Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Ο εξαγωγέας

Ξερέδο, η γειτονιά του Χαραλάμπη.
Δίχως εξαγωγές και δίχως πόνους πια...

  Ο Χαραλάμπης δεν άντεχε τον πόνο. Ειδικά τον πόνο διαρκείας. Ήταν χαρούμενος άνθρωπος κι ήθελε να παραμείνει έτσι. Ό,τι λοιπόν του χάλαγε το κέφι και τον μαράζωνε του ‘δινε μια και το πετούσε απ’ όξω…
 Ήταν τα χρόνια εκείνα, αρχές του περασμένου αιώνα, ο πιο διάσημος «εξαγωγέας» του χωριού. Η ειδικότητά του ήταν οι εξαγωγές οδόντων... Έτσι κι αλλιώς αναλγητικά δεν υπήρχαν τότε, οδοντίατροι, ούτε με το κιάλι. Μόλις λοιπόν ένιωθε την πρώτη ενόχληση, δεν καθυστερούσε καθόλου. Ήξερε πολύ καλά ότι το δόντι που τον έκανε να χάνει το κέφι του κείνη τη μέρα, μόνο κι άλλο πόνο θα του πρόσφερε στο μέλλον. Πιο δυνατό, ανυπόφορο. Γιατρειά δε θα 'βρισκε. 
 Το μόνο που τον έσωνε ήταν το τσιγόνι, ένα είδος σπάγκου ιδιαίτερα ανθεκτικού που υπήρχε εκείνα τα χρόνια από κάνναβη επεξεργασμένη. Αποφασισμένος να απαλλαγεί από τη συμφορά του ενημέρωνε τους γειτόνους και ξεκινούσε την πάλη με το θεριό. 
-Για ελάτε, να δείτε τι α του κάμω του ρημαδιασμένου…

Τα πάντα εξαρτιόταν από την αντοχή του οδόντος. Στην αρχή δοκίμαζε με τον πιο απλό τρόπο. Έδενε το δόντι με το τσιγόνι κι αρχινούσε να τραβά. 
-Έλα, έλα, φώναζαν οι συχωριανοί σκασμένοι στα γέλια. Βρε, δος του, που να 'χει ανάθεμα…Τράβα το, βρε, τράβα το…

 Μα έλα που πολλές φορές κείνο το άτιμο δεν ήταν έτοιμο για τον αποχωρισμό κι αντιστεκόταν... Παράλληλα εκδικούνταν με τον τρόπο του ύπουλα. Πόνος, πόνος αβάσταχτος...Ο Χαραλάμπης τρελαινόταν τότε κι έπαιρνε τα χωράφια. Οι γειτόνοι παρακολουθούσαν όρθιοι από την αυλή. Τα μικρά ήξεραν τη συνέχεια και μαζεύονταν τριγύρω του.
- Ο Χαραλάμπης ψάχνει βράχο… Βράχοοο, βράχοοο, φώναζαν κι έψαχναν κι αυτά να τον βοηθήσουν στην ανεύρεση της πιο βαριάς πέτρας. 
Την έπαιρνε, έδενε τη μια άκρη του τσιγονιού σ' αυτήν, την άλλη άκρη στο «σκυλόδοντα». Παράλληλα μουρμουρούσε... 

-Ανάθεμά σε, σκύλε, ήφτασε το τέλος σου…

Σήκωνε την πέτρα στο ύψος του προσώπου και χωρίς πολλή σκέψη την άφηνε να βροντήσει χάμω. Τα ποσοστά της επιτυχίας αυξάνονταν ανάμεσα στις ιαχές των πιτσιρικάδων κι ο Χαραλάμπης με ύφος θριάμβου, σήκωνε ψηλά τον «εγκληματία» οδόντα και γελούσε που κατάφερε να τον εξουδετερώσει.

 Αλίμονο, όμως, οι εξελίξεις δεν ήταν πάντοτε θριαμβευτικές. Το δόντι κάποιες φορές δεν εγκατέλειπε τον εχθρό ούτε και μ' αυτό τον τρόπο με αποτέλεσμα ο Χαραλάμπης να πέφτει κατάχαμα και να «τρώει τα μούτρα του». Κι άλλος πόνος τότε από το πέσιμο κι άλλη πληγή από τον εγωισμό του που κείτονταν κι αυτός κατάχαμα καθώς τα δίχως έλεος μικρά ξεσπούσαν σε γέλια ασταμάτητα.

Άλλη λύση δεν έμενε πια, ήταν η ώρα για την τρίτη και φαρμακερή. Ή ταν ή επί τας. Ο Χαραλάμπης τίναζε από πάνω του το χώμα, ξέδενε την άκρη του τσιγονιού από την πέτρα και κατευθυνόταν προς το δέντρο στην άκρη της πεζούλας. Την έδενε στον πιο δυνατό κλώνο, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, τριγύρω το πλήθος με τα μικρά μπροστά-μπροστά, που ήξεραν καλά το επόμενο βήμα...
-Πέσεεε, πέσεεε, φώναζαν όλα μαζί. 
Έπεφτε με αποφασιστικότητα στο κάτω πεζούλι.. Η επιτυχία σίγουρη. Ο οδόντας κρεμόταν από το δέντρο κι έμενε εκεί αιωρούμενος για μέρες με σκοπό τον παραδειγματισμό των εναπομεινάντων.

 (Σε κείνο που δε μπορούσε να δείξει την ίδια αποφασιστικότητα ο Χαραλάμπης ήταν το στομάχι. Εφάρμοζε άλλη μέθοδο, όμως. Την απειλή. Όποτε άρχιζε τις ενοχλήσεις, όλο και πιο συχνές με το πέρασμα του χρόνου, ο «εξαγωγέας» έσκυβε το κεφάλι και του ψιθύριζε όλο νεύρα μπας και το κάμει να τον πάρει στα σοβαρά:

-'Αμε στο διάολο, να που α με χαλάσεις… Μα έχε το νου σου, γιατί άμα με χαλάσεις, στο διάολο α πας κι εσύ…

Ε, είναι και κάποιοι πόνοι που δε θα ξεριζωθούν ποτέ. Ας έχουν το νου τους...)   

Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Κάτω αφ' τα βράχια

  Κάποιες φορές μας ρωτούν, όσοι το 'χουν ακούσει κάπου, μα δεν παίρνουν ποτέ σαφείς οδηγίες για το πού ακριβώς βρίσκεται. Το Κρυφοκέλι, η μοναδική σπηλιά του χωριού, καμιά εκατοστή μέτρα πριν από τα πρώτα σπίτια, παραμένει κρυφή για τους "ξένους". Δύσκολο να ανακαλύψεις την είσοδο ακόμη κι αν σου 'χουν δώσει χάρτη, ακόμη κι αν βρίσκεσαι ακριβώς από πάνω της. Για φρουρό η φύση είχε τοποθετήσει έναν άντρακλα θεόρατο. Όχι, άνθρωπο, βέβαια, μια γλιστροκουμαριά (Arbutus andrachne) που δε σ' αφήνει ούτε την υποψία για την ύπαρξη της μικρής ετούτης υπόγειας κατοικίας.


  Κι έτσι εμείς χαμογελάμε όταν κάποιος ενδιαφέρεται να το ανακαλύψει και του τάζουμε εξόρμηση.
  - Ε, κάτσε λίγο και α πάμε μαζί... 
Συνήθως βέβαια δεν τον πάμε ποτέ.  Έχουμε γίνει καχύποπτοι από τότε που κάποιοι ξερίζωσαν μερικούς σταλαγμίτες του για σουβενίρ... 
Πιο καλά δικό μας... Να κρατά ζεστά τα παιδικά μας χνώτα και τις τσιρίδες μας κάθε φορά που κρυφά από γονείς και γιαγιάδες, παίρναμε φακουδάκια και σύνεργα εξερεύνησης και κινούσαμε για τα δροσερά του έγκατα πάντα με τρόμο πριν το έμπα και πάντα με περηφάνια κατά την έξοδο. Θέλαμε να κρατά ζεστά και τα χνώτα των κάποτε μόνιμων κατοίκων του, κάποιων ξεχασμένων ανταρτών του εμφυλίου που 'χαν αφήσει εκεί τα σημάδια τους. Κονσερβοκούτια κι άλλα υπολείμματα μιας παράνομης διαβίωσης βρίσκονταν εκεί ακόμη και πριν λίγα χρόνια κι έκαναν τη φαντασία μας να  κάνει άλματα. 


                                                                                      
  Μονίμως είχαμε την αίσθηση ότι υπήρχε και κάτι που δεν το 'χαμε ανακαλύψει ακόμη. Κανένας θησαυρός κρυμμένος ας πούμε ή τίποτα μυστικά έγγραφα που έθαψαν για να μην τα βρουν οι αντιφρονούντες και ό,τι, τέλος πάντων, βάζει ο νους ενός παιδιού κάπου στην προεφηβεία. 
 Άλλοτε βαριόμασταν τις τάχα μου ανακαλύψεις και πηγαίναμε εκεί για δροσιά μες το λιοπύρι του Ιουλίου. Κάποιοι, αλλά μην το πείτε πουθενά, που 'χαν βρει κάναν καλοκαιρινό έρωτα πήγαιναν και για φιλάκια υπόγεια, με την εγγύηση ότι θα 'μεναν κρυφά για πάντα... 

Τέλος της ξενάγησης, καλησπέρα σας...


Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Μια καρτούλα μοναχή


 Στάλθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα.
Το διόλου ευτυχές έτος 1916. Ο Στυλιανός, εργάτης τότε στην κατασκευή σιδηρογραμμών στα βόρεια της αμερικανικής ηπείρου. Αρκετά συχνά στέλνει κάρτες με τοπία από τις πόλεις όπου διαμένει κατά καιρούς. Κυρίως από το Pittsburgh. Η εντυπωσιακή Fifth Avenue, η Fourth, το Kennywood park….
 Στο πίσω μέρος, στριμωγμένα καλλιγραφικά γράμματα -με στίξη και ορθογραφία υποδειγματική- δηλώνουν ότι «είναι υγιής» και αναρωτιούνται για την υγεία των συγγενικών προσώπων. Χαιρετούν πάντοτε «τον πατέρα και τας αδερφάς». Κατόπιν, εκφράζουν τη λύπη τους «δια της ανεπαρκείας τροφίμων» που μαθαίνει πως υπάρχει στο νησί. Στο τέλος, εκλιπαρούν για «μιαν απάντησιν» διότι «μ’ αυτάς τας ανησυχίας κινδυνεύω να χάσω τα λογικά μου».
 Όσο κι αν αλλάζουν τα τοπία, οι φράσεις επαναλαμβάνονται με μονοτονία τραγική.
Στη γωνιά της κάρτας μένει λίγος χώρος ακόμη για να ασπαστεί την αγαπημένη του σύζυγο, την Ιωάννα, ευχόμενος κάθε φορά «υγείαν, ευτυχίαν και καλήν αντάμωσιν».
 Είναι όλες μαζεμένες σ’ ένα φάκελο τώρα, στο πάνω μέρος του μπαούλου που έφερε από την άλλη άκρη του Ατλαντικού επιστρέφοντας έπειτα από έξι ολάκερα χρόνια.
 Εκεί φυλάχτηκαν όλα τα προσωπικά είδη των συγγενών, των συχωρεμένων πια.
 Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει ετούτη η καρτούλα, αλλιώτικη απ’ τις άλλες, δίχως εμπορικούς δρόμους και κρεμαστές γέφυρες.
 Το πίσω μέρος δεν έχει ούτε μια δικιά του λέξη. Σιωπηλή…
 Ποιος ξέρει πού την ανακάλυψε, μονάχα με το ρολόι στην παλάμη, τις φιγούρες που ανταμώνουν και τις ελληνικές λεξούλες τυπωμένες. Τα ΄λεγαν όλα τούτες οι λεξούλες κι ας φαίνονται σήμερα κάπως ανόητα ρομαντικές.

«Σαν παύσει  η δουλειά μου στας πέντε.
Γιατί;
Κοντά σου να τρέξω ζητώ.
Αχ, γιατί;»

 Ήταν αρκετές για εκείνον. Να του δώσουν τη δύναμη και να σπάσει τον καθωσπρεπισμό της εποχής.
Δε ρώτησε για την υγεία κανενός. Μήτε χαιρετισμούς έστειλε, μήτε ασπασμούς.
Αγόρασε το φάκελο, έγραψε τ’ όνομά της, το χωριό, το νησί, τη χώρα…
Και την ταχυδρόμησε σκέτη.
Να μας μεταδίδει ακόμη, με τ’ άσβηστά της χρώματα και λόγια, τον καημό του αποχωρισμού και τη λαχτάρα του ανταμώματος. Ή, αν θέλετε, τον πόνο του ανθρώπου που έπρεπε πια να συνηθίσει να ζει μονάχος, με ξένες λέξεις και σε ξένα τοπία. Γράφοντας τυπικές επιστολές κι αναμένοντας «μιαν απάντησιν».