Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

"Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς....."



"...λαλαλαλα, λαλαλαλα,λαλαλαλαλαλαλα......"

Ενθουσιασμός, αυτή είναι η πρώτη λέξη.
Μ' αρέσει. Δεν αντέχω την παθητικότητα και την αδιαφορία, τους εαυτούληδες και την κακομοιριά της καλοπέρασης...
Και χαρά, συντροφικότητα, υποστήριξη.
 Γίναμε ομάδα, γνωριστήκαμε ξανά, αγγίξαμε το χέρι του διπλανού χωρίς να φοβηθούμε τη γρίπη των ειδήσεων, χαρίσαμε άφοβα τ' "αγαποκύματά" μας , που λέει και ο συμπατριώτης φιλόσοφος...
Και την παλεύουμε έτσι. Καλύτερα είναι. Να ξέρουν πως δεν έπιασε.
Ο φόβος τους έγινε η αγάπη που μας ένωσε με τους άλλους...
Μη μας παρεξηγείτε. Έτσι ενθουσιασμένοι από το ξαφνικό δώρο ενός απρόσμενου αγώνα, τολμάμε ν' αλλάζουμε και τους στίχους και τα μέτρα και την ιστορία και τα όνειρα.
Τολμάμε ακόμη και να μην κάνουμε κριτική στη γνώμη των άλλων.
Τολμάμε να μη θέλουμε να φανούμε εμείς οι εξυπνότεροι.
Τολμάμε να σκύβουμε το κεφάλι.
Τολμάμε ν' αναγνωρίζουμε όσους πάνε να μας συστηθούν απ' την αρχή.

Ύστερα, βέβαια, θα βρεθεί κάποιος που δεν ξέρουμε καλά. Θα χωθεί ανάμεσα, θα ξέρει πολλά και θα ξέρει και πώς να τα πει. Θα εμπνεύσει και θ' αρχίσουν τα χειροκροτήματα. Κι όταν αρχίσουν τούτες "οι σφαλιάρες της παλάμης", θα 'ναι η ώρα να πάμε πια στα σπίτια μας.
Μα τώρα είναι ωραία στην πλατεία. Μαζεύει "κόσμο καλό".
Κι όπως μου εκμυστηρεύτηκε ένας επαναστάτης γύρω στα πενήντα: "Θα ζήσουμε συγκλονιστικές στιγμές, παιδιά, περιμένετε και θα δείτε..."
κι ύστερα χαμηλόφωνα: "Μας άξιζε και μας ένας αγώνας, βρε αδερφέ. Ήμασταν άτυχοι γενιά ως τώρα..."
Καλά συναπαντήματα!






Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Το καμπαναριό

φωτό tirimata
Η μπροστινή πλευρά ήταν γι' αυτούς που "τα φυλάνε". Η πίσω γι' αυτούς που δεν τολμούσαν μες τη νύχτα να κρυφτούν πίσω ή πάνω σε σκοτεινά δέντρα ή τοίχους.
Το πάνω μέρος ανήκε στο θείο μου το Γιώργο. Τις Κυριακές άφηνε το παγκάρι και με τη δύναμη που είχε απομείνει στον κουρασμένο σκελετό, κούναγε το σκοινί. "Ντιν νταν!"
 Να ξυπνήσουν οι Πλατανίτες, οι ξενύχτηδες δηλαδή της πλατείας, και οι γυναίκες ν΄αφήσουν το πλυσταριό, να ντύσουν τα μωρά και να τρέξουν. Η διαδικασία της λειτουργιάς ήταν όλη έργο δικό του.

Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως ήταν όμορφο. Το είδα σ' ένα εξώφυλλο μετά από χρόνια και τότε μόνο μου πέρασε από το μυαλό. "Κοίτα να δεις... Το καμπαναριό μας..."
Δεν κοίταζα προς τα πάνω συνήθως. Μόνο γύρω γύρω για καμιά σκανταλιά.
Η γενιά του πατέρα μου, όπως μου διηγιόταν, το 'χε για παιχνίδι ν' ανεβαίνει στο πάνω μέρος και να χτυπά την καμπάνα. Η γενιά η δική μου είχε κότσια μόνο για το πρώτο κλαδί του πλάτανου. Η γενιά των παιδιών μας έφτασε μόνο μέχρι τον τερματισμό της πίστας των ηλεκτρονικών που κουβαλούσαμε από την Αθήνα...

Είναι όμορφο μα όχι μονάχα αυτό. Είναι και ξεχωριστό, μοναδικό στην κατασκευή του και με δαπάνες ανθρώπων που μόχθησαν.

Έχτισαν οι χωριανοί το κάτω μέρος πριν χρόνια πολλά. Κι έπειτα φώναξαν το Σαϊτάνη, έναν πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, μάστορας καλός στο μάρμαρο, που 'χε εγκατασταθεί μόνιμα στο Καραβόσταμο. (Ήταν ο πατέρας της Λευκοθέας, της "Μυρτιδιώτισσας", έτσι τη φώναζαν για το περιβόητο λίκνισμά της σαν περπατούσε.)
Ο Σαϊτάνης, λοιπόν ανέλαβε το πάνω μέρος της κατασκευής καθώς και το πάτωμα της εκκλησιάς, μα ήταν ο ίδιος που είχε φτιάξει και το όμορφο καμπαναριό του Άγιου Χαράλαμπου "του μικρού" στον Εύδηλο -δεν υπάρχει πια- καθώς κι εκείνο στην εκκλησία της Δάφνης.

Το σενάριο ίδιο για όλα τα ξεχωριστά όμως.
Οι πιο ξεροκέφαλοι..."Κουνιέται, θα πέσει στα κεφάλια μας. Να το γκρεμίσουμε, ν' ανοίξει ο χώρος στην πλατεία..."
Μετά το πρώτο σοκ, οι πιο λογικοί..."Βρε, μην ακούς, δεν το ρίχνουμε. Μια σιδηροκατασκευή μόνο να συγκρατιέται..."
Ο πατέρας μου, γέρος πια και πικραμένος δε συμμετέχει, μα ψιθυρίζει... "Μόνο λίγο μολύβι, για να μην κουνιέται. Ακούς; Το 'χανε κλέψει στον εμφύλιο για τα βόλια. Ακούς; Λίγο μολύβι μοναχά...."
Για να δούμε...
Πώς θα σωθεί και τι μορφή θα 'χει.
Ας το λυπηθούμε. Κι οι σιδηροκατασκευαστές...
Είναι τόσο όμορφο. Κι απέμεινε τόσα χρόνια.

Δίχως κρυφτό και παιδικά σκαρφαλώματα πια.
Μα στέκει. Ολόρθο και περήφανο. Για να δούμε...

φωτό tirimata
Εφέτος. Εεεε, ξενιτεμένοι, λιγοστεύουμε επικίνδυνα....





Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα...
















Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Kάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Kαι στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Hλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
H σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.

Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες,
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.



Κώστας Καρυωτάκης

Ποιήματα και Πεζά, Εκδόσεις Ερμής

Αθήνα 1972







Τρίτη 17 Μαΐου 2011

"Ηφουρνίσατε, γειτόνοι;"


Το  φούρνισμα γίνονταν μια φορά την εβδομάδα. Ήθελε χρόνο, βλέπετε. Και κόπο.
Έπρεπε να μην έχεις πότισμα ούτε ξεχορτάριασμα να θέλουν τα κηπάρια ούτε τα φασολάκια να πρέπει να μαζέψεις ούτε και καμιά άλλη δουλειά να 'χεις να κάνεις εκείνη τη μέρα.
Τα μικρά κουβαλούσαμε ανάμματα από τα Τηρίματα κι απόκλαδα από τους κήπους. Η μάνα μου έπαιρνε δυο καρέκλες, τις τοποθετούσε αντικριστά τη μια από την άλλη σε κάποια απόσταση και πάνω ακουμπούσε την ξύλινη σκάφη. Έπαιρνε ένα ρηχό πιάτο κι έβγαζε αλεύρι από το τσουβάλι. Ύστερα, άνοιγε το ντουλάπι κι έπαιρνε το προζύμι που 'χε φυλάξει από το προηγούμενο ζύμωμα. Λίγο χλιαρό νερό, λίγο αλάτι κι έτοιμο το μείγμα. Ανασήκωνε τα μανίκια της ρόμπας της και ξεκίναγε το πάλεμα με τα υλικά. Αργούσε πολύ να τα νικήσει. Όταν σφίγγονταν κι αντιστέκονταν στις γροθιές της, μας φώναζε:
"Για φέρε, παιδί μου, λίγο νεράκι, όχι όλο, σιγά σιγά, θα σου πω εγώ πόσο...." 
Όταν τα υλικά παρέλυαν αραιωμένα κι αφήνονταν στα χέρια της, πάλι ευχαριστημένη δεν ήταν.
"Άχου, ήμπλασε, για φέρε παιδί μου, λίγο αλευράκι ακόμα..." 
Τίποτα δεν καταλαβαίναμε, ακολουθούσαμε μονάχα τις εντολές της.

Μάλλον όμως το 'θελε ζωντανό να πέσει στα χέρια της. Αυτό θα 'ταν. Γιατί κάποια στιγμή τη βλέπαμε να τεμαχίζει με χαρά το μείγμα και να βάζει τα κομμάτια στην πινακωτή. Εκείνα ήταν μαλακά και λεία σα να 'χαν δέρμα μωρού...
Και σα να κουνιόταν, σα ν΄ανάσαιναν...
Μα τι λέω; Σίγουρα ανάσαιναν και σίγουρα ήταν ζωντανά. Γιατί, θυμάμαι, έπαιρνε κάτι μάλλινες κουβερτούλες, για να μην κρυώνουν μάλλον, τα σκέπαζε κι εκείνα χουχουλιασμένα στο ξύλινο κρεβατάκι τους μεγάλωναν και μεγάλωναν...
 Όταν δε μας έβλεπε, ανασηκώναμε τη γωνιά της κουβερτούλας και τα κοιτάζαμε με τρόμο.
"Τρέχα, μαμά, τα ψωμάκια μεγάλωσαν πολύ!"
Μα εκείνη δε το παραδέχονταν και έβαζε τα γέλια. "Δε μεγάλωσαν βρε, φούσκωσαν..."


Και πάλι όμως ευχαριστημένη δεν ήταν. 'Εβγαινε στην αυλή με βιαστικά βήματα και κοίταγε το φούρνο. Κει μέσα είχε από ώρα βάλει φωτιά στ' απόκλαδα. Όταν καίγονταν όλα, έπαιρνε ένα φτυάρι και έβαζε στην άκρη τα καρβουνάκια. Έπειτα ένα μακρόστενο κοντάρι που στην άκρη του είχε δεμένο ένα βρεμένο πανί. Μ' αυτό σκούπιζε τις στάχτες από το εσωτερικό του φούρνου. Μετά το ακούμπαγε στον τοίχο και εμείς το παίρναμε και τρομάζαμε το ένα τ΄ άλλο.
Εκείνη δεν είχε χρόνο να μας μαλώσει.
Έπρεπε να φέρει τα "νεογέννητα", να τα τυλίξει μ' αλεύρι, να τ΄ακουμπήσει σ' ένα παράξενο φτυάρι, ξύλινο, μακρύ, να τα σταυρώσει και να τ΄ακουμπήσει μέσα στο φούρνο. Δίπλα δίπλα, με προσοχή.
Έφτυνε τρεις φορές και έκλεινε την πορτούλα του φούρνου, που δεν ήταν παρά ένα βαρελίσιο καπάκι με μια ξύλινη λαβή που του 'χε βάλει ο πατέρας μου.

Είχε ιδρώσει κι αναψοκοκκινίσει, μα και πάλι ευχαριστημένη δεν ήταν. Συνέχιζε να τρέχει πάνω κάτω, να μαζεύει και να κόβει, πιπεριές, μελιτζάνες, πατάτες, κρεμμύδια κι ό,τι άλλο ζαρζαβατικό υπήρχε στο σπίτι. Έπρεπε, βλέπετε, να κάμει και το μπριαμ. "Ε, μια και άναψε ο φούρνος..."

Σαν πέρναγε η ώρα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει πάρει είδηση το φοβερό γεγονός που είχε διαδραματιστεί. Οι μυρωδιές απλώνονταν παντού στο χωριό κι ένας ένας νέφαινε στην αυλή.

"Μπα, ηφουρνίσατε, γειτόνοι;  Την ήβγαλες την πίτα;"


Α, όλα κι όλα, ήτανε δικιά τους αυτή. Μη φανταστείτε κανονική πίτα. Ήταν ένα ψωμάκι αχαμνό, μ' ό,τι απέμενε στη σκάφη. Σαν έκανε να μεγαλώσει, το κακόμοιρο, εκείνη το πίεζε με τα δάχτυλά της. Έμενε λεπτό και ψήνονταν πιο γρήγορα από τ' άλλα. Το έβαζε στο τραπέζι της αυλής κι οι χωριανοί έκοβαν με τα χέρια και συζητούσαν τα νέα της ημέρας.

Ε, τότε πια ήταν ευχαριστημένη η μάνα μου. Έπαιρνε μετά από ώρα τα ψωμάκια της. τα παιδάκια που έφτιαξε όπως ήθελε, ολοστρόγγυλα και με χρώμα ροδαλό, τα έβαζε στο ράφι και τα σκέπαζε πάλι. Έπρεπε να μείνουν φρέσκα για να χορταίνουν όλη τη βδομάδα τ' αληθινά της παιδιά. Πότε αλειμμένα με βούτυρο και ζάχαρη, πότε με ρίγανη και λαδάκι.

(Το τελευταίο ήταν από το "κάτω περιβόλι" κι απ' την "απ' έσω πάντα" κι ήθελε πιότερο κόπο να γίνει.
Θα την πούμε άλλη φορά . Είναι μεγάλη η ιστορία.)














Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

Τ' αφεντικό του καφενέ

φωτό από εδώ
  Τ' αφεντικό του καφενέ ήταν ο Γιαννάκος. Με υποκοριστικό κι αυτός όπως κι οι πιότεροι στο χωριό. Το Χριστινάκι, το Κωστάκι, το Σταματάκι, το Νικολάκι....Κι ας είχαν ξεπεράσει το μέσο όρο ζωής οι περισσότεροι.
Κι εκείνο γέρο τον θυμάμαι. Μα ούτε που σκέφτηκα ποτέ να τον φωνάξω κυρ Γιάννη, ας πούμε, ή κύριε Γιάννη. Μόνο Γιαννάκο, σα να ήμαστε συνομήλικοι.
Όχι μόνο εγώ, τον πληθυντικό τον είχαμε καταργήσει στο χωριό. Ούτε λόγω έλλειψης παιδείας, ούτε λόγω έλλειψης σεβασμού.
 Έλλειψη τυπικότητας μονάχα.
Μα όπως και να το κάνουμε, το υποκοριστικό δεν του ταίριαζε και τόσο. Ήτανε τεράστιος. Λύγιζε το μπαστούνι στο βάρος του όγκου του. Και σοβαρός. Όχι πολλά πολλά.
Μόνο σαν τού 'ρχονταν στο μυαλό καμιά ανάμνηση από τα παλιά πονετική ή κάνα γράμμα απ' τους ξενιτεμένους, τότε βούρκωνε μεμιάς κι έβαζε κάτι κλάματα που τρομάζαμε να τον συνεφέρουμε. Δυνατά, με λυγμούς. Εκεί μόνο θύμιζε μικρό παιδάκι που το ΄χε μαλώσει κάποιος άδικα και το πήρε το παράπονο.

 Κάθε πρωί, λοιπόν, ο Γιαννάκος άνοιγε τον καφενέ, τον τελευταίο πια του χωριού. Τον κράταγε ανοιχτό όλη μέρα κι όλη νύχτα σχεδόν. Μόνο που σα βράδιαζε γίνονταν πιότερες οι δουλειές. Έπρεπε να σηκωθεί από την καρέκλα που είχε τοποθετήσει στην πλατεία, το μόνιμο παρατηρητήριο του, το επίσημο, και να συρθεί μέσα. Ν' ανοίξει την αμπάρα και να πάρει το οινόπνευμα. Ύστερα με νωχελικά βήματα να πάει ως τον πάγκο. Στο μοναδικό συρτάρι, πάνω πάνω, δεξιά, υπήρχε το τσακμάκι, το 'παιρνε και τσουφ! με κινήσεις ταχυδακτυλουργού, που δε θυμάμαι ακριβώς, άναβε το λουξ. Κλείναμε τα μάτια και γυρίζαμε αλλού το κεφάλι. Μόλις συνηθίζαμε, τρέχαμε με θάρρος στην πλατεία.
Η φαρδιά λωρίδα φωτός που ξέφευγε από την ανοιχτή πόρτα και τ' αριστερό παράθυρο φώτιζε το τετράγωνο τσιμέντο και τα τραπέζια τα μόνιμα της πλατείας.
Έτσι μπορούσαμε να οριοθετήσουμε το χώρο της βραδινής διασκέδασης. Εκεί που δεν έφτανε το φως κρυβόμαστε κι εκεί που έφτανε βάζαμε να τα φυλάει ο άτυχος του "α, μπε μπα μπλομ του κείθε μπλομ".

 Αν ο καιρός δεν είχε ζεστάνει έπρεπε ν' ανάψει και τη σόμπα. Για τους μεγάλους που ήταν μέσα κι έπαιζαν πρέφα. Μικρούλα, στρογγυλή από μαντέμι. Έφερνε ξύλα με τις ίδιες νωχελικές κινήσεις και πάλι το τσακμάκι. Εκείνοι που χάναν την παρτίδα σηκώνονταν με νεύρο, άνοιγαν την πορτούλα της σόμπας κι έχωναν στη στάχτη τ' αποτσίγαρα.
Τα παιδιά, αφού χορταίναμε παιχνίδι, μαζευόμασταν για τις παραγγελίες. Ή βανίλια ή λουκούμι.
(Τα γλυκά του κουταλιού ποτέ. Τα 'χαμε και στο σπίτι. Αυτά ήταν για τους ξενοχωρίτες.)
Το λουκούμι ήταν η σωστή επιλογή, γιατί τη βανίλια τη λυπόταν. Δεν έχωνε βαθιά το κουτάλι κι εμείς γελούσαμε. "Έλα βρε Γιαννάκο, λίγο πιότερη βάζε!" ή "Εσένα πόση σού 'βαλε; Εμένα κοίτα, μια σταλιά!"

 Όμως το μαγικό της βραδιάς ήταν άλλο. Το τηλέφωνο. Μαύρο, γυαλιστερό, με θόρυβο γλυκό σε κάθε γύρισμα των αριθμών του. Σαν χτύπαγε, πεταγόμασταν επάνω, έτοιμα για την περιπέτεια.
Εκείνος ακούμπαγε τη μια άκρη του ακουστικού στ' αυτί, την άλλη στο μάγουλο ή στη μύτη, σπάνια στο στόμα και μετά από λίγο: "Άμετε να φωνάξετε τη Στέλλα. Η ανηψιά της από την Αθήνα. Θα πάρει σε πέντε...." ή σε δέκα, ανάλογα με την απόσταση του κάθε σπιτιού.
Σηκωνόμασταν τότε και τρέχαμε στο σκοτάδι. Άλλο σκουντούφλαγε, άλλο φοβόταν. Μα δε ρίχναμε δεύτερη ματιά σ' αυτούς. Το θέμα ήταν ποιο θα φτάσει πρώτο να πει τα νέα.
Σαν έφτανε τελικά κι έβλεπε το φως από τη λάμπα, χτύπαγε με καμάρι "Στέλλα, τηλέφωνο. Τρέχα.... Η ανηψιά σου!"
Μαζεύαμε έπειτα δρόμο δρόμο τα ...θύματα και μαζί με τη Στέλλα και του υπόλοιπους θαμώνες περιμέναμε με αγωνία τον επόμενο μαγικό χτύπο.
Εκείνος τα ήξερε όλα. Για κάθε χτύπο. Ποιος ήτανε, τι είπανε, πότε θα ξαναπάρει. Κουβέντα δεν του ξέφευγε.

 Τα καλοκαίρια, στην εφηβεία μου ο Γιαννάκος ήτανε το μαρτύριο μου. Έπαιρνε τηλέφωνο κάνα αγοράκι κι ο Γιαννάκος καθόταν δίπλα στην αμπάρα κι άκουγε τα πάντα.
 "Άχου, έχεις γιαουκλού, καλά το 'χα καταλάβει" σιγομουρμούραγε κουνώντας απειλητικά τη μαγκούρα. Η "γιαουκλού" ήταν το αίσθημα, ο αγαπημένος.
Του τα συγχωρούσα όλα βέβαια, μια και ήταν αυτός ο καλός μου ο συμπαίχτης. Στο τάβλι.
Τέλειωσαν, βλέπετε, οι πελάτες κι απόμειναν τα "δυαράκια" και οι "εξάρες".

 Α, απόμεινε κι ο πλάτανος που του 'κανε παρέα όλα τα χρόνια που 'ζησε σ' αυτό τον κόσμο.
Ήκανε πως θα μαραθεί, σαν έκλεισε ο καφενές και τ' αφεντικό προτίμησε άλλη δροσιά για πάντα, μα έκαμε κουράγιο να συντροφεύσει για κάμποσο ακόμα κάτι ξένοιαστους πανηγυριώτες που 'ρχονται κάθε χρόνο, αρχές Ιουνίου, χωρίς ποτέ να φανταστούν τι ζήσαμε δω πέρα...



Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Ήρχισαν πάλι τα βιολιά...

φωτό tirimata
Από τον παράδεισο της Εριφής...

Ο καιρός κάθε άλλο παρά ανοιξιάτικος ήτανε και η συχωριανή, άνω των ογδόντα πέντε, μπήκε στην κουζίνα για το καφεδάκι της, τον ήκαμε η μάνα μου κι έπιασαν την κουβέντα. Εγώ χωμένη μέσα σ' ένα ντουλάπι προσπαθώντας να βάλω μια τάξη στο χάος από τ' ατέλειωτα βάζα με μαρμελάδες, κοπανιστές, χυμούς ντομάτας, τα μπουκάλια με τα ηδύποτα από κάθε λογής φρούτο, τ' άλλα με τις βυσσινάδες, τα κουτιά με τα ξερά σύκα, τα ξερά φασκόμηλα, τις δάφνες, τα κλωνάρια δυόσμου. Δεν ήταν κι εύκολη επιχείρηση καθώς αυτοί που καταδέχονται όλα τούτα λιγόστεψαν επικίνδυνα κι έτσι κάθε χρόνο εκείνα πολλαπλασιάζονται.  Πρέπει να στοιβαχτούν το ένα πάνω στ' άλλο, να πεταχτούν με τρόπο κάποια, να αξιοποιηθούν κάποια άλλα και πάει λέγοντας. Χαιρέτησα λοιπόν από μακριά την επισκέπτρια και χώθηκα πιότερο μες το ντουλάπι, μη μου πιάσουν την κουβέντα και χάσω χρόνο. Άκουγα βέβαια κάθε λέξη...

-Ε, για πε μου κάνα νέο...αρχίζει η γειτόνισσα.
-Ήντα να σου πω; Ήρτε το μικρό προχτές, πολεμάει να μαζέψει, ήφερε και τα μικρά του, άπου να τα χαρώ... Ε, ο καιρός μας τά 'καμε όπως μας τά 'καμε. Πού να 'χει ανάγκασμα... ήκανε ν' ανοίξει κείνη δα η τριανταφυλλιά, η κίτρινη, και της τα χάλασε τα ματάκια ούλα, ηκατασυχίστηκα που εν ημπορείς να φανταστείς.
-Α, μάλιστα. Ο άντρας σου;
-Αά, όσο πάει και ξεμωραίνεται. Πολεμάει να φυτέψει, αν έχεις το θεό σου, το πάνω το περιβόλι μες σ΄ αυτο δά τον αέρα... Συνεννόηση μηδέν.
-Α, μάλιστα...
-Μα εσύ ηντά 'χεις; Βρε, για να σε δω, αα, κάτι κρύβεις εσύ...
-Όχι καλέ, πού σου 'ρθε;
-Άχου, για δε, που θαρρεί πως α με κοροϊδέψει... Βρε, μπας και σ' έπιασε κάνας πόνος, μπας κι ήγινε τίποτα με τα μικρά;
-Όχι σου λέω, σώπα.
-Ε, μα ξέρω 'γω, αφού σε βλέπω...Α μου πεις, γιατί ε θα τα πάμε καλά.
-Λοιπόν -κι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα, με φωνή χαμηλωμένη τώρα ιδιαίτερα- πού να στα λέω, καημένη...  Ήρχισαν πάλι τα βιολιά!
-Άχου, από πότε; ρωτάει η μάνα μου.
-Από προχτές, μωρή, που φυε η άλλη με το καράβι κι ηπήε στην Αθήνα.
-Ιιιιιιι.... Και ε μου λες... κουβέντα, ε;
-Κουβέντα. Σηκώνω  το τηλέφωνο, ακούω τα βιολιά -κουβέντα κι εγώ- κι ύστερα ντουπ! το κλείνει.
-Μωρή, για πε μου... Ε σου μίλησε ποτέ;
-Αστειεύεσαι; Θαρρεί πως δεν ηξέρω και κάνω κι εγώ το κορόιδο.

Εννοείται πως είχα αρχίσει τις κλεφτές ματιές γιατί τέτοιους διαλόγους δεν ακούς και καθημερινά. Κι ύστερα δεν έβγαζα και συμπέρασμα. Τη βλέπω όμως με την άκρη του ματιού μου, πώς χαμογελούσε και πώς άστραφτε το πρόσωπό της κι ύστερα τη μάνα μου πόσο ενθουσιασμένη ήταν από το γεγονός, πόσο της είχε εξάψει την περιέργεια όλο τούτο το παράδοξο και κρυφό, ως φαίνεται, παίξιμο των βιολιών, που δε μίλησα καθόλου.
Αργότερα σαν έφυγε η ενθουσιασμένη και τάχα σοκαρισμένη γειτόνισσα δεν άντεξα.
-Τι βιολιά, καλέ, είναι αυτά που παίζουνε;
-Ε, πε μου τώρα πως εν ηξέρεις τα βιολιά..., μου λέει η μάνα μου με αγανάκτηση σχεδόν. Μ' αυτά κρατάνε χρόνια...

Έμαθα πως την αγάπαγε μικρός. Και κείνη. Άλλους παντρευτήκανε κι οι δυο. Εκείνη το ξεπέρασε, λέει, μα κείνος το βιολί του. Το παίρνει κάθε φορά που η γυναίκα του φεύγει για καμιά δουλειά, σχηματίζει τον αριθμό κι αρχίζει το παίξιμο. Αφού βγάλει τον καημό από μέσα του με τούτες τις μουσικές το κλείνει χωρίς κουβέντα.
Εκείνη, που το ξεπέρασε, κάθεται και περιμένει το χτύπο του τηλεφώνου, ακούει τις νότες και περιμένει να το κλείσει εκείνος. Ύστερα παίρνει αγκαζέ το ονειροπόλο της βλέμμα και πιάνει το σεργιάνι.

Για να λέμε την αλήθεια, με άλλα λόγια μου μετέφερε η μάνα μου την όλη κατάσταση. Τα καριώτικα, ξέρετε.... "Για δε κάτι βλακείες, που κάνουνε σα μικρά παιδιά, γέροι άθρωποι, που α μας πάρει κανείς χαμπάρι και ε θα ξέρουμε πού να κρυφτούμε..."
Εγώ όμως τρελαίνομαι με κάτι τέτοια ζωηρά γεροντάκια, με κάτι τέτοιους έρωτες που ζουν πολύ και δε γερνούν ποτέ και δε χρειάζεται να πεθάνουν για να πάνε στον παράδεισο.
Ε, και την κάνω λίγο πιο ρομαντική την ιστορία...