για να επιστρέψει στο σπίτι του. Λιγότερο από μια ώρα απόσταση. Και χάθηκε. Είπαμε να ειδοποιήσουμε το silver alert, αλλά η ηλικία του δεν δικαιολογούσε αλτσχάιμερ...
Εγώ δεν ανησυχούσα, «μην τρελαίνεσαι, κάπου βρήκε Ικαριώτες κι έχει πιάσει κουβέντα», της έλεγα, αλλά η φίλη μου -και σύζυγος του αγνοούμενου- είχε άλλη γνώμη και πηγαινοερχότανε ανήσυχη στο σαλόνι από νωρίς. Άρχισε να βραδιάζει κι εκείνος άφαντος. «Δε σηκώνει το τηλέφωνο, βρε... Τον πήρα εκατομμύρια φορές και δεν το σηκώνει ο άτιμος. Ρε, κάτι θα του ‘τυχε, δεν μπορεί...» έλεγε και ξανάλεγε.
Εμφανίστηκε ο σύζυγος αργά το βράδυ μα τριπλός. Ο ένας ήτανε περίπου ο εξαφανισθείς αλλά κάπως αλλιώτικος, ο άλλος ήτανε κοινός φίλος από τη Μεσαριά μα αγνώριστος κι αυτός απ’ το ποτό, ο τρίτος απ’ τους Βρακάδες, άγνωστος σε μας.
Ο αλλιώτικος, λοιπόν, ο αγνώριστος και ο άγνωστος αποτελούσαν ένα φανταστικό  τρίο, έως ξεκαρδιστικό, τουλάχιστον για κάποιον σαν εμένα που δεν εμπλεκόταν συναισθηματικά με την υπόθεση. Απόλαυσα την ωραιότερη κωμωδία του κόσμου λιώνοντας στον καναπέ απ΄τα γέλια...
Μπήκαν μέσα γελώντας -οι αναθυμιάσεις προκάλεσαν μια έντονη θολούρα στην ατμόσφαιρα- κι ενώ η φίλη μου ήτανε στα πρόθυρα του εγκεφαλικού κι  έτοιμη να βάλει τις φωνές και να τους πετάξει έξω και τους τρεις πακέτο, γονάτισαν αιφνιδιαστικά όλοι μαζί στα πόδια της κι άρχισαν τους τεμενάδες.
Συγχρόνως φώναζαν σπαρακτικά, αλλά με κρυμμένο γελάκι στα μάτια τους:
-Συγχώρεσέ μας! Συγχώρεσέ μας! Δε θα το ξανακάμουμε! Ποτέ πια! Ποτέ!
Όλοι μαζί, κοινή η ευθύνη, σαν το «ούλοι εμείς, εφέντη», ένα πράγμα...
Μετά σηκώθηκε ο αλλιώτικος σύζυγος και της έλεγε μονάχος του, ενώ οι άλλοι σιωπούσαν γονατιστοί και με σκυμμένο το κεφάλι:
-Εσύ είσαι η αγάπη μου! Το μωρό μου! Μόνο εσένα έχω αγαπήσει στη ζωή μου! Είκοσι δυο χρόνια είμαστε μαζί! Και δυο η γνωριμία, είκοσι τέσσερα! Σκέψου το, πριν μιλήσεις!
Και γονάτισε ξανά.
Μετά σηκώθηκε ο άγνωστος και της έλεγε:
-Συγχώρεσέ τον! Μου το υποσχέθηκε! Την άλλη φορά θα το σηκώνει το τηλέφωνο!
Και γονάτισε ξανά.
Τελευταίος σηκώθηκε ο αγνώριστος Μεσαρίτης και της έλεγε σιγότερα από τους άλλους δυο:
-Μην τονε μαλώσεις, μωρέ... Σε παρακαλώ! Κάντο για το παιδί, έλεγε και της έδειχνε τον Βρακαδιώτη που πλησίαζε τα πρώτα -ήντα...
-Ε;;; Αυτό πάλι; λέει εξοργισμένη η φίλη μου. Τι λες;
-Τόσες ώρες, μωρέ, προσπαθούσαμε να τον κάμουμε να πάρει την απόφαση να παντρευτεί επιτέλους και του λέγαμε τι καλά πού περνάμε εμείς οι παντρεμένοι... Άμα τονε μαλώσεις τώρα κι είναι μπροστά κι ο άλλος, θα πάει χαμένος τόσος κόπος! Άμα δε σκέφτεσαι το δικό σου γάμο, σκέψου το δικό του που ακόμα εν ηπρόκαμε να γίνει...



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 24-11-2014

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Εαυτούληδες



Ως ωραία ήταν μου απόψε η λύπη,
ήρθαν όλα σιωπηλά χωρίς πάθη
και με ήβραν —χωρίς κανέν' να μου λείπει—
τα λάθη.

Κι ως τα γνώρισα όλα-μου γύρω — μπραμ-πάφες
όλα κράταγαν, τρουμπέτες και βιόλες
—ΕΑΥΤΟΥΛΗΔΕΣ που με βλέπαν, oι γκάφες-
μου όλες.

A!... τι θίασος λίγον τι από αλήτες
μουζικάντες μεθυσμένους και φάλτσους,
έτσι ως έμοιαζαν — με πρισμένες τις μύτες—
παλιάτσους.

Και τι έμπνευση να μου δώσουν τη βέργα
μπρος σε τρίποδα με κάντα μυστήρια,
όπου γράφονταν τ' αποτυχημένα-μου έργα
—εμβατήρια!

Α... τι έμπνευση!... Μαιτρ του φάλτσου 'γώ πάντα,
με τη βέργα-μου τώρα ψηλά —λέω— με τρόμους
νά, με δαύτη-μου να παρελάσω τη μπάντα
στούς δρόμους.

Kι ως πισώκωλα θα παγαίνω πατώντας,
μες σε κόρνα θα τα βροντούν και σαντούρια
οι παλιάτσοί-μου — στον αέρα πηδώντας —
τα θούρια...


Γιάννης Σκαρίμπας (από τη συλλογή Εαυτούληδες 1950)

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Από "το βιβλίο του γέλιου και της λήθης"
















"Η δολοφονία του Αλιέντε επισκίασε γρήγορα τη ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλαβακία, η σφαγή του Μπαγκλαντές έκανε να ξεχαστεί ο Αλιέντε, ο πόλεμος στην έρημο του Σινά φίμωσε το κλάμα του Μπαγκλαντές, το μακελείο στην Καμπότζη έκανε να ξεχαστεί το Σινά και το ένα έφερνε το άλλο, ως την απόλυτη λήθη των πάντων για τα πάντα.

Τους παλιούς καιρούς, όταν η ιστορία ήταν ακόμη μακρόσυρτη, τα λίγα γεγονότα της εύκολα τα θυμόταν κανείς και δημιουργούσαν τo γενικά γνωστό φόντο που μπροστά του παιζόταν τα συνταρακτικό θέατρο της προσωπικής ανθρώπινης περιπέτειας. Στην εποχή μας ο χρόνος προχωρεί με ταχύ βήμα. Το ιστορικό γεγονός που ξεχνιέται μέσα σε μια βραδιά, λάμπει αμέσως την επομένη με τη δροσιά του κάτι καινούριου, έτσι που ο διηγηματογράφος δεν το αποδίδει σα φόντο, παρά σαν εκπληκτική περιπέτεια που ξετυλίγεται στο βάθος της γενικά γνωστής κοινοτοπίας της ανθρώπινης προσωπικής ζωής."

MILAN KUNDERA 1978



Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Το λιόδεντρο


Ξεράθηκε η εκατόχρονη ελιά και πήραμε εργάτη με ηλεκτρικό πριόνι. Την έκοψε σύρριζα και έπειτα την κομμάτιασε. Απόμειναν τα κούτσουρα ένας σωρός στον ήλιο όλο το καλοκαίρι και σαν ήρθε ο χειμώνας κι έπιασαν τα πρώτα κρύα πήγε ο αδερφός μου με τον πατέρα να τα φορτώσουν στο φορτηγάκι. Μα το 'να από τα ξύλα είχε βγάλει βλαστό καινούριο. Ένα τόσο μικρό κλαράκι με δυο φύλλα απάνω. Το έβαλε ο αδερφός μου το κούτσουρο στην άκρη κι έπειτα είπε στον πατέρα πως είναι καλύτερα ετούτο να τ' αφήσουν στο χωράφι. Και τ' άφησαν. Δεν κάηκε κείνο το χειμώνα.
Κι ήρθε ο καιρός του, έβγαλε γένια από κάτω, στέριωσε και ψήλωσε, δεν το μετακινήσαμε από την αρχική του θέση, εννοείται, κι έπειτα το μπολιάσαμε με "μανάκι" και γελούσαμε για την αποκοτιά.
Και δεν την θυμούνται πια την ιστορία.

Σαν μαζεύω τις ελιές του το βλέμμα πάντα πέφτει στην παράξενη ρίζα του πιο αγαπημένου από τα δέντρα μου. Έτσι, για να θυμάμαι πως "από 'να τίποτα γίνεται ο παράδεισος".


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ξου, ξου! Όλοι μέσα!

 Εμφύλιος. Στο νησί.
 Αρέθουσα, Δρούτσουλας και Γέροντος έχουν εκκενωθεί. Πρέπει να τηρηθεί η τάξις. Στο γιαλό του Καραβοστάμου, που σφύζει ακόμη από ζωή, μετά τις πέντε η κυκλοφορία απαγορεύεται αυστηρά.

Ο Χρήστος, χωροφύλαξ από την Καλαμάτα, άλλο τρόπο δεν έχει να ειδοποιήσει τους κατοίκους πως είναι πέντε παρά και πρέπει να μαζευτούν μάνι μάνι. Οι κάτοικοι -γνωστό αυτό- ρολόι δεν έχουν. Ο μόνος τρόπος είναι η στεντόρεια φωνή του χωροφύλακα.
-Ξου ξου! Όλοι μέσα! Ξου ξου! Ξου ξου!
Στις γειτονιές, στα χωράφια, στην πλατεία.  Και Ιούλιο και Αύγουστο. Να σκάει ο τζίτζικας.

-Και μπαίνατε; ρωτάω.
-Κι άμε… Ίντα θα κάναμε; Αφού ηφώναζε ο χωροφύλακας: «Ξου ξου…» Σαν τις κότες στο κοτέτσι ηπηαίναμε... Κι εμείς, τα παιδιά, που λαχταρούσαμε να τρέξουμε στους δρόμους. Κι οι μεγάλοι που ‘χαν δουλειές ακάμωτες και θυμό... Θυμό να δεις!

-Βρε, μπαίνατε όλοι; ξαναρωτάω.
-Ημπαίναμε, λέμε. Ε, όχι κι όλοι… Να, η τάδε, ξέρεις ποια μωρέ, που ‘χανε σπάσει τα νεύρα της από διάφορα που της είχανε τύχει, εν ήμπαινε… Ήπαιρε τη σκούπα, ηπήαινε ξοπίσω απ’ το χωροφύλακα κι ηφώναζε πιο δυνατά: «Άμε στο διάολο, καράβλαχε, που ήρθες στον τόπο μας να μας πεις πότε α πάμε στα σπίτια μας…». Μα ευτυχώς, εν της ήδινε σημασία κι έτσι τη γλύτωσε φτηνά. Άλλος κανείς. Γανιασμένοι από το φόβο… Εκείνος ηνικούσε τότες, παιδάκι μου. Ο φόβος! Κι από το θυμό δυνατότερος!





Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Το φαϊ των παιδιών

Σα να ‘ταν χτες…
Η γυναίκα του τον παρακαλούσε ένα χρόνο σχεδόν. Από τότε που ήρθαν οι πρώτοι Ιταλοί στο νησί. Δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Μήτε σπόρος, μήτε ζωντανό. Είχε αρχίσει ο εφιάλτης της πείνας.
Οι βάρκες έφευγαν γεμάτες κόσμο κάθε νύχτα που το φεγγάρι έλειπε από τον ουρανό ή είχε σκεπαστεί με βαριά σύννεφα. Όλοι οι συγγενείς είχαν φύγει από καιρό, τουλάχιστον οι πιο νέοι. Οι γειτόνοι το ίδιο. Περνούσαν απέναντι, στις παραλίες του Κουσάντασι και κατέληγαν μετά από οδυνηρή πορεία στο Χαλέπι της Συρίας και στη Βηρυτό όπου τους υποδέχονταν  Άγγλοι και Γάλλοι στα στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων.
Μα κείνος είχε πεισμώσει και δεν άφηνε τη Νικαριά με τίποτα.
-Εν έχουμε να πάμε πουθενά, γυναίκα… Α περάσει το κακό. Γύρευε να βρεις κι αυτοί που φύγαν τι τους περιμένει. Ε φεύγω από το σπίτι μου, σου λέω, πάρ’ το απόφαση…
Ήτανε λεβέντης ο Γιώργης, οικογενειάρχης άνθρωπος, νοικοκύρης. Νοιαζόταν για όλους και είχε μάθει να παλεύει από μικρό παιδί. Το φευγιό φαινόταν δειλία στα μάτια του.
Κείνο το μεσημέρι η γυναίκα του άναψε τη φωτιά κι έβαλε τσουκάλι. Μετά από καιρό. Οι Ιταλοί είχαν κάποια γιορτή και μοίρασαν σε κάθε οικογένεια μια μικρή ποσότητα καλαμποκάλευρου χοντραλεσμένου. Το ‘βρασε εκείνη όλο χαρά και το ‘καμε κουρκούτα να χορτάσει η οικογένεια. Εκείνη, ο Γιώργης και τα δυο τους παιδιά. Ύστερα το μοίρασε στα πιάτα να κρυώσει και βγήκε έξω να κάμει τη μπουγάδα.
Ο Γιώργης γύρισε νωρίτερα. Δούλευε από τα χαράματα στο χωράφι, μα γύριζε με άδεια χέρια. Πεινασμένος και κατάκοπος μπαίνει μέσα και βλέπει το φαγητό. Όλα τα κουλάντριζε ο Γιώργης, μα η πείνα του θόλωνε το μυαλό. Πιάνει το ένα πιάτο και το κάνει μια χαψιά. Δε χόρτασε. Χωρίς σκέψη, μόνο με μια λαχτάρα πρωτόγνωρη, πιάνει και το δεύτερο και το τρίτο και το τέταρτο.
Απομένει μπροστά στα άδεια πιάτα. Η λογική επανέρχεται. Συνειδητοποιεί την πράξη του και βγαίνει στην αυλή τρελαμένος.
Καταρρέει μπροστά στα μάτια της γυναίκας του. Πρώτη φορά τον έβλεπε να κλαίει.
- Ήντα ‘καμα, γυναίκα, ήντα ‘καμα…
Τον κοιτάζει αλαφιασμένη.
-Τι συμβαίνει; Τι έγινε;
-Συμβαίνει πως αρχίζεις τώρα να μαζεύεις τα ρούχα κι ό,τι άλλο θαρρείς πως α χρειαστούμε… Φεύγουμε το βράδυ.
-Φεύγουμε; Για πού; Απόψε;
-Απόψε, γυναίκα, πάμε απέναντι κι όπου μας βγάλει…
-Ηλωλάθηκες; Τόσο καιρό σε παρακαλάω, τι ήπαθες;

-Τι ήπαθα, τι ήπαθα… συνεχίζει μες τ’ αναφιλητά εκείνος. Ήφαα το φαΐ των παιδιών…αυτό δα ήπαθα. Καταλαβαίνεις, γυναίκα; Ήφαα το φαΐ των παιδιών. Το φαΐ των παιδιών… έλεγε και ξανάλεγε ο Γιώργης οργισμένος με τον εαυτό του, με την κατάντια, με τη δύναμη της πείνας που τον μεταμόρφωσε τόσο.

Έφυγαν, πέρασαν πολλά, αλλά επέζησαν κι επέστρεψαν μετά από λίγα χρόνια στο νησί.
Ήταν σίγουροι πως το κακό πέρασε πια...


(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 20-4-2012)

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Απόβροχα

Ικαριώτες κι οι δυο, αλλά μόλις συστηθήκαμε. Μιλήσαμε λίγο για τα χωριά μας και μετά σωπάσαμε. Η Μαρία, κοινή μας φίλη, Αθηναία, που επισκέπτεται το νησί μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, μας έκανε τα γνωστά παράπονα για τους σκηνίτες που γέμισαν τις παραλίες φέτος και για το μποτιλιάρισμα στα πανηγύρια.
Ξαφνικά, εκείνος με κοιτάζει μ’ ένα ύφος κάπως συνομωτικό...
-Ήβγανε φέτος; με ρωτάει. Ήκουσες τίποτα;
-Εεεε; Μπα, εν ήβρεξε αρκετά ακόμα. Θα το μάθαινα.
-Ποιοι καλέ; ρωτάει η Μαρία. Με τη βροχή μπαίνουνε μέσα, δε βγαίνουνε.
Κοιταχτήκαμε ξανά και χαμογελάσαμε σα να γνωριζόμαστε χρόνια.
-Είσαι σίγουρη; Γιατί στις Ράχες βγαίνουνε νωρίς, μου λέει.
-Στις Ράχες; Από πότε, καλέ, βγαίνουνε νωρίς στις Ράχες; Άλλο πάλι κι αυτό! Θα με τρελάνετε; συνέχισε η φίλη μας όλο απορία.
-Ξέρω και γω... Πάντως σε μας δε φανήκανε, του απαντώ. Κάποιος θα με ειδοποιούσε. Εκτός και αν... Ίσως στο Πλακωτό;
-Κάτσε, θα πάρω τη θεια μου... Θα ξέρει σίγουρα.
Σχηματίζει τον αριθμό, περιμένει αρκετή ώρα... Ο λόγος του γίνεται ακόμη πιο αργόσυρτος.
-Εεεε, καλησπέρα.  Ίντα κάνετε; Καλά ούλοι; Εεεε, ο Νικόλας είμαι. Καλά, ναι. Ε, άμε... Για πες, ήβγανε εφέτος, για ακόμα; Γιατί μου λένε πως εν ήβρεξε και ηργήσανε να φανούνε. Αααα, ναι... Αααα, πάνω ψηλά... Έχε το νου σου άμα φανούνε και πιο κάτω, α μου κάμεις ένα τηλέφωνο για να μπω στο καράβι. Εεεε, καλά. Χαιρετισμούς να δώκεις. Α τα πούμε τότες από κοντά, άμα έβγουνε.
-Δηλαδή όταν βγαίνουνε αυτοί, εσύ παίρνεις το καράβι και πας κάτω; Τι γίνεται; βάζει τις φωνές η Μαρία.
-Τι σου ‘πε; Ηφάνηκε κανένας; ρωτάω με αγωνία τον Νικόλα.
-Λίγοι στις Βαθές. Ε, α κάμουμε υπομονή λίγο ακόμα κι ύστερα α κατέβουμε.
-Πας κι εσύ στο νησί για να βρεις αυτούς που εμφανίζονται μετά από τη βροχή; με ρωτά η φίλη μας μ’ ένα ύφος σα να έχει να κάνει με πανηλίθιους.
-Ανελλιπώς, κάθε χρόνο απόβροχα.
-Και τι κάνετε μ’ αυτούς, ρε παιδιά, και αξίζουν τόσες ώρες ταλαιπωρίας;
-Δε ξέρω ακριβώς. Έχει να κάνει με το γούστο του καθενός. Εγώ τους κάνω με αλεύρι στο τηγάνι. Ειδικά τους χοντρίτες.
-Τιιι;;; Ποιους;;
-Α, δεν έχεις δίκιο, μου λέει ο Νικόλας, στα κάρβουνα είν’ η νοστιμιά.
-Κι εγώ θα σας κάνω με τα κρεμμυδάκια, άμα δε μου εξηγήσετε...
-Μπράβο, ρε Μαρία. Και με τα κρεμμυδάκια είναι τέλειοι!
-Και ντοματούλα. Ναι, ρε συ, αλλά οι κουμαρίτες.
-Α, και τ΄ακισαριτάκια είναι καλά...
-Λοιπόν, πάω να βάλω λίγο κρασί, μπας και συνέλθω... Μου σπάσατε τα νεύρα!
-Αααα, και με κρασάκι πάνε τέλεια, λέμε με μια φωνή κι οι δύο.
Κάτι μας εκσφενδόνισε, δε θυμάμαι τι, ο νους μου ήταν ήδη στα ρουμάνια...


(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 22-10-2014)

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Ερωτικό (Μ. Χατζιδάκις)

















Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Είτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος

Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τ' άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσ' στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απ' το παράθυρό σου

Το πρόσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα

Μάνος Χατζιδάκις "Μυθολογία"1966


Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014

Μύσταξ και παρατσούκλια



Εκείνος με το παρατσούκλι Ζούτουνας, λέει, είχε το καφενείο-χασάπικο-μαγειρείο αλλά και ψιλικατζίδικο στο πάλαι ποτέ εμπορικό στενό του Καραβοστάμου. Ένα εμπορικό στενό που πριν λίγες μέρες η θεία μου, καθώς πίναμε τον καφέ μας, το χαρακτήρισε ως την «Ερμού» της κωμόπολης που κάποτε υπήρξε το σημερινό πανέμορφο χωριουδάκι, τότε με 120 παιδιά στο δημοτικό, τώρα με είκοσι και αν…
Στο στενάκι ετούτο μαζεύονταν πριν χρόνια όλοι οι Ικαριώτες της περιοχής για τα ψώνια. Αυτοί που έρχονταν από το Γέροντος ή την Αρέθουσα είχαν μαζί και τα γαϊδούρια τους για τη μεταφορά των προϊόντων που θ’ αγόραζαν.

«Τρεις γαϊδουροσταθμούς είχαμε τότε στο χωριό» συνεχίζει η θεία μου με καμάρι. «Έναν στο ποτάμι, έναν άλλο στην "Ερμού" και έναν τρίτο κοντά στης Μεντούς».

Η Μεντού είχε «τη βιοτεχνία» -μισοβυθισμένο σπιτάκι τώρα απ’ τα χώματα και τα τσιμέντα- στο γιαλό, πλάι στον καφενέ του Μπατανιά, κι έφτιαχνε μέντες. Εξ ου και το παρατσούκλι... Μια τεράστια κατσαρόλα σιγόβραζε όλη μέρα και χάριζε ευωδιά και χαρά στην πιτσιρικαρία και όχι μόνο.

Ο Καμιλιέρης είχε επίσης στην "Ερμού" την ταβέρνα με το μοναδικό γραμμόφωνο του χωριού που έπαιζε μόνιμα το αγαπημένο του: «Αραπίνες, μαύρες, ερωτιάρες…..» Εξ ου και το παρατσούκλι…
Ο Τσικνιάς είχε το άλλο χασάπικο, ανταγωνιστής του Ζούτουνα. Κοντά τους κι ο Κανάρης με το ψιλικατζίδικο.
Στα σκαλάκια του σπιτιού της η Μπαρταδίνα παρακολουθούσε κάθε κίνηση της πελατείας.

Ο Λαλάγκος –επίσης παρατσούκλι, όπως και τα προηγούμενα- δεν είχε κατάστημα, ούτε ήταν παρατηρητής, ήταν φιλόλογος κι ερχόταν εκεί για τον καθημερινό του περίπατο.

Νάτος! Πλησιάζει με αυστηρότητα.

Ο Ζούτουνας ξελαρυγγιάζεται για να νικήσει τον ανταγωνιστή του, τον Τσικνιά.
-Να, να, να!! Εδώ ζυγούρι!! Ζυγούουουρι που λιγδώνει ο μούσταξ!!!

Ο Λαλάγκος, όλο αγανάκτηση, επαναλαμβάνει χαμηλόφωνα για χιλιοστή φορά…
-Για τ’ όνομα του Θεού, Σιδερή, ο μύσταξ, όχι ο μούσταξ…

Ο διάλογος επαναλαμβάνεται καθημερινά, λένε, για χρόνια…

Για χρόνια...

Ταξιδεύουμε, ανοίγουν ξανά τα πατζούρια, γεμίζει ο τόπος πραμάτειες, γαϊδουράκια και μυρωδιές και τραγούδια, ξαναζεί κι η γιαγιά και γελάει μαζί με τη νύφη και το γιο της και τη μάνα. Κι όλοι μαζί, ζωντανοί και πεθαμένοι, κι οι κόρες κι οι εγγόνες και τα τρισέγγονα γελάμε με την εμμονή του ενός ανθρώπου στο σωστό και με την εμμονή του άλλου στο λάθος.


Μετά φωτογραφίζω το έρημο στενάκι με τα σκουριασμένα τσιγκέλια ακόμη στους τοίχους και μπαίνω στ’ αμάξι. Η Μπαρταδίνα στα σκαλάκια σα να με παρατηρεί από κάπου... 








Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Χειμωνιάτικο συκόγαλο


Τραβούσε τον κλώνο, έκοβε το σύκο βιαστικά κι ύστερα έπιανε ν’ αλείφει με την ακρούλα του το πονεμένο δέρμα. Έβγαινε το συκόγαλο δροσάτο και την ανακούφιζε από το τσίμπημα. Μα χρόνια μετά, κοτζάμ γυναίκα ήτανε και ντράπηκε. Ήτανε και νύχτα κι όσο να ‘ναι -όση πανσέληνο και να ‘χει- δεν τα βρίσκεις τα σύκα, πανάθεμά τα. Άσε που ‘τανε και στα τέλη Αυγούστου κι είχαν αποκάμει. Τα πιότερα κείτονταν ήδη ξερά στις πέτρες.

Και πήρε εκείνη για γιάτρεμα το στυλό που ‘χε στ’ αμάξι κι ένα χαρτί από απόδειξη σούπερ μάρκετ. Και τι να γράψει, κοτζάμ γυναίκα ήτανε πια... Έπιασε πάλι κι έγραφε για τα καλοκαιρινά βράδια και για τους φίλους που σύντομα θ’ αποχωριζόταν. Κι ύστερα με το φως από το φακουδάκι της τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε.

Κι ήτανε χιλιοειπωμένα όλα.

Το ‘σκισε το χαρτάκι αργά αργά και το πέταξε από το παράθυρο. Άνοιξε την πόρτα και περπάτησε. Παραλίγο να σκοτωθεί ανάμεσα στις πέτρες, αλλά κράτησε την ισορροπία της. Πήγε κι ηύρε τα χέρια του. Που ‘τανε δροσάτα σα συκόγαλο. Κι έτσι πέρασε και λίγο ο πόνος.

Τον πήρε από το χέρι, που λέτε, η Νικαριά το Χειμώνα κι ανέβηκαν στο βράχο αντάμα. Εκείνη για να γιατρευτεί από το τσίμπημα του καλοκαιριού της κι εκείνος για να της πει, κάποια στιγμή που θα ξεθάρρευε, πως είναι όμορφη και τις χειμωνιάτικες νύχτες...



(δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 7-10-14)

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

"Τα ποιήματα στο δρόμο"






Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
     Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
     Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
     Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
     Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
     Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
     Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
     Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
Χουλιαράς Νίκος (από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Κλάδεμα



-Χρειάζεται υπομονή,
μου λέει, άμα θες να μάθεις. Να παρατηρείς πώς κλαδεύω και να μη ρωτάς πολλά. 
Δεν κρατήθηκα ως το τέλος. Έπρεπε, βλέπεις, να καταλάβω την αποφασιστικότητά του.

Κατόπιν μου ζήτησε να σβήσω "το παλιομηχάνημα" και μου είπε τη θεωρία: 
-Τ΄ άρρωστα κλαδιά τα κόβουμε από τον κορμό, τ΄άλλα λίγο πάνω από το δεύτερο μάτι. Δυο μάτια είναι αρκετά. Να φροντίζουμε ώστε να στρέφονται προς τον ήλιο, όχι προς το χώμα. Αυτό είναι.






Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ορχιδέες στο "κηπάκι"



Έχω έναν αγαπημένο τόπο. Το «κηπάκι». Έτσι το λέγαμε στο χωριό. Βγαίνει νερό από το βράχο στα ριζά του γκρεμνού του «Τσιλιμένου» και γύρω από την πηγή οργιάζει η βλάστηση. Πήγαινα από παιδί χαζεύοντας, πίνοντας νεράκι καθάριο ή βόσκοντας τις κατσικούλες του πατέρα μου. Μου άρεσαν και τα φυτά που μόνο εκεί έβρισκα. Ήταν όλα τους όμορφα και ξεχωριστά. Αργότερα έμαθα ότι τα υπέροχα άσπρα λουλούδια που κυρίως εκεί φύτρωναν, οι αγριοκαράφτες, όπως τις λέγαμε, ήταν ένα σπάνιο είδος άγριας παιώνιας, της Peonia mascula icarica. Ύστερα διάβασα στο ikariamag ένα άρθρο του Γιάννη Κέφαλου για το γάλανθο, ένα επίσης σπάνιο φυτό που ευδοκιμεί και στο συγκεκριμένο μέρος. Και όλως τυχαίως ταξινομώντας κάποιες φωτογραφίες και έχοντας διαβάσει για τον τουρισμό της ορχιδέας που αναπτύσσεται σε κάποια νησιά όπως πχ στη Χίο, συνειδητοποίησα ότι τα κρινάκια που χάζευα από μικρή ήταν άγριες ορχιδέες και μάλιστα μια από αυτές ονομάζεται Ophrys icariensis, καθώς φωτογραφήθηκε πρώτη φορά στο νησί μας. Δεν ξέρω αν τη φωτογράφισαν στο «κηπάκι», ξέρω όμως ότι πολλοί λίγοι στο νησί εκτιμούν αυτό το μικροσκοπικό θησαυρό.
Αξίζει, νομίζω, να τον γνωρίσουμε, να τον διαφυλάξουμε και- γιατί όχι;- να τον αξιοποιήσουμε.

Ophrys icariensis

Δρούτσουλας Ικαρίας - Απρίλιος 2008

















 
Orchis anatolica 
Δρούτσουλας Ικαρίας - Απρίλιος 2008





















Πηγές: http://www.greekorchids.gr/Or_anatolica.htm
http://orchids-greece.blogspot.gr/2010/03/ophrys-icariensis_31.html

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Ο γέρος




"...Σωπαίνει. Στέκει αφαιρεμένος. Και μοιάζει ν' αφουγκράζεται κάτι μεγάλο, όμορφο και μυστικό, που δεν είναι μπορετό ναν το ακούσει άλλος κανένας.

Λίγο πριν άκουα, χωρίς να μπορώ να 'μπω στο βαθύτερο νόημα των λόγων του. Είχα ωστόσο την αόριστη εντύπωση πως δεν ήταν από τον κόσμο τούτονε κείνα τα λόγια.
Κι εκείνος ξαναμιλεί.
Η φωνή βγαίνει από το στεγνό του χείλι φουριόζικα, σαν κυνηγημένη. Μοιάζει σα ρόχος, σα λαχάνιασμα, σαν έξαλλος καλπασμός. Μιλεί σα να 'ναι σκυμμένος απάνω σε μιαν άβυσσο και σαν ναν τον εμεθά ο αντίλαλος των λόγων που του στέλνει πίσω το χάος. Με πάθος μιλεί. Με έξαψη. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του. Και είναι τα λόγια, που ξεστομίζει, κοφτερά, αριδωτά, λόγια αγκαθαρά, λόγια με κόχες πολλές και λιγοστές στρογγυλάδες.
Για την ασκήμια μιλεί, και για την ομορφιά και για τις ταλαίπωρες ανθρώπινες ψυχές που μήτε τη μία αντέχουνε μήτε την άλλη -και λυγάνε. Και για τη χαρά μιλεί, και για τον έρωτα και για τον πόνο και για το χώρο που κατέχουνε και για τη θέση μέσα στη στενάχωρη έκταση της ανθρώπινης ζωής. Για τη σκοταδερή κακία μιλεί, και την απαλοχέρα καλοσύνη. Ο λόγος του πάει και στην εγκαρτέρηση. Και στην πίστη. Και στην ελπίδα. Σταματά στη θλίψη και στο πάθος, στη δύναμη και στην αδυναμία. Και ύστερα λέει για αμέτρητες θυσίες, για το αέναο πάλεμα του καλού και του κακού. Για την αμαρτία και την εξιλέωση και, ακόμα, για την απολύτρωση, που μπορεί ν' αργεί, μα έρχεται ωστόσο, κάποιαν ώρα.
.......................
-Ε, άκουσες; μου ματαλέει θυμώζικα ο Σωτήρης.
Δε λέω "ναι". Και δεν αποκρίνομαι "όχι". Κάποιο βάρος σαλακιάζει τα στήθεια μου. Κάτι σαλτάρει μέσα μου και βογγά. Αναρριγώ. Και η ματιά μου γυρίζει στην άπλα της θάλασσας όπου (κοντά στα βράχια) τα ξεσκλίδια των αφρών κάτι σημαδεύουνε και χωνεύουνε αγάλια-αγάλια, αθόρυβα και πικρά. "


Γ. Δενδρινός "Ειρήνη υμίν"  εκδ. στιγμή 1988

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Στο χερόμυλο








-Θα πάρεις τους κέχρους, μου ‘πε ο πατέρας μου, και θα πας στο κελάρι του Αργύρη. Ανοιχτά είναι. Άμα δεν είναι, θα βγάλεις το βράχο που κρατά την πόρτα. Στο βάθος του κελαριού θα βρεις το χερόμυλο. Θ' αλέσεις τον κέχρο και θα φέρεις τ’ άλεσμα να το δώσουμε στα πουλάκια. Τα ‘δες; Σκαν τ' αυγά ένα ένα και πεινούνε τα κακόμοιρα.
-Εεεε; Πώς αλέθουνε; Δεν έχω ιδέα…
-Εν ηξέρεις; Έλα, Παναγία μου… Εύκολο είναι. Ρίχνεις τους κεχρόσπορους στην τρύπα στο κέντρο, γυρνάς την πέτρα και τρέχει από γύρω γύρω τ’ άλεσμα.

Γύρισε την πλάτη και συνέχισε το σκάψιμο του κήπου...


Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Δεκαεξαύγουστος



 
Νωρίς νωρίς έπιασε τραπέζι στη Λαγκάδα. Όχι ό,τι κι ό,τι. Πρώτο τραπέζι πίστα. Στριμώχτηκε με τους χιλιάδες πανηγυριώτες, έβγαλε κι αυτός τις ιαχές του, εεεεε και εεεε και δώσ’ του ο χορός και δώσ’ του τα τσουγκρίσματα και να κι αυτή η παράξενη αίσθηση που διαφημίζουν τα site πανελλαδικώς και παγκοσμίως πως όλοι στο νησί γίνονται ένα, λένε, όταν χορεύουν τον Ικαριώτικο. Ξενοχωρίτες, ντόπιοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, γεροντάκια και πάει λέγοντας. Αλήθεια είναι! Κι ένα σβήσιμο του πόνου, ρε παιδί μου, του  κάθε πόνου, και του πιο δυνατού, έτσι απλά με το δεξί πόδι καθώς το χτυπούν στο χώμα σα να σβήνουν τσιγάρο, έτσι...
Τους έσβησε για τα καλά τους αναστεναγμούς του στη Λαγκάδα ως τ΄απόγευμα κι ύστερα πήγε στους Κουνιάδους. Την αφήνεις τη χαρά άμα την έβρεις; Δεν την αφήνεις... Πήγε κι είδε το ηλιοβασίλεμα, το ξακουστό, όρθιος κι αναμαλλιασμένος κι έτσι δα ακριβώς του φάνηκε πως ήταν κι ο ήλιος καθώς τον είδε για μια στιγμούλα να δύει ανάμεσα στις πλάτες των αλλοπαρμένων χορευτών. Κι έτσι τη χαιρέτησε την πρώτη μέρα στο νησί.

Μα ‘χε και νύχτα. Και τη νύχτα τον περιμένανε στην Ακαμάτρα. Και δώσ’ του ξανά οι ιαχές κι ο βιολιστής όρθιος κι φουντωμένος κι αυτός από τη χαρά του να μην τους αφήνει σε ησυχία. Και να σου κι ερχότανε κι άλλες παρέες κι άλλες και τελειωμό δεν είχανε μέχρι που ξημέρωσε.

Κι ήβγε ο ήλιος παράξενος, θαρρείς πως δεν κοιμήθηκε κι αυτός όλη τη νύχτα, θαρρείς πως χόρευε μαζί τους... Κουρασμένος ήτανε και ξενύχτης.
Πάλευε να φωτίσει τη Μεσαχτή και δεν κατάφερνε να επιβληθεί σε κανένα. Σκιές πηγαινοέρχονταν οι άνθρωποι. Κι όπως ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στην άμμο βλέπει μια σκιά απ’ αυτές να τον πλησιάζει. Τον κοιτά καλά καλά και φεύγει.
Περνάνε δέκα λεπτά και ξανάρχεται η σκιά -αντρική ήτανε, τον είδε καλύτερα τώρα- με ένα παγωτό χωνάκι στο χέρι. Τον κοιτάζει από πάνω ως κάτω, πάει κάτι να του πει και φεύγει πάλι.
-Ένας τύπος μας κοιτάζει καλά καλά, λέει στο διπλανό του. Έχω αρχίσει και νευριάζω...
-Ε;; του απαντά ο άλλος και γυρνά πλευρό.
Περνάνε λίγα λεπτά, νάτος πάλι! Δεν κρατιέται, σηκώνεται πάνω.
-Ρε συ, με ξέρεις; Τι κοιτάς έτσι;
-Τιιι;
του απαντά η σκιά όντως απορημένη. Σε κοιτάζω; Εσένα;
-Εμένα ρε! Περνάς, με κοιτάς και φεύγεις. Μια ώρα τώρα αυτό κάνεις!
-Ωχ, αλήθεια;

Ξύνει το κεφάλι του και μετά τον πιάνει από τους ώμους σαν να ήταν έτοιμος να χορέψει ξανά Ικαριώτικο και του λέει με καθησυχαστική φωνή και συνομωτικό ύφος.
-Τι είχαμε χτες, φιλαράκο; Δεκαπενταύγουστο δεν είχαμε;
-Και;
-Πήγες σε κάνα πανηγύρι; Σ΄άρεσε;
-Τι σχέση έχει αυτό; Γιατί με κοιτάς, σε ρωτάω.
-Σε κοιτάω, φίλε, γιατί σήμερα έχουμε δεκάξι. Και γι’ αυτή τη μέρα δε θα σου ‘πε κανένας. Το δεκαεξαύγουστο, λοιπόν, σ’ αυτό το νησί υπολειτουργούμε, φίλε. Έχει κι αυτό την πλάκα του. Μόνο μη μου θυμώνεις, χαλάρωσε... Υπολειτουργούμε σήμερα, λέμεεε...Υπολειτουργούμε φουλ!


Τη φώναξε δυνατά την τελευταία φράση και οι άλλες σκιές μάλλον τον άκουσαν. Γιατί φάνηκε ένα σιγανό γελάκι από την μια άκρη της παραλίας ως την άλλη κι ανέβαινε ψηλά και πιο ψηλά... Και τη φώτισε. Και το ‘δε ο ήλιος, ντράπηκε που του ‘κλεψε τη θέση και ξάπλωσε ήσυχα ήσυχα στο βράχο απέναντι απ’ το εκκλησάκι...



Δημοσιεύτηκε στις 7-7-2014 στο ikariamag

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

Πιταράκια στην πλάκα

φωτό από εδώ
....έφτιαχνε χαστριά, πιθάρια και τσουκάλια...
μου είπε ο κυρ-Γιάννης.

Και μετά συνέχισε κάνοντας μια μικρή παρένθεση κι εν τέλει μια ιστοριούλα ακόμη.

... και πλάκες ήκανε κείνος ο άνθρωπος. Τι πλάκες; Για τα πιταράκια. Ε, μα πώς αλλιώς; Δεν είχανε κείνα τα χρόνια τηγάνι... Κάμνανε πλάκες πήλινες και τις ήβαζαν απάνω στα πυρομάχια. Εκεί ηψήνανε τα πιταράκια οι γυναίκες. 

Ε, μα πώς αλλιώς; Δεν είχανε πολύ λάδι κείνα τα χρόνια... Ηψήνανε τα πιταράκια, που λες, κι ύστερα ηπαίρανε ένα κρεμμύδι -κι αυτό πολύτιμο- το κόβανε στα δυο και μετά βουτούσανε την κομμένη μεριά του κρεμμυδιού στο λίγο λάδι που φυλάγανε κι ηλείφανε τα πιταράκια για να νοστιμέψουν. 

Ε, άμε, νόστιμα ήτονε μαθές. 

Ε, βέβαια, θα τονε και υγιεινά, αφού εν ητηγανιζότανε το λάδι. Μα εν το κάμνανε γι' αυτό, από ανάγκη το κάμνανε. 

Ε, καλά το λες, μπορεί και γι' αυτό να ζήσαμε πιότερα χρόνια. Αλλά ήζησαν αυτοί που 'χανε το λίγο λάδι κι αυτοί που 'χανε αλεύρι για το ζύμωμα ...





Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Ο πολυμήχανος

Είχε περίτεχνη τοιχοδομία εκείνο το κτήμα, το παρατημένο, το έρημο. Πλάι στο ρεματάκι.


 Το παρατηρούσα από χαμηλά εξερευνώντας την κοίτη και κοιτώντας πιο προσεκτικά παρατήρησα κάτι σαν είσοδο πάνω στο βράχο που ήταν στην άκρη του. Σπίτι; Ναι, ένα μικρό, τοσοδούλικο σπιτάκι λες και κατοικούσαν εκεί νάνοι. Πλησίασα με περιέργεια. Απείραχτο ήταν κι η στέγη του έστεκε γερή. Φυσικό ήταν καθώς το φάρδος της ήταν όσο μια πλάκα ικαριώτικη. Χωρούσε ένας άνθρωπος μονάχα κι αυτός με δυσκολία. Έμπαινες μέσα αφού πρώτα σκαρφάλωνες στο βράχο. Τι περίεργο! Ίσως να το έφτιαξε για τα παιδάκια του... ή να του άρεσε η θέα από ψηλά...



-Όχι, το 'καμε για ν' αποσκιάζει σαν έβρεχε. Και το 'καμε εκεί, γιατί μονάχα ο βράχος δεν μπορούσε να σκαφτεί και να φυτευτεί. Κι ήταν ακτήμονας σχεδόν. Μόνο εκείνο το χωράφι είχε. Έχτισε τους τοίχους για τα πεζούλια και μετά κουβάλησε χώμα με το τσουβάλι για να γίνει καλλιεργήσιμος ο τόπος. Ήτανε πολύ καλός χτίστης, ξακουστός. Μα ήτονε και πηλοποιός, είχε καμίνι στο Συκίδι κι έφτιαχνε χαστριά, πιθάρια και τσουκάλια. Και ασβεστοποιός, έκανε ασβεστοκάμινα σε διάφορα μέρη. Έμαθε την τέχνη σε γιους και γαμπρούς. Μα ήτονε και γιατρός...
-Εεεε; Γιατρός;
-Αμέ, άμα είχε κανείς ανεβασμένη πίεση και ηζοριζόταν, ηκινδύνευε δηλαδή να του 'ρθει κόλπος, όπως τα λέγαμε τότε τα εγκεφαλικά και τις ανακοπές, τον ηφώναζαν αυτό δα τον άνθρωπο απ' ούλα τα χωριά. Κείνος ήπαιρε τα ιατρικά του εργαλεία, δηλαδή ένα κέρατο ζώου κι ένα ξυραφάκι. Χάραζε το δέρμα του αρρώστου, πύρωνε το κέρατο, το ακουμπούσε πάνω στο δέρμα και στο στενό μέρος, που το 'χε τρυπήσει, ήβαζε το στόμα του και ρουφούσε, ήκανε δηλαδή την αφαίμαξη και ο ασθενής σωζότανε...

Καστή Γιώργο τον λέγανε. Πέθανε στην κατοχή  μα γεροντάκι πια. Να τη λες την ιστορία σαν περνάνε από την Πλατωπή οι πεζοπόροι και φωτογραφίζουν το κτήμα. Να τον θυμούνται. Ήτονε πολυμήχανος, να λες...



Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Το θέμα της ημέρας



Η μικρή θα ‘τανε στα τέσσερα, αν θυμάμαι καλά. Είχε βήχα επίμονο. Η μάνα της την πήγε στο γιατρό. Παραθέριζε ο άνθρωπος, αλλά, μια και ήταν ο μόνος γιατρός στο χωριό και ντόπιος, δεχόταν και επισκέψεις ασθενών. Μέσα Αυγούστου. Απογευματάκι.

Εξέτασε το παιδί και μετά έδωσε τις οδηγίες:
-Εν είναι τίποτα σοβαρό, αλλά α του δώκεις αυτό το σιροπάκι μέχρι την Πέμπτη και μετά α το δω ξανά, λέει ο γιατρός με βαριά ικαριακή προφορά, παρά τα τόσα χρόνια διαμονής στην πρωτεύουσα.
-Μα, γιατρέ, αύριο είναι Πέμπτη. Εννοείτε σε μια βδομάδα;
-Αύριο είναι Πέμπτη; Αφού σήμερα είναι Σάββατο. Εεεε; Σάββατο εν είναι;
-Όχι, Τετάρτη.
Βγαίνει στο χωλ, όπου περιμένουν κι άλλοι ασθενείς.
-Βρε παιδιά, Σάββατο εν έχουμε σήμερα; Γιατί α με λωλάνει το Ρηνιώ...
-Τρίτη έχουμε
, του λέει μια κυρία.
- Όχι Τρίτη, αύριο είναι Τρίτη. Σήμερα έχουμε Δευτέρα, διορθώνει με βεβαιότητα γεράκος φιλοσοφημένος.
-Ε, να που τα ‘χουμε χαμένα ούλοι μας, λέει ο γιατρός αγανακτισμένος. Βρε, να βρούμε κάνα ημερολόγιο... Έχω κάμποσα...

Αρχίσει ν’ ανοίγει συρτάρια, να κατεβάζει χαρτούρες από τα ράφια, βρίσκει τελικά μερικά ημερολόγια. Άλλα του ’85, αλλά του ’89, κανένα του έτους που διανύαμε. Τα κινητά δεν κυκλοφορούσαν πολύ τότε.
ρε σεις, τι α κάμουμε; ρωτάει ο γιατρός. Είναι δυνατόν να μην ξέρουμε τη μέρα; Α, τό ‘βρα! Μισό λεπτάκι...
Βγαίνει στην αυλή του.
Ήταν η ώρα που άρχιζαν να κατεβαίνουν οι χωριανοί για βεγγέρα.
-Τι κάμνετε; Καλά; Και μεις εδώ, τα ίδια... Μπας και ξέρετε τι μέρα έχουμε σήμερα;
-Παρασκευή  έχουμε. Ησάστισες, γιατρέ;
του λέει με σιγουριά κύριος μετά της συζύγου.
-Παρασκευή είχαμε προχτές, τον διορθώνει η σύζυγος. Να που εσύ ησάστισες... Ε θυμάσαι που την Παρασκευή είχαμε πάει στην εφορία στον Άγιο;
-Βρε, έλα στα συγκαλά σου, τη διορθώνει ο σύζυγος. Αυτό ήτανε την πρώτη βδομάδα. Ε στέκεις καλά, μου φαίνεται...
Το επόμενο ζευγάρι τα ίδια. Το μεθεπόμενο επίσης. Άλυτο το μέγα θέμα της ημέρας...
Ο γιατρός μπαίνει ξανά μέσα.
-Άκου, επειδή ε θα βγάλουμε άκρη, α δώκεις του παιδιού το σιροπάκι για πέντε μέρες. Αλλά α τις μετράς καλά, ε;

-Τελικά τη μέρα τη μάθατε; ρωτάω τη φίλη μου.
-Όχι, αλλά καθώς διέσχιζα την πλατεία γινόταν ο κακός χαμός στα καφενεία. Καυγάδες, φωνές... Το θέμα της ημέρας, λέμε! Τώρα, ποιας ημέρας, α σε γελάσω...



 Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 30-5-2014

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Το φύλλο

Το φύλλο


Το φυλαχτό σου είναι φύλλο. Κουντουριδιάς ή σκίνου, κάποιες φορές και κουμαριάς. Όχι συκόφυλλο ή πλατανόφυλλο. Όχι, το χρειάζεσαι όλες τις εποχές. Και να ‘ναι μικρό, μόλις που να χωρά ανάμεσα στα μπροστινά δόντια. Μασουλιέται αργά αργά, χωρίς να καταπίνεται ποτέ.

Σου κρατά συντροφιά συνήθως τις ώρες της πεζοπορίας ή στον πατέρα σου τις ώρες που καβάλα στο μουλάρι ή στο γαϊδούρι διέσχιζε ατελείωτες αποστάσεις ανάμεσα στο σπίτι και στον τόπο του μεροκάματου.

Δεν το λογαριάζεις για ιερό. Μόλις συναντήσεις άνθρωπο, φτύνεται γρήγορα καταγής, για να μπορείς να συνομιλήσεις άνετα.

Αντικαθίσταται με ευκολία, αμέσως μόλις μείνεις ξανά μόνος.

Έχει γεύση παράξενη, διαφορετική ανάλογα με τις εποχές και τις ώρες. Τα καλοκαίρια πιο πικρό, τους χειμώνες με κάτι από τη γεύση της βροχής. Τα μεσημέρια καυτό, τα βράδια νοτισμένο από την υγρασία. Σου θυμίζει πού ανήκεις.
                                
Μπαίνει μέσα σου η φύση. Το τσακίζεις σιγά σιγά ρουφώντας τις ουσίες του.

Καμιά φορά τρυπώνει ανάμεσα στα ρούχα. Δεν το παίρνεις μυρωδιά και πλένοντάς τα πρασινίζουν. Δε θυμώνεις. Σου αρέσει να γίνεται λίγο πιο πράσινος ο κόσμος... 





Τρίτη 15 Απριλίου 2014

Το "Βόρης" και οι δώδεκα μέρες



Μόνο μια φράση της γιαγιάς είχα στο μυαλό μου, καθώς έψαχνα την ιστορία του πλοίου:
-Δώδεκα μέρες ήκαμε ο πάππους σας στο πέλαγος. Ναύτη τον πήρανε από τη Βηρυτό που ‘μασταν πρόσφυγες. Τον είχαμε για χαμένο... Μισοπεθαμένος βγήκε στη Βραζιλία μες σε μια βάρκα... Αλλά τα κατάφερε. Έτσι να παλεύετε κι εσείς, να μην τα παρατάτε ποτέ...
Έτσι απλά. Τον παππού μου, τον Αντώνη το Σπέη,  δεν τον γνώρισα κι εκείνη έφυγε από κοντά μας χωρίς να μας πει ποτέ τι στο καλό ήθελε εκείνη η βάρκα στη μέση του Ατλαντικού.
-«Βόρης» το λέγανε το βαπόρι, το θυμάμαι σίγουρα, μου λέει η μάνα μου που ευτυχώς έχει γερό μνημονικό. Το βούλιαξαν οι Γερμανοί. Δώδεκα μέρες πάλευαν με τα κύματα. Τους κράτησαν ζωντανούς κάτι χάπια, μάλλον βιταμίνες, που υπήρχαν στο πλοίο. Αυτό ξέρω.
Αρχίζω να το ψάχνω. Στις ελληνικές πηγές αναζήτησης αναφέρεται με το όνομα αυτό μόνο ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας. Ή μια ακτή στην Άνδρο. Επιμένω. Βρίσκω την ιστορία του σε αγγλικό site.
«Boris». Εμπορικό πλοίο. Nαυπηγήθηκε το 1917, στα χρόνια του Πρώτου πολέμου, στα ναυπηγεία Henderson, στην Αγγλία. Το έλεγαν τότε «War Heather». Το 1919 η πλοικτήτρια Glen & Co. το πούλησε στο Βέλγιο, στη Lloyd Royal Belge. Τώρα πια το έλεγαν «Menapier». To 1930 το πούλησαν σε μια άλλη εταιρία της Αμβέρσας, τη Cie Maritime Belge, κι αυτοί με τη σειρά τους σε μια ελληνική εταιρία με έδρα τη Σύρο το ’33. Τότε ονομάστηκε «Boris». Ξαναπουλήθηκε το ’35 σε μια άλλη εταιρία στον Πειραιά.
Μάχη του Ατλαντικού. Άλλες μάχες έχουν έναν τόπο, έναν χρόνο. Αυτή η μάχη κράτησε όλα τα χρόνια του Δεύτερου πολέμου. Σε όλο τον ωκεανό. Οι σύμμαχοι έφερναν τα εφόδια από την Αμερική με νηοπομπές εμπορικών πλοίων που συνοδεύονταν από πολεμικά. Οι Γερμανοί πάλευαν να τους εμποδίσουν με τα υποβρύχια. Βρίσκω τη λίστα με τα ναυάγια. Κάθε μέρα σχεδόν, χρόνια και χρόνια.
3 Ιουνίου 1943. Το «Boris» είχε φύγει από το Σάντος και πήγαινε στο Φρητάουν, στη Λιβερία μάλλον. Από κει θα πήγαινε στη Γροιλανδία και τελικά στο Μπέλφαστ, στην Ιρλανδία. Φορτωμένο βωξίτη, καστορέλαιο και ακατέργαστο βαμβάκι. Δεν έμελλε να φτάσει· τορπιλλίστηκε από ένα γερμανικό υποβρύχιο U-180. Βούλιαξε σε γεωγραφικό πλάτος 7 μοίρες και 14 λεπτά νότιο, γεωγραφικό μήκος 18 μοίρες και 41 λεπτά δυτικό. Βρίσκω το στίγμα στην υδρόγειο. Στη μέση του Ατλαντικού, ανάμεσα Βραζιλία και Αφρική. Πλήρωμα, 37 άτομα.
Δε γράφει ονόματα ή εθνικότητες.  Όλοι διασωθέντες.
Συγγενείς μας όλοι. Πρόσφυγες και αγωνιστές. Δεν έγιναν ήρωες. Ανώνυμοι νικητές υπήρξαν που κράτησαν από αυτή τη μάχη και τη συνάντησή τους με το θάνατο μόνο ένα μήνυμα αισιοδοξίας για τους απογόνους τους.
Οι δώδεκα μέρες στον ωκεανό δεν αναφέρονται πουθενά...
Συνεχίζουμε την πάλη με τα κύματα. Οι αντίπαλοι είναι σχεδόν οι ίδιοι. Εμείς σχεδόν πρόσφυγες και σχεδόν ναυαγοί. Διασωθέντες; Μακάρι...


(δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 11/4/14)

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Όκο!



Φωτογραφία: Άννα Κόχιλα

Κατέβηκε στο νησί καλά προετοιμασμένος. Είχε φίλους Ικαριώτες και φίλους που δεν είχαν ικαριακή καταγωγή, αλλά λάτρεψαν τον τόπο κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί πριν από χρόνια. Του είχαν μιλήσει επανειλημμένα για τα χαρακτηριστικά των κατοίκων, για την απέχθεια τους  στα ρολόγια, για την αλληλεγγύη, για τη φιλοξενία. Του είχαν πει και για τον παράξενο τρόπο με τον οποίο εκφράζονται όπως  π.χ. για το παρατεταμμένο «εεεεε», που μπορεί να σημαίνει «γεια, ήρθα» ή «ναι, όλα καλά», ήξερε το «άμε» και το «ήφαα», το «ά ‘ρτω» και το «ησκάρταρα». Μια χαρά θα τα πήγαινε.
Ο ίδιος ήταν τύπος που ξυπνούσε με την ανατολή του ήλιου και κοιμόταν λίγες ώρες μετά από τη δύση του. Το άλλαξε. Μια βδομάδα πριν πάει στο νησί, άρχισε να κλείνει τις κουρτίνες τα πρωινά και να απολαμβάνει υπέροχους μεσημεριανούς ύπνους που έληγαν αρκετά μετά απ’ το ηλιοβασίλεμα.
Έτσι έκανε και κατά το πρώτο του εικοσιτετράωρο στο νησί. Κατά τις δέκα το βράδυ ετοιμάστηκε, πήρε το παπί του, ανέβηκε στο Χριστό, συνάντησε τα φιλαράκια του, γέλασε, ήπιε και γύρω στις τέσσερις το πρωί άρχισε να κατεβαίνει προς τον Αρμενιστή.

«Είχε αέρα και τον απολάμβανα, έτσι όπως με χτυπούσε στο πρόσωπο και μου έπαιρνε τα μαλλιά προς τα πίσω. Συναντώ ένα μηχανάκι που ανέβαινε. Ψιλοσταματά απέναντί μου κι ο οδηγός μου φωνάζει:
 -Όκο!!!

Μένω χάσκοντας. Αυτό το χαιρετισμό δεν μου τον είχε πει ποτέ κανείς. Δε δίνω σημασία.
Σε πέντε λεπτά άλλο μηχανάκι. Ο νεαρός που καθόταν στο πίσω κάθισμα γέρνει προς το μέρος μου, καθώς συναντιόμαστε και μου φωνάζει με δύναμη:
-Όκοoo!!!

Κάγκελο εγώ ξανά. Αμάν! Τι γίνεται; Έτσι θα χαιρετάνε τα βράδια, φαίνεται. Πραγματικά ιδιαίτεροι άνθρωποι! Μα καθώς συνέχιζα να κατεβαίνω, θυμήθηκα πως κάπου είχα ακούσει ότι οι Καριώτες παρεξηγιούνται, όταν δεν τους χαιρετάς στο δρόμο, άσχετα αν τους γνωρίζεις ή όχι. Ωχ, θα με πέρασαν για ψηλομύτη...
Τους επόμενους τους συνάντησα  λίγο πριν από την τελευταία στροφή. Ήταν ένα αγροτικό με αρκετούς νεαρούς στην καρότσα που ανέβαινε κι αυτό. Κόβουμε ταχύτητα και οι δύο κι όλοι μαζί, εγώ και τα παιδιά κι ο οδηγός, λέμε με μια φωνή:
-Όκο!!!

Σα να παραξενεύτηκαν λίγο...
Φτάνοντας στην τελευταία στροφή είδα τους αστυνομικούς στο μπλόκο.»


Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 19-3-2014

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Το παιδί στο μετρό



Μπήκα μαζί με τους πρώτους στο βαγόνι κι έριξα μια ματιά στην αποβάθρα. Καθόλου δεν τους είχα προσέξει κατά τη διάρκεια της αναμονής. Μια στιγμούλα μόνο ήταν.
Το παιδί θα κόντευε τα πενήντα, είχε ολοστρόγγυλο, γλυκό πρόσωπο, με μικρά μάτια, χωρίς ρυτίδες. Η μάνα εβδομήντα και κάτι. Κοντοκουρεμένη, με κάτασπρα μαλλιά. Το παιδί χαμογελούσε. Είχε περασμένο το αριστερό χέρι στον αγκώνα της μάνας που έκλεινε προς το στήθος και  το αγκάλιαζε προστατευτικά. Το δεξί του χέρι μόνο μπορούσε να κουνήσει.
Την κίνηση κυρίως πρόλαβα να δω. Σε δευτερόλεπτα. Της έπιανε το τσουλούφι που στεκόταν μπροστά στο πρόσωπο και της το γυρνούσε πίσω απ’ το αυτί. Τρυφερά, τόσο τρυφερά, όπως τα δεκαεξάχρονα αγόρια που σπρώχνουν τα μαλλιά της αγαπημένης στο πίσω μέρος του κεφαλιού για να φανεί το πρόσωπο και να τη φιλήσουν με άνεση. Όχι, λάθος, ήταν πιο τρυφερό ακόμη.
Η μάνα δεν το κοιτούσε στα μάτια. Κοιτούσε τους άλλους και χαμογελούσε περήφανη.
Ύστερα επιβιβάστηκαν σφιχτοδεμένοι στο διπλανό βαγόνι.








Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

στου Ξυλούρη




-Τον θαυμάζαμε από παιδιά τον αδερφό σας… της λέω με κάποιο δισταγμό.
Φοβόμουν να της εκφράσω ακριβώς τα συναισθήματά μου, γιατί κάποτε μια φίλη -αρκετά επιφυλακτική με όλους- μου είχε πει πως βάζει πολύ εύκολα τα κλάματα κι έπειτα ζητά ν’ αγοράσουν διάφορα ενθύμια απ’ το σπίτι.

 Μα η αδερφή του Νίκου του Ξυλούρη στην κάτω πλατεία των Ανωγείων δε μου ζήτησε τίποτα. Ήθελε μόνο να δώσει. Ήταν περήφανη και αυθόρμητη. Είχε τακτοποιημένο το πατρικό κι ανοιχτό σε όλους. Φορούσε μαύρα, όπως οι περισσότεροι στο χωριό, μα ήταν χαμογελαστή και περιποιημένη. Πήρε τη ρακή και έβαλε στο ποτήρι. Αμέσως μετά άνοιξε ένα βαζάκι με τυράκια και μου πρόσφερε.
 Ένας ηλικιωμένος ήρθε και κάθισε στην παρέα.

-Κι από πού έρχεστε;
-Από την Ικαρία.

 (Ποτέ δεν ξεκινάω από Ικαρία για κάπου εκτός από την Αθήνα, αλλά και ποτέ δεν μπορώ να πω ότι έρχομαι απ’ αλλού. Το ‘χω για προδοσία.)

-Αχ, από κει… Επήγαινε ο αδερφός μου με τα δυο του τα κοπέλια σαν ήτανε μικρά.
-Εεε; Δεν το ‘ξερα…
-Μα πάω κι εγώ για μπάνια στα Θέρμα. Κάθε χρόνο. Αμέ. Να…
Μου δείχνει έναν τουριστικό οδηγό του νησιού.
-Είναι ωραία. Πολύ ωραία. Πράσινο, νερά…  Κι οι άνθρωποι ωραίοι. Φιλόξενοι, σαν εμάς. Μόνο που γρουσουζεύουνε.
-Οι Ικαριώτες; Όχι, καλέ. Είμαστε καλόκαρδοι όλοι. Κι αγαπάμε τον τόπο μας και μονοιασμένοι είμαστε και…
Ο ηλικιωμένος διακόπτει την κουβέντα και τη μαλώνει κουνώντας το ραβδί.
-Μην της το λες, μωρέ. Στενοχωριέται, δε βλέπεις;
-Και γιάντα να μην το πω; Αφού γρουσουζεύουνε, θα το ξέρει και κείνη.
-Να σας πω την αλήθεια, δεν το νομίζω. Θα ‘γινε παρεξήγηση… λέω μουδιασμένα.
-Ίντα παρεξήγηση; Αφού βάζουνε τα σκουπίδια τους μες το δρόμο. Πλυντήρια χαλασμένα, αυτοκίνητα παλιά, σωροί με μπάζα… Πήρα και τηλέφωνο κι ήρθανε και τους είπανε να τα μαζέψουνε, μ’ αυτοί πράμα.
-Αααα, τέτοια γρουσουζιά…. Έτσι το λέτε. Αυτό, ναι…
-Να τους επείς να μη γρουσουζεύουνε, γιατί είν’ ωραίος ο τόπος και τονε χαλούνε. Α τους το πεις;
-Α τους το πω…

Η Ζουμπουλιά νοιάστηκε


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ο φιλαλήθης

φωτογραφία: opsikarias.blogspot.gr

Νύχτωσε χωρίς να το καταλάβει. Είχε πάει στα μέρη του Αγίου, το χωριό του όμως ήταν από την «άλλη πάντα» και το πέρασμα απ’ το Κακό Καταβασίδι ήταν αδύνατο βραδιάτικα. Πάει στην πλατεία της Πλαγιάς, το τελευταίο χωριό πριν απ’ το πέρασμα, δένει το γαϊδουράκι του σ’ ένα δέντρο και μπαίνει στον καφενέ.
-Καλώς τονε! Ηνυχτώθηκες βρε συ; Α ξωμείνεις στο χωριό μας;
-Ε, άμα βρεθεί στρώμα...
-Εδώ, σε μένα, δήλωσε επιτακτικά ένας γνωστός του χωρικός κάνοντας τους άλλους να μαζευτούν. Κάτσε να πούμε καμιά κουβέντα και πάμε μετά να σου στρώσω στο πυργάρι. Κρασάκι;
-Ναι, του απαντά ο ντροπαλός έφηβος.
-Για πες...
-Τι να πω;
-Τα νέα απ’ έσω. Εν ήγινε τίποτα στο χωριό σου;
-Όχι, τα ίδια.
-Αααα, τα ίδια... Στον Εύδηλο;
-Τα ίδια, εν ήκουσα κάτι.
-Στην Ξανθή; Στην Ακαμάτρα;
-Τα ίδια.
-Όφου... Για πες μωρέ καμιά ψευτιά να περάσει η ώρα.
-Α, ψευτιές εγώ δε λέω ποτές, του απαντά ο νεαρός που όντως απεχθανόταν τα ψέματα από μικρός.
-Μάλιστα...
-.................

Στον καφενέ μια πληκτικότατη σιγή. Ο ένας κοιτούσε τον άλλον κι όλοι μαζί τον τοίχο. Ώσπου ο χωρικός βάζει τις φωνές.
-Ωχ, Παναγία μου, ο Θεός το φύλαξε το παιδί!!! Τι ήταν αύτο δά το πράμα, ηνετρίχιασα...
-Ήντα ‘γινε; ρωτούνε με ένα στόμα οι υπόλοιποι πελάτες του καφενέ.
-Ηπήε να πνιγεί το παιδάκι, ήπεσε μες τη θάλασσα και ηβούτηξε ένας από την Περαμαριά και το ‘βγαλε μισοπνιγμένο.
-Τι λες; Ποιο παιδί; συνεχίζουν οι πελάτες.
-Του τάδε.
-Α, τον ξέρω, που ‘χει κουνιάδο το Γιώργη, λέει ένας. Ηκάμαμε μαζί στο στρατό. Για λέγε.
-Ε, τι να λέμε τώρα.... Ήτανε δυομισάρικο. Ήρθε χολοσκασμένη η μάνα του....
-Α η Μαριγούλα... Ναι, πείτε βρε παιδιά, που η αδερφή της έχει παντρευτεί τον τάδε αφ’ το Χρυσόστομο...
-Ναι αυτή, κι ηλιποθυμούσε κι ήπεφτε στα πόδια του αθρώπου που το ΄σωσε...
-Ποιος ήτονε;
-Αγούγεται έτσι.
-Α, κατάλαβα, θα ‘τονε ο Φάνης που ξέρει και κολυμπά καλά. Βρε, να τον εδείτε πώς κολυμπάει αύτος δά ο άθρωπος.

Και πώς κολυμπά με τα χέρια έτσι κι έτσι και πώς ήτανε η γιαγιά του μικρού συμπεθέρα με τη Μαριώ του Γιάννη και πώς έγινε το συμπεθεριό και να ‘χουνε γίνει όλοι στο καφενείο μια κεφάτη παρέα γύρω από το τραπέζι με τον λαλίστατο κύριο και τον φιλαλήθη σιωπηλό νέο.
Περνάει καμιά ώρα με σταυροκοπήματα, μνήμες απ’ το στρατό, ξεχασμένες συγγένειες... Η πλήξη ήταν πια παρελθόν.
Κι έρχεται η κρίσιμη ερώτηση.
-Πότε ήγινε το περιστατικό;
-Σήμερις το πρωί.
-Και συ πώς το ‘μαθες;
-Να, ο νεαρός ετούτος μου το ‘πε τώρα δά..

«Εν ητόλμησα να πω κουβέντα, παιδάκι μου, μα κείνο το βράδυ αφ’ τη ντροπή μου ήμαθα, που λες, πως το Κακό Καταβασίδι περνιέται και με σκότος...»



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 5-2-2014
 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Ανάθεμά τους για τσιγάρους!



Ο Κώστας κάθεται στον πάγκο έξω από τον καφενέ του στον Άγιο Πολύκαρπο. Είναι και ψιλικατζίδικο. Ο ανιψιός αγουροξυπνημένος του ζητά τσιγάρα κι εκείνος  προσπαθεί για πολλοστή φορά να τον αποτρέψει. Πάντα εξοργίζεται με την παραγγελιά, όποιος και να την κάμει. Γι’ αυτό και τα τσιγάρα είναι κρυμμένα στην αμπάρα, μπας και δε μπούνε στον πειρασμό οι πελάτες. Δε θέλει τέτοιο κέρδος…
-Ανάθεμά τους για τσιγάρους! 'Iντα τους θέλεις; Εν ηκατάλαβες πως είναι διαολεμένα πράματα; Μονάχα οι ηλίθιοι καπνίζουνε ακόμα! Κι  ίντα θαρρείς; Πώς εν ηκάπνισα ποτές; Χα! Μωρέ σαν και του λόγου σου ήμουνα. Και χειρότερος μη σου πω… Μα τον εθυμάσαι τον πάππου μου τον Κωσταντή; Ε θα τον εθυμάσαι, αγέννητο ήσουνα. Μου ‘πε μιαν ιστορία. Για άκου την κι εσύ, να δω τι α καταλάβεις. Μου λέει το λοιπόν ο πάππους μου μια μέρα που ηφούμαρα μαγκιώρικα στην αυλή του πατρικού:
«Είχα κάποτες, παιδί μου, φιλία με τον τσιγάρο. Τον ηποθούσα, που εν ημπορείς να καταλάβεις. Και τσιγάρο ν’ αγοράσεις εν είχε τότες. Μονάχα καπνό που τον ήπαιρες με το κιλό αφ’ τον Άγιο. Ηξέμεινα αποβραδίς. Το πρωί πάω στον κήπο και πολεμώ με την τσάπα να κάμω τα καρίκια. Εκεδά στα μισά με πιάνει ο πόθος. Νταλκάς, όχι αστεία. Ηπήα να σκάσω. Παρατώ την τσάπα και το καρίκιασμα και παίρω το μονοπάτι. Αφ’ τις Ράχες ίσαμε τον Άγιο Κήρυκο. Χιλιόμετρα, όχι αστεία. Ρεματιές, γκρέμνια, ανηφόρες… Εν ησυναντούσες άθρωπο συνήθως. Μα ηπέτυχα ένανε που ήρχουνταν πίσω με κάτι τσουβάγια φορτωμένος. Μεσάσταχα ήμουνα. Μήτε «γεια σου» μήτε «καλημέρα» ημπορούσα να πω αφ’ τον νταλκά. Σα να ‘χα μπροστά μου ένα σωτήρα, πώς να σου το πω, το Θεό τον ίδιο… Παρακαλετά του ζητώ τσιγάρο. Είχε στρίψει ένανε και μου τον εδίνει. Και σα να μου φάνηκε πως με λυπήθηκε κομμάτι… (Καθόλου ε μου ‘ρεσε αυτό, μα ύστερις το σκέφτηκα.)
Κεινηδά την ώρα ηπήρα τον τσιγάρο περιχαρής και τον ήναψα - κείνος ήφυε γρήγορα σα φοβισμένος- κι ηπόμεινα εις τον Αθέρα, απάνω εις σ’ έναν άτσαχα μονάχος να φουμάρω και να με δέρει ο αέρας. Κι εκεδά στα μισά του τσιγάρου, ημονολοούσα χτυπώντας την κεφαλήν μου με τις παλάμες: «Ήλεα, Κωσταντή, πως κάτι έχεις μες σε κεινοδά το καύκαλο, μα να που εν έχεις τίποτα… Βρε ντιπ! Ηπαράτησες τη δουλειά σου και το σπίτι σου και γυρίζεις τον τόπο για φούμα. Ντιπ για ντιπ!» Του δίνω μια του τσιγάρου και τονε σβηώ απάνω εις την πέτρα. Παλικαρίσα! Και γυρνώ στο κηπάρι σουρουπωμένος και εν τον ηξανάπιασα στα χέρια μου. Ποτές! Αυτοδά ήτονε.»  

Ε, κι εγώ, ανιψιέ, τον ήκουσα. Μα ξέρεις τι α πει «τον ήκουσα»; Τον ήνιωσα στις φλέβες μου… Και τον ήκοψα τον τσιγάρο μαχαίρι… Κάμε το ίδιο. Άκουσές με και α βρεις λυτρωμό…

Και κάτι ακόμη μου ‘πε στο τέλος που ε θα το ξεχάσω όσο ζω:
«Το φίλο που σου κάμνει καλό, εχετόνε για πάντα. Το φίλο που σου κάμνει κακό, άστονε να πάει στ’ ανάθεμα…»



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag 9-1-2014

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Πεθερά σε στύλο




"... ναι, που λες, ο βασικός εχθρός τους είναι οι γέροι, κυρίως οι πολύ γέροι, όπως η πεθερά μου, να πούμε. Έκλεισε τα ενενήντα φέτος. Τους ρήμαξε, τους ήπιε το αίμα. Σαράντα χρόνια συναπτά, κάθε μήνα ντάγκα ντάγκα η συνταξούλα. Άκου με, αν μπορούσανε θα την εκτελούσαν στα τρία μέτρα. Αλλά δεν μπορούνε... Κι έτσι πάνε να τη στείλουνε με καρδιά, οι μαλάκες. Στα ογδόντα εννιά, που λες, της έρχεται της γριούλας η προειδοποίηση και καλά ότι θα κοπεί η σύνταξη, αν δεν πάει βεβαίωση σε μια βδομάδα ότι δεν εργάζεται. Τρέμει η γυναικούλα, έχει και το πάρκινσον "Τι να κάνω, λεβέντη μου, σάματι εργάστηκα ποτέ; Του πεθερού σου του μακαρίτη τη σύνταξη παίρνω, και τι βεβαίωση είναι αυτή τώρα, πού να πάω, τι να πω;" και τα λοιπά και τα λοιπά.

Και "φορτώνω" και πάω στο ταμείο.
-Τι ζητάτε, κύριοι;
-Βεβαίωση ότι δεν εργάζεται.
-Μα η δικιά μου εργάζεται.
-Σε ποιο τομέα;
-Στο στύλο, φίλε. Να τη δεις τη πεθερά μεσάνυχτα στο μπαράκι να σπάει μεσούλα τσίκι τσίκι και να γίνεται κάτω ο κακός χαμός. Λεφτά, φίλε, τις νύχτες, λεφτά...
Και με κοιτάνε τα ζώα με ανοιχτό το στόμα...
-Τι κοιτάτε, ρε; Το '24 γεννηθείσα ρε, το '24 γεννηθείσα, άντε μην κατεβάσω τίποτα καντήλια πρωινιάτικα...
Και τη συμπλήρωσα τη βεβαίωση, κορίτσι μου... Τι να 'κανα; Επιμένανε και μετά το βρίσιμο του μισαώρου. Έπρεπε να πάω και στη δουλειά.

Και πάω να την κάνω και μου φωνάζει στην πόρτα η προϊσταμένη.
-Τι είναι αυτά που γράφετε εδώ, κύριε;

Εντάξει, είπαμε να τους κάνω το χατήρι, αλλά αυτοί θέλανε να πηγαίνω κάθε δυο χρόνια και καλά ότι είμαι η γριούλα και να δηλώνω ότι δεν εργάζεται...
Ε, κι εγώ συμπλήρωσα: "Δεν εργάστηκε ποτέ, δεν εργάζεται σήμερα και είναι βέβαιο ότι δε θα εργαστεί και στο μέλλον. ΤΟ '24 ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ, ΜΑΛΑΚΕΣ!!!"