Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Στην "Ελευθέρα Πολιτεία"



Έτσι ονόμασαν τον καφενέ. Στο κέντρο του Πειραιά. Τον άνοιξε μια κοπέλα από το νησί.
Κάποιος από την παρέα άκουσε για το νέο στέκι και του καρφώθηκε η ιδέα.
-Να πάμε, βρε παιδιά, να δούμε πώς είναι. Πλάκα θα 'χει.
Σάββατο μεσημέρι πήγαμε, γιατί κλείνει νωρίς. Δουλεύει κυρίως με τους ανθρώπους της αγοράς.
-Το βράδυ δεν έχει κίνηση, τις Κυριακές επίσης. Το κλείνουμε τότε και πάμε στα σπίτια μας,  μας λέει η συμπατριώτισσα που πρώτη φορά μας έβλεπε.
Χαρούμενη και με μάγουλα κατακόκκινα, λες και κάποιος την πήρε πριν λίγο από το χωριό και την τοποθέτησε για πλάκα σε κείνη τη σκοτεινή στοά της Γούναρη.
Πάνω στο ψυγείο υπάρχει μια τεράστια ανθοδέσμη με μαργαρίτες κίτρινες, σαν να 'ρθαν και κείνες από κάτω με το βαπόρι. Είχα αφήσει μια ίδια στο τραπέζι της κουζίνας πριν φύγω από το νησί.

 Όλοι οι άλλοι θα 'ταν από αλλού. Όχι μόνο από άλλο μέρος, θαρρείς κι από άλλο αιώνα.

 Ένας παππούς με τεράστιο μουστάκι, καλοσιδερωμένο πουκάμισο, βλέμμα μάγκα αριστοκράτη.

 Μια κυρία με διχτυωτό καλσόν, σκισμένο εμφανώς στο γόνατο, έντονη πράσινη σκιά στα μάτια και έτοιμη για ζαβολιές. Περασμένης ηλικίας πια, έμοιαζε να αποζητά τη χαμένη της πελατεία.
Κάθισε δίπλα στον κύριο, ο οποίος δεν έδειχνε να την κάνει και τόσο κέφι.

 Μια παρέα πενηντάρηδων που φαίνονταν ιδιαίτερα δεμένοι μεταξύ τους, γελούσαν ασταμάτητα, τσούγκριζαν και πείραζαν ο ένας τον άλλο.  Ξαφνικά, κάτι θυμήθηκαν, ο ένας πήρε ένα μπουζούκι κι ο άλλος μια κιθάρα που κρεμόταν στον τοίχο. Άρχισαν τα ρεμπέτικα, Καζαντζίδη, Πάνου, απαγορευμένα.

 Ένας άλλος κύριος γύρω στα εβδομήντα, ιδιαίτερα αδύνατος και σίγουρα όχι καλοντυμένος, περνά σκυφτός απ' έξω. Δίχως "γεια", δίχως χαμόγελο, μπαίνει μέσα, στέκεται στο κέντρο του καφενέ και ρίχνει μια φοβερή ζεμπεκιά. Τον χειροκροτούμε όλοι.
 Πάλι δε χαμογελά, στέκει για λίγο μπροστά στην παρέα των πενηντάρηδων, πίνει μια γουλιά από το κρασί που τον κερνούν και φεύγει. 

 Η κυρία μερακλώνει, πάει στην παρέα, στέκεται δίπλα τους κι αρχίζει το φλερτ. Ο παππούς, που μέχρι εκείνη την ώρα δε γύρναγε ούτε να την κοιτάξει, ενοχλείται που τον άφησε.
"Παλούκα, μωρή..." της λέει καλώντας την στα πειραιώτικα να ξανακάτσει κοντά του.
Μάλιστα για να την κάνει να ζηλέψει, παίρνει ένα τριαντάφυλλο από έναν πλανόδιο που εμφανίζεται ξαφνικά στο μαγαζί και όλο καμάρι το προσφέρει στην ...ιδιοκτήτρια.
Η άλλη παλουκώνεται ξανά στο τραπέζι και του χαμογελά με νάζι.

Η Δώρα, που κάθεται δίπλα μου φορά το μαύρο γυαλί και παρατηρεί όσα παράξενα διαδραματίζονται.
-Πού βρισκόμαστε, ρε παιδιά; Ταινία γυρίζουνε;
Ο Θάνος έχει πάρει το κινητό και τραβά βίντεο. Ανώφελο. Δεν κλειδώνονται τέτοιες στιγμές στις οθονίτσες....