Κυριακή 23 Μαρτίου 2014

Όκο!



Φωτογραφία: Άννα Κόχιλα

Κατέβηκε στο νησί καλά προετοιμασμένος. Είχε φίλους Ικαριώτες και φίλους που δεν είχαν ικαριακή καταγωγή, αλλά λάτρεψαν τον τόπο κι εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί πριν από χρόνια. Του είχαν μιλήσει επανειλημμένα για τα χαρακτηριστικά των κατοίκων, για την απέχθεια τους  στα ρολόγια, για την αλληλεγγύη, για τη φιλοξενία. Του είχαν πει και για τον παράξενο τρόπο με τον οποίο εκφράζονται όπως  π.χ. για το παρατεταμμένο «εεεεε», που μπορεί να σημαίνει «γεια, ήρθα» ή «ναι, όλα καλά», ήξερε το «άμε» και το «ήφαα», το «ά ‘ρτω» και το «ησκάρταρα». Μια χαρά θα τα πήγαινε.
Ο ίδιος ήταν τύπος που ξυπνούσε με την ανατολή του ήλιου και κοιμόταν λίγες ώρες μετά από τη δύση του. Το άλλαξε. Μια βδομάδα πριν πάει στο νησί, άρχισε να κλείνει τις κουρτίνες τα πρωινά και να απολαμβάνει υπέροχους μεσημεριανούς ύπνους που έληγαν αρκετά μετά απ’ το ηλιοβασίλεμα.
Έτσι έκανε και κατά το πρώτο του εικοσιτετράωρο στο νησί. Κατά τις δέκα το βράδυ ετοιμάστηκε, πήρε το παπί του, ανέβηκε στο Χριστό, συνάντησε τα φιλαράκια του, γέλασε, ήπιε και γύρω στις τέσσερις το πρωί άρχισε να κατεβαίνει προς τον Αρμενιστή.

«Είχε αέρα και τον απολάμβανα, έτσι όπως με χτυπούσε στο πρόσωπο και μου έπαιρνε τα μαλλιά προς τα πίσω. Συναντώ ένα μηχανάκι που ανέβαινε. Ψιλοσταματά απέναντί μου κι ο οδηγός μου φωνάζει:
 -Όκο!!!

Μένω χάσκοντας. Αυτό το χαιρετισμό δεν μου τον είχε πει ποτέ κανείς. Δε δίνω σημασία.
Σε πέντε λεπτά άλλο μηχανάκι. Ο νεαρός που καθόταν στο πίσω κάθισμα γέρνει προς το μέρος μου, καθώς συναντιόμαστε και μου φωνάζει με δύναμη:
-Όκοoo!!!

Κάγκελο εγώ ξανά. Αμάν! Τι γίνεται; Έτσι θα χαιρετάνε τα βράδια, φαίνεται. Πραγματικά ιδιαίτεροι άνθρωποι! Μα καθώς συνέχιζα να κατεβαίνω, θυμήθηκα πως κάπου είχα ακούσει ότι οι Καριώτες παρεξηγιούνται, όταν δεν τους χαιρετάς στο δρόμο, άσχετα αν τους γνωρίζεις ή όχι. Ωχ, θα με πέρασαν για ψηλομύτη...
Τους επόμενους τους συνάντησα  λίγο πριν από την τελευταία στροφή. Ήταν ένα αγροτικό με αρκετούς νεαρούς στην καρότσα που ανέβαινε κι αυτό. Κόβουμε ταχύτητα και οι δύο κι όλοι μαζί, εγώ και τα παιδιά κι ο οδηγός, λέμε με μια φωνή:
-Όκο!!!

Σα να παραξενεύτηκαν λίγο...
Φτάνοντας στην τελευταία στροφή είδα τους αστυνομικούς στο μπλόκο.»


Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 19-3-2014

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Το παιδί στο μετρό



Μπήκα μαζί με τους πρώτους στο βαγόνι κι έριξα μια ματιά στην αποβάθρα. Καθόλου δεν τους είχα προσέξει κατά τη διάρκεια της αναμονής. Μια στιγμούλα μόνο ήταν.
Το παιδί θα κόντευε τα πενήντα, είχε ολοστρόγγυλο, γλυκό πρόσωπο, με μικρά μάτια, χωρίς ρυτίδες. Η μάνα εβδομήντα και κάτι. Κοντοκουρεμένη, με κάτασπρα μαλλιά. Το παιδί χαμογελούσε. Είχε περασμένο το αριστερό χέρι στον αγκώνα της μάνας που έκλεινε προς το στήθος και  το αγκάλιαζε προστατευτικά. Το δεξί του χέρι μόνο μπορούσε να κουνήσει.
Την κίνηση κυρίως πρόλαβα να δω. Σε δευτερόλεπτα. Της έπιανε το τσουλούφι που στεκόταν μπροστά στο πρόσωπο και της το γυρνούσε πίσω απ’ το αυτί. Τρυφερά, τόσο τρυφερά, όπως τα δεκαεξάχρονα αγόρια που σπρώχνουν τα μαλλιά της αγαπημένης στο πίσω μέρος του κεφαλιού για να φανεί το πρόσωπο και να τη φιλήσουν με άνεση. Όχι, λάθος, ήταν πιο τρυφερό ακόμη.
Η μάνα δεν το κοιτούσε στα μάτια. Κοιτούσε τους άλλους και χαμογελούσε περήφανη.
Ύστερα επιβιβάστηκαν σφιχτοδεμένοι στο διπλανό βαγόνι.