Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Σκηνές και θέσεις...


Το σκηνικό... Λίγο αλλαγμένο, αλλά όμορφο εν τέλει. Άλλοι πρωταγωνιστούν στο κέντρο, άλλοι απόμερα, στο γωνιακό τραπεζάκι του Αυγά, στο μπαράκι της Ρηνιώς, στης Άννας το μεζεδοπωλείο...στη Χελιδόνα, που λικνίζεται πιο κει. Άλλοι γνωστοί από τα παλιά, άλλοι τουριστικού ενδιαφέροντος. 
Κάποιοι λέμε ένα "γεια", κάποιοι αγκαλιαζόμαστε, κάποιους προσπαθούμε να τους αποφύγουμε... 
Πιο πέρα η θέα των ονείρων που δεν κάναμε πραγματικότητα, εκείνων που κάναμε τελικά μα βγήκαν σκάρτα, εκείνων που ήρθαν κι έφυγαν κι εκείνων που δεν τολμήσαμε να ομολογήσουμε μήτε στους εαυτούς μας. 
Συνήθως πίνουμε κάτι. Πορτοκαλάδα ή καλύτερα μαντορινάδα καριώτικη για τις πρωινές ώρες κι  ενίοτε καφές ελληνικός, ουζάκι για τις δύσκολες.

Και κείνες, τις δύσκολες ώρες, κοιτάζοντας το βυθό ξεπηδούν τ' άλλα, οι αναμνήσεις, πανάθεμά τες, να τους δώσεις μια να παν στον πάτο, μα έχουν φελλό στα πόδια και ξεπηδούν στο φλοίσβο, σε ώρες που ο ήλιος ανατέλλει κι έχουν και κείνη την κατάρα να μη μοιράζονται, μονάχα πίνεις άλλο ένα και "στην υγειά μας" κι άλλα τέτοια κι αν είσαι ευλογημένος, κάποιος από την παρέα πιάνει το νόημα και σου χαμογελά για συμπαράσταση κι είναι που δε θέλεις τη λύπηση, μα τι να κάμεις, χαμογελάς κι εσύ και λες "ευχαριστώ" από μέσα σου... 
Ένα "ευχαριστώ" που δε χρειάζεται να το φωνάξεις γιατί μπορεί να τ' ακούσει, δίχως λόγια. Κι είναι τόσο ωραίο να σ' αγαπούν εκεί, δίχως να 'χεις προσφέρει τίποτα και δίχως τίποτε να καρτερείς. Αγάπη δίχως όνειρα και δίχως αναμνήσεις.
 Ύστερα η παράσταση τελειώνει, μένει το σκηνικό μονάχο... Μα και το χειροκρότημα που το ακούνε λίγοι. Ευλογημένοι...ε;
Καλό ταξίδι...






Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

Κάτω απ' το μεγάλο πεύκο...

Ένα πρωινό του '55... o Γιάννης ξύπνησε νωρίς. Έπρεπε να κατέβει στον Εύδηλο για να συντάξει την αίτηση προς τη χωροφυλακή του Αγίου Κηρύκου. Ζητούσε άδεια για χρήση πετρομπάρουτου και φυτιλιού βραδείας καύσεως, για ν' ανατινάξει ένα κομμάτι βράχου. Είχε ασβεστοκάμινο την εποχή εκείνη. Θα τον βόλευε πιότερο η δυναμίτιδα μα ήταν εντελώς αδύνατο να την προμηθευτείς. Ο εμφύλιος είχε αφήσει ακόμη νωπές τις υποψίες. Είχε αφήσει ακόμη και μια ομάδα ανταρτών στο βουνό κι έτσι η κατάσταση παρέμενε σχεδόν εμπόλεμη, για το νησί τουλάχιστον.
Στην σύνταξη της αίτησης θα τον βοηθούσε ο Χουτρίδης που 'χε το καφενεδάκι στον πάνω Εύδηλο. Στο ισόγειο του δεύτερο σπιτιού μετά τον Αη Χαράλαμπο. Ο καφενετζής είχε κι αυτή την ιδιότητα. Του συντάκτη αιτήσεων.
Ήταν αρκετά νωρίς όταν έφτασε και στον καφενέ βρισκόταν μονάχα ο Μαρή-Λευτέρης. Κάθονταν με το χαρακτηριστικό του τρόπο στην καρέκλα, ανακούρκουδα, όπως ακριβώς οι ανατολίτες κάθονται απάνω στα μαξιλάρια. Φαίνεται πως και κείνος από κει κρατούσε, έτσι δείχνει το επώνυμό του αλλά όχι αυτό μόνο. Ήταν και η συνήθεια να φουμάρει ναργιλέ.
 Ήταν και το κόκκινο ζωνάρι που είχε πάντα τυλιγμένο στη μέση του, το οποίο έπαιζε συχνά το ρόλο του κομπολογιού. Πώς; Να, μια το τύλιγε, μια το άφηνε να κρέμεται τριγύρω από το κάτω μέρος του σώματός του, μια το δίπλωνε, μια το έσφιγγε...
Ο Μαρή-Λευτέρης ήταν οικογενειάρχης και με πολλά παιδιά μάλιστα, μα η γυναίκα του ήταν μανιακή με την καθαριότητα, του γκρίνιαζε συνεχώς  κι εκείνος για να βρει την ησυχία του επήγαινε από νωρίς στον καφενέ ή και ξώμενε στο γιατάκι του, το καταδικό του, που 'φτιαξε μονάχος δίπλα από το σπίτι του για ν' απολαμβάνει την ησυχία του. Του άρεσε το πιοτό και το γλέντι μα έπρεπε να 'ναι ολομόναχος.
Έπινε με την ησυχία του, χόρευε και τραγουδούσε.
 Μα στο καφενείο ή στην πλατεία κάθονταν πάντα σοβαρός, αμίλητος. Κουβέντα δεν του 'παιρνες.
Σήμερα, έτσι κι αλλιώς, η σύνταξη της αιτήσεως ήταν άκρως σοβαρή υπόθεση κι όλοι κάθονταν με περισυλλογή...
Μα ξάφνου, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ζαχαριάδης, δικηγόρος σπουδαίος.
-Βρε, καλώς τον! Ήταν νέα μας φέρνεις; τον ρωτά ο καφενετζής.
-Σπουδαία νέα! Εν τα μάθατε; Ακούτε το, λοιπόν, με προσοχή.
 Εδιορίστηκε σήμερα η πρώτη γυναίκα ειρηνοδίκης!
-Μα σοβαρά; Το λες με τα σωστά σου; Μωρέ μπράβο! Να οι γυναίκες, τα 'δατε; έλεγε ο Χουτρίδης στο Γιάννη που χαμογελούσε κι αυτός με θαυμασμό.
Μα άξαφνα εγίνηκε κακό μεγάλο... Ο Μαρή-Λευτέρης σηκώνεται από την καρέκλα με βογγητά σχεδόν...
-Ωχ, Θεούλη μου, αμάν, αμάν...
Ίσαμε να καταλάβουν οι άλλοι τι έγινε, δίνει μια στο ναργιλέ, βουτάει με το 'να χέρι την καρέκλα κι αρχίζει να τη σέρνει προς τα έξω. Βγαίνει από το καφενείο με τον πανικό ζωγραφισμένο στα μάτια του, σα να μην τον έφτανε ο αέρας ν' ανασάνει, και βγαίνει στο πλακόστρωτο... Μα και πάλι δε σταματά, προχωρά προς το κενό κι από τη σύγχυση είναι έτοιμος να στελιώσει την καρέκλα με τα δυο μπροστινά πόδια στο κενό. Τα προστατευτικά καγκελάκια δεν υπήρχαν τότε. Μονάχα το πεύκο παραμένει το ίδιο. Τον προλαβαίνει ο Χουτρίδης...
-Βρε, έλα στα συγκαλά σου, ήντα 'παθες;
-Είμαστε χαμένοι, το κατάλαβες; και κάθεται συγχισμένος ανακούρκουδα πάλι στην καρέκλα που βρίσκονταν πια στην άκρη του πλακόστρωτου τυλίγοντας και ξετυλίγοντας το ζωνάρι με νεύρο. Είμαστε χαμένοι, παιδιά, επαναλαμβάνει προς τους άλλους δυο που 'χαν βγει ξοπίσω για να τον σώσουν.
Εδώ, βρε, δε μπορούμε να βρούμε το δίκιο μας στο σπίτι μας το ίδιο... Τώρα ούτε στο δικαστήριο; Ούτε στο δικαστήριο... Παιδιά, είμαστε χαμένοι...

Να, πέρναγα προχτές και τη θυμήθηκα την ιστορία, αν και γυναίκα, βέβαια, δε με συμφέρει... μα όσο να 'ναι η διάκριση εξουσιών παραμένει αναγκαία ε;. Ειδάλλως είμαστε χαμένοι, παιδιά...

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Από το γιο της Λουλουδιάς...



Η τελεία μοιάζει με τη στιγμή. Η τελεία μένει, η στιγμή δραπετεύει.
"Εσύ πού είσαι;"
"Εκεί που η θάλασσα δεν τελειώνει κι ο ουρανός δεν αρχίζει, υπάρχει μια γραμμή που ενώνει και χωρίζει.
Άναψε δυο κεριά για να με ψάξεις, ένα στην ανάμνηση κι ένα στην προσδοκία".

Λουδοβίκος των Ανωγείων

"Η εξομολόγηση μιας τελείας" εκδ. Λιβάνη