Αρέθουσα, Δρούτσουλας και Γέροντος έχουν εκκενωθεί. Πρέπει
να τηρηθεί η τάξις. Στο γιαλό του Καραβοστάμου, που σφύζει ακόμη από ζωή, μετά
τις πέντε η κυκλοφορία απαγορεύεται αυστηρά.
Ο Χρήστος, χωροφύλαξ από την Καλαμάτα, άλλο τρόπο δεν έχει
να ειδοποιήσει τους κατοίκους πως είναι πέντε παρά και πρέπει να μαζευτούν μάνι
μάνι. Οι κάτοικοι -γνωστό αυτό- ρολόι δεν έχουν. Ο μόνος τρόπος είναι η
στεντόρεια φωνή του χωροφύλακα.
-Ξου ξου! Όλοι μέσα! Ξου
ξου! Ξου ξου!
Στις γειτονιές, στα χωράφια, στην πλατεία. Και Ιούλιο και Αύγουστο. Να σκάει ο τζίτζικας.
-Και μπαίνατε; ρωτάω.
-Κι άμε… Ίντα θα
κάναμε; Αφού ηφώναζε ο χωροφύλακας: «Ξου ξου…» Σαν τις κότες στο κοτέτσι ηπηαίναμε...
Κι εμείς, τα παιδιά, που λαχταρούσαμε να τρέξουμε στους δρόμους. Κι οι μεγάλοι
που ‘χαν δουλειές ακάμωτες και θυμό... Θυμό να δεις!
-Βρε, μπαίνατε όλοι;
ξαναρωτάω.
-Ημπαίναμε, λέμε. Ε,
όχι κι όλοι… Να, η τάδε, ξέρεις ποια μωρέ, που ‘χανε σπάσει τα νεύρα της από
διάφορα που της είχανε τύχει, εν ήμπαινε… Ήπαιρε τη σκούπα, ηπήαινε ξοπίσω απ’
το χωροφύλακα κι ηφώναζε πιο δυνατά: «Άμε στο διάολο, καράβλαχε, που ήρθες στον
τόπο μας να μας πεις πότε α πάμε στα σπίτια μας…». Μα ευτυχώς, εν της ήδινε
σημασία κι έτσι τη γλύτωσε φτηνά. Άλλος κανείς. Γανιασμένοι από το φόβο…
Εκείνος ηνικούσε τότες, παιδάκι μου. Ο φόβος! Κι από το θυμό δυνατότερος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου