Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

στου Ξυλούρη




-Τον θαυμάζαμε από παιδιά τον αδερφό σας… της λέω με κάποιο δισταγμό.
Φοβόμουν να της εκφράσω ακριβώς τα συναισθήματά μου, γιατί κάποτε μια φίλη -αρκετά επιφυλακτική με όλους- μου είχε πει πως βάζει πολύ εύκολα τα κλάματα κι έπειτα ζητά ν’ αγοράσουν διάφορα ενθύμια απ’ το σπίτι.

 Μα η αδερφή του Νίκου του Ξυλούρη στην κάτω πλατεία των Ανωγείων δε μου ζήτησε τίποτα. Ήθελε μόνο να δώσει. Ήταν περήφανη και αυθόρμητη. Είχε τακτοποιημένο το πατρικό κι ανοιχτό σε όλους. Φορούσε μαύρα, όπως οι περισσότεροι στο χωριό, μα ήταν χαμογελαστή και περιποιημένη. Πήρε τη ρακή και έβαλε στο ποτήρι. Αμέσως μετά άνοιξε ένα βαζάκι με τυράκια και μου πρόσφερε.
 Ένας ηλικιωμένος ήρθε και κάθισε στην παρέα.

-Κι από πού έρχεστε;
-Από την Ικαρία.

 (Ποτέ δεν ξεκινάω από Ικαρία για κάπου εκτός από την Αθήνα, αλλά και ποτέ δεν μπορώ να πω ότι έρχομαι απ’ αλλού. Το ‘χω για προδοσία.)

-Αχ, από κει… Επήγαινε ο αδερφός μου με τα δυο του τα κοπέλια σαν ήτανε μικρά.
-Εεε; Δεν το ‘ξερα…
-Μα πάω κι εγώ για μπάνια στα Θέρμα. Κάθε χρόνο. Αμέ. Να…
Μου δείχνει έναν τουριστικό οδηγό του νησιού.
-Είναι ωραία. Πολύ ωραία. Πράσινο, νερά…  Κι οι άνθρωποι ωραίοι. Φιλόξενοι, σαν εμάς. Μόνο που γρουσουζεύουνε.
-Οι Ικαριώτες; Όχι, καλέ. Είμαστε καλόκαρδοι όλοι. Κι αγαπάμε τον τόπο μας και μονοιασμένοι είμαστε και…
Ο ηλικιωμένος διακόπτει την κουβέντα και τη μαλώνει κουνώντας το ραβδί.
-Μην της το λες, μωρέ. Στενοχωριέται, δε βλέπεις;
-Και γιάντα να μην το πω; Αφού γρουσουζεύουνε, θα το ξέρει και κείνη.
-Να σας πω την αλήθεια, δεν το νομίζω. Θα ‘γινε παρεξήγηση… λέω μουδιασμένα.
-Ίντα παρεξήγηση; Αφού βάζουνε τα σκουπίδια τους μες το δρόμο. Πλυντήρια χαλασμένα, αυτοκίνητα παλιά, σωροί με μπάζα… Πήρα και τηλέφωνο κι ήρθανε και τους είπανε να τα μαζέψουνε, μ’ αυτοί πράμα.
-Αααα, τέτοια γρουσουζιά…. Έτσι το λέτε. Αυτό, ναι…
-Να τους επείς να μη γρουσουζεύουνε, γιατί είν’ ωραίος ο τόπος και τονε χαλούνε. Α τους το πεις;
-Α τους το πω…

Η Ζουμπουλιά νοιάστηκε


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ο φιλαλήθης

φωτογραφία: opsikarias.blogspot.gr

Νύχτωσε χωρίς να το καταλάβει. Είχε πάει στα μέρη του Αγίου, το χωριό του όμως ήταν από την «άλλη πάντα» και το πέρασμα απ’ το Κακό Καταβασίδι ήταν αδύνατο βραδιάτικα. Πάει στην πλατεία της Πλαγιάς, το τελευταίο χωριό πριν απ’ το πέρασμα, δένει το γαϊδουράκι του σ’ ένα δέντρο και μπαίνει στον καφενέ.
-Καλώς τονε! Ηνυχτώθηκες βρε συ; Α ξωμείνεις στο χωριό μας;
-Ε, άμα βρεθεί στρώμα...
-Εδώ, σε μένα, δήλωσε επιτακτικά ένας γνωστός του χωρικός κάνοντας τους άλλους να μαζευτούν. Κάτσε να πούμε καμιά κουβέντα και πάμε μετά να σου στρώσω στο πυργάρι. Κρασάκι;
-Ναι, του απαντά ο ντροπαλός έφηβος.
-Για πες...
-Τι να πω;
-Τα νέα απ’ έσω. Εν ήγινε τίποτα στο χωριό σου;
-Όχι, τα ίδια.
-Αααα, τα ίδια... Στον Εύδηλο;
-Τα ίδια, εν ήκουσα κάτι.
-Στην Ξανθή; Στην Ακαμάτρα;
-Τα ίδια.
-Όφου... Για πες μωρέ καμιά ψευτιά να περάσει η ώρα.
-Α, ψευτιές εγώ δε λέω ποτές, του απαντά ο νεαρός που όντως απεχθανόταν τα ψέματα από μικρός.
-Μάλιστα...
-.................

Στον καφενέ μια πληκτικότατη σιγή. Ο ένας κοιτούσε τον άλλον κι όλοι μαζί τον τοίχο. Ώσπου ο χωρικός βάζει τις φωνές.
-Ωχ, Παναγία μου, ο Θεός το φύλαξε το παιδί!!! Τι ήταν αύτο δά το πράμα, ηνετρίχιασα...
-Ήντα ‘γινε; ρωτούνε με ένα στόμα οι υπόλοιποι πελάτες του καφενέ.
-Ηπήε να πνιγεί το παιδάκι, ήπεσε μες τη θάλασσα και ηβούτηξε ένας από την Περαμαριά και το ‘βγαλε μισοπνιγμένο.
-Τι λες; Ποιο παιδί; συνεχίζουν οι πελάτες.
-Του τάδε.
-Α, τον ξέρω, που ‘χει κουνιάδο το Γιώργη, λέει ένας. Ηκάμαμε μαζί στο στρατό. Για λέγε.
-Ε, τι να λέμε τώρα.... Ήτανε δυομισάρικο. Ήρθε χολοσκασμένη η μάνα του....
-Α η Μαριγούλα... Ναι, πείτε βρε παιδιά, που η αδερφή της έχει παντρευτεί τον τάδε αφ’ το Χρυσόστομο...
-Ναι αυτή, κι ηλιποθυμούσε κι ήπεφτε στα πόδια του αθρώπου που το ΄σωσε...
-Ποιος ήτονε;
-Αγούγεται έτσι.
-Α, κατάλαβα, θα ‘τονε ο Φάνης που ξέρει και κολυμπά καλά. Βρε, να τον εδείτε πώς κολυμπάει αύτος δά ο άθρωπος.

Και πώς κολυμπά με τα χέρια έτσι κι έτσι και πώς ήτανε η γιαγιά του μικρού συμπεθέρα με τη Μαριώ του Γιάννη και πώς έγινε το συμπεθεριό και να ‘χουνε γίνει όλοι στο καφενείο μια κεφάτη παρέα γύρω από το τραπέζι με τον λαλίστατο κύριο και τον φιλαλήθη σιωπηλό νέο.
Περνάει καμιά ώρα με σταυροκοπήματα, μνήμες απ’ το στρατό, ξεχασμένες συγγένειες... Η πλήξη ήταν πια παρελθόν.
Κι έρχεται η κρίσιμη ερώτηση.
-Πότε ήγινε το περιστατικό;
-Σήμερις το πρωί.
-Και συ πώς το ‘μαθες;
-Να, ο νεαρός ετούτος μου το ‘πε τώρα δά..

«Εν ητόλμησα να πω κουβέντα, παιδάκι μου, μα κείνο το βράδυ αφ’ τη ντροπή μου ήμαθα, που λες, πως το Κακό Καταβασίδι περνιέται και με σκότος...»



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 5-2-2014