Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

Μονά πατήματα



Τοποθεσία: Αθέρας. Όνομα: ας το πούμε "Προς τα Διπλόρυακα"
Η αρχή του μοναπατιού δεν ήταν έτσι κάποτε. Μα η ξεραμένη κουμαριά, μάρτυρας της αδηφαγίας των επιδοτούμενων κεφαλών εριφίων και προβάτων, σου δείχνει ότι τα πράγματα άλλαξαν.



Κάτι απομένει όμως. Κι έτσι βρίσκεις τα παλιά πετραδάκια να στέκουν εκεί, στην ίδια θέση για χρόνια, αναμένοντας πόδια ανθρώπινα, φωνές και γέλια.


Το τοπίο σκοτεινιάζει, οι νεράιδες ξεπηδούν από τα κλαριά, όλα μαγικά, όπως τότε...


Η θέα σε γεμίζει κουράγιο κι οξυγόνο. Κι όνειρα...
Μια από τις πιο καλές "στεφάνες", έτσι ονόμαζαν οι βοσκοί τα βράχια ετούτα που τους επέτρεπαν να
παρατηρήσουν από μακριά τα κοπάδια τους, λιγοστά τότε κι αβλαβή. 


Δεν έβρεξε φέτος πολύ, ο χείμαρρος παραμένει σιωπηλός, ο καταρράχτης καρτερεί την ύπαρξή του. Πριν χρόνια, την άνοιξη κυρίως, έρχονταν εδώ οι νοικοκυρές του χωριού για να πλύνουν τις κουβέρτες, τα χράμια και τις κουρελούδες.


Η κοίτη, άμαθη από επισκέψεις πια, σου στρώνει, έκπληκτη, να καθίσεις στα πεντακάθαρα βραχάκια



 
Το μονοπάτι συνεχίζεται προς την Αρέθουσα. Τα πόδια όμως δε βαστούν πια. Και σκοτεινιάζει. Οι λέξεις δεν συναντούν απόκριση. Είναι όλα έρημα και θλιμμένα.
Κάποτε όμως τα πετραδάκια θα ΄χουν πορτοκαλί βουλίτσες από ορειβατικούς συλλόγους, ελπίζεις.
Και παρέα. Κάποτε, σύντομα μάλλον, θα σταματήσουν οι επιδοτήσεις.
Και θα ξαναπρασινίσουν όλα.
 Ίσως να πάμε για ξύλα. Ίσως για μανίτες.
Ίσως να 'χουμε τόσο χρόνο και να πάμε μόνο, γιατί -απλά- πεθυμήσαμε βολτούλα...


(Λίγους μήνες πριν αυτά σκεφτόμουν. Τώρα άλλαξαν οι προσδοκίες. Τώρα λέω απλά: "Ίσως και να μην περάσουν από δω οι μπουλτόζες της εταιρίας που θα αναλάβει να ολοκληρώσει την καταστροφή μετατρέποντας τον Αθέρα σε εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Ίσως και κάποιοι καταλάβουν. Κι αφήσουν το βουνό να συνεχίσει τη μοναχική, μαγική ζωή του  και τα μονοπάτια να 'χουν την αρχή, τις στεφάνες και τους προορισμούς τους...")





Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Δημιουργικός έρωτας


 
φωτό από εδώ
Το σεμινάριο ήταν για τη δημιουργική γραφή.  Πήγα σχεδόν από σπόντα. Τυχαία γεγονότα. Φοβόμουν ότι θα συναντούσα ανθρώπους από άλλο κόσμο, κοινώς ψώνια, τάχα μου έξυπνους και τάχα μου καλλιεργημένους.
Μάλλον ήμουν η λιγότερη καλλιεργημένη. Όλοι τους με μάτια ξύπνια, με πρωτότυπη γραφή, με μεγαλείο. Αφήσαμε γρήγορα τα ευγενικά χαμόγελα και σχεδόν γίναμε φίλοι. Ποια σύμπτωση μας οδήγησε σ' αυτή τη συνάντηση; Ηλικίες διάφορες, εργασίες επίσης, απόψεις το ίδιο. Πώς έγινε κι αγαπηθήκαμε, ούτε που το κατάλαβα...
Ο δάσκαλος, απρόβλεπτος, πιότερο μας καθοδηγούσε για την προσωπική μας ζωή παρά για τα κόλπα της γραφής. Όχι πως δε μας είπε. Μπόλικα και χρήσιμα.

Μα εκείνη, η πιο όμορφη της παρέας, κι εκείνος, με τα πιο γελαστά μάτια απ' όλους, αργούσαν να γυρίσουν από το διάλειμμα.

-Την αγάπη..., μας έλεγε ο δάσκαλος, μην την ξεχνάτε, αγαπήστε, μη φοβάστε, μια στιγμή είναι που ή τη ρουφάμε ή την αφήνουμε. Κι η στιγμή είναι σημαντικό να μένει. Παρατείνει το χρόνο. Ο έρωτας μας κάνει να πετάμε. Μη φοβηθείτε, ο έρωτας δε χωρά συμβιβασμούς, λυπηθείτε, αγγίξτε ο ένας τον άλλο, δώστε και πάρτε. Κι η γραφή μια ερωτική πράξη είναι.
Ύστερα έπαιρνε το μπουκάλι με το νερό, ρουφούσε κι αναστέναζε.

 Η πόρτα άνοιγε. Έρχονταν. Κάτι κοινό έχουν αυτοί οι δύο, σκεφτόμουν. Αλλά πάλι μπορεί να συζητούν για τα διηγήματα που πρόκειται να γράψει ο καθένας. Ή για τις ανησυχίες της γενιάς τους. Μικρά παιδιά. Κάθονταν όχι πολύ κοντά. Δεν έδιναν δικαίωμα.
Ύστερα τέλειωσαν οι συναντήσεις. Επίσημα. Μα εμείς συμπαθιόμασταν. Και κάναμε κάτι ωραίες κοπάνες. Βρεθήκαμε μια νύχτα σ' ένα μπαρ. Εκείνη γιόρταζε τα γενέθλιά της την επόμενη μέρα.
Ήρθαν τα μεσάνυχτα.
Της ευχηθήκαμε τσουγκρίζοντας τα ποτήρια.
Μα τότε, ξαφνικά, ένα φιλί στο στόμα. Παρατεταμένο.
Ένα ζευγάρι ανάμεσά μας!
Μια αγάπη φρέσκια.
Κοιταχτήκαμε χαμογελώντας.
Καμαρώναμε σιωπηλά. Περιμέναμε να τελειώσει η στιγμούλα τους.
-Βρε, παιδιά, να μας ενημερώνετε...
Την κρατούσε αγκαλιά. Τα μάτια του, τώρα, πιο λαμπερά από ποτέ. Εκείνη, τώρα, ομορφότερη με ένα παράξενο φως στην όψη της.
Αγκαλιαστήκαμε όλοι.

Ποιος ξέρει για τα βιβλία και τις εκδόσεις τους, ποιος ξέρει για τις αμφίβολες καριέρες...
Το χρόνο μας τον παρατείναμε πάντως.
Η στιγμούλα αυτή, το πιο σπουδαίο πτυχίο.
Με αντίκρισμα, αναμφιβόλως....


Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Απ' έξω προς τα μέσα


Κοιτώντας απ' έξω προς τα μέσα βλέπεις τα ερείπια απ' τη στέγη που κατέρρευσε πια.
Χθες ήταν που 'χε στο ράφι βαζάκια με γλυκό, άνυδρες ντοματίνες που κρέμονταν από την οροφή,  το μπότο με γάλα πρόσφατα αρμεγμένο και καθούρες  στον τενεκέ με την άρμη που έκλεινε με πλάκα φερμένη από το βουνό. Πίσω από τα συκόφυλλα, που δεν υπήρχαν τότε, το γυναικείο πρόσωπο με το ζεστό  χαμόγελο και τις καλές κουβέντες, έπαιρνε φύλλα από εφημερίδες, τα έβρεξε με ξύδι από τη γυάλινη μπουκάλα και καθάριζε με επιμέλεια τα τζάμια.

Αν πας από τη μέσα πάντα και δεις από το παράθυρο, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Το ίδιο φως από τις ακτίνες του φθινοπωρινού ήλιου που πασχίζουν να βρουν μια διέξοδο ανάμεσα στο πυκνό φύλλωμα από τη μουριά, το μονοπάτι άθικτο, χωρίς να λείπει ούτε μια πλάκα, λες και καρτερεί τα γνωστά βήματα αγαπημένων.

Κι απ' έξω κι από μέσα εκείνη που επικράτησε για πάντα, φερμένη απ' άλλα μέρη, ξένη. Η σιωπή. Δεν ξέρει "Καλημέρα", "Καλό ξημέρωμα", το "Ήντα κάνετε", το "Για πού το 'βαλες"...

Χτυπά στα μηνίγγια και παρασυνεικάζεις. Σκύβεις με λαχτάρα και κολλάς το πρόσωπο στα θολά τζάμια. Βάζεις τα δυο χέρια πλάι στα μάτια να σκιάζουν το σήμερα και γυρνάς πίσω, καθώς οι κόρες κινούνται γύρω-γύρω στα χαλάσματα. Την ψάχνεις. Μάταια. Εκείνο που φαίνεται καθαρά είναι μόνο η ταλαιπωρημένη αυλή με τα μπάζα και στο βάθος ορθώνεται μπροστά σου το καινούριο, διώροφο με μπαλκόνι και αλουμίνια πορτοπαράθυρα. Κλειστά. Άνθρωπος κανείς. Οι μνήμες δεν τ' ακολουθούν.  Με μια ψυχρή τελειότητα που σε κάνει να μη θες να το πλησιάσεις.
Ετούτο ήταν η ύβρις, αναλογίζεσαι, καθώς η χώρα θάβει μια μια τις αναμνήσεις και πέφτει αναστενάζοντας από το βάρος των χρημάτων που ξοδεύτηκαν για ένα ....καλύτερο αύριο με καλοριφέρ, πλακάκια, κλιματιστικά και κάθε λογής ανέσεις. Θάφτηκαν κι οι συνταγές για το καλό γλυκό κι η όρεξη ακόμη. Για κουβέντες, καλωσορίσματα και καφεδάκια στις αυλές.

Συνεχίζεις το μονοπάτι. Μια υποψία σε πιάνει αγκαζέ. Ποιος ξέρει; Μπορεί ν' ανταμωθούμε στα χωράφια. Ή κοιτώντας από το παραθύρι κάνοντας τα σωστά όνειρα τούτη τη φορά. Μαζί, με άδειες τσέπες και χαμόγελα κοιτάζοντας από τα μέσα μας τον έξω κόσμο που θα'χει μόνο δροσιά, κουβέντα και κάνα δυο φιλήσυχους γειτόνους.
Αρκούσε τότε; Γιατί όχι;



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag  - Οκτώβρης '11

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Από κοντά

Έλα, μην κλαις
θα τα πούμε από κοντά

Ένα πρωί κολοκαιριού
οι πρώτες ακτίνες του ήλιου
θα μας χαρίζουν μεγάλους ίσκιους
και θα 'ρθεις για κουβέντα
ανάμεσα στις ανθισμένες γλάστρες
κάτω από τη μουριά της αυλής
έλα, θα τα πούμε από κοντά

Κάποιο μεσημέρι Ιουλίου
ο ήλιος θα τεντώνει το δέρμα
τα δάχτυλα των ποδιών
θα κλωτσούν αμήχανα τα καυτά βότσαλα
και θα με κοιτάς
με μάτια κόκκινα από την άρμη
με τα παιδιά τριγύρω να γελάνε
έλα, θα τα πούμε από κοντά

Σε μια πανσέληνο Αυγούστου
καθώς θα γέρνει στο σκοτεινό ορίζοντα
θα χαράζει χρυσά μονοπάτια
και το τραγούδι θα 'ναι απλά
ο φλοίσβος του πελάγους
και θα 'σαι εκεί
δίχως να 'χεις την ανάγκη να μιλήσεις
μα μοναχά τη θέληση να κρατηθούμε
χέρι-χέρι
έλα, θα τα πούμε από κοντά

Δίπλα, απέναντι,
λίγο πιο κει, ίσως,
αλλά μαζί...

Έλα, μην κλαις.



Μάρτιος 2011
Από τα "τετράδια"