Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Ησυχία...
















Και τότε περπατήσαμε μαζί για πρώτη φορά.
Είχε μια ησυχία παράξενη κείνο το καλοκαιρινό απόγευμα. Μόνο το ξερό χώμα ανέδυε μικρές, κοφτές ανάσες κάτω από το βάρος των βημάτων μας.
Το φως τρεμόπαιζε ανάμεσα στα φύλλα.
Ο κόσμος όλος γαλήνεψε απότομα. 
Χιλιάδες λέξεις κρύφτηκαν πίσω από τους κορμούς, για να μην τις έβρουν πια μήτε τα κόμματα, μήτε οι τελείες, μήτε τα ερωτηματικά. Αυτόνομες, ξέμπαρκες. Πού και πού έκαναν στ' αστεία πως χάιδευαν τα χείλη, μα έπειτα ξεγλιστρούσαν γελώντας.
Τα τζιτζίκια μας έβλεπαν παραξενεμένα. Δεν καταλάβαιναν τη σιωπή.





Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Τα δεκάξι Βαγγέλια




  Αρχίσαμε να ντυνόμαστε καμιά ώρα μετά το χτύπημα της καμπάνας. Μεγάλη Πέμπτη. Για ν’ ακούσουμε τα Δώδεκα Βαγγέλια.
  Έτσι κάναμε πάντα. Φροντίζαμε να πάμε στο όγδοο περίπου για να μη βαρεθούμε και πολύ. Ο Θεός να μας συγχωρέσει. Ε, και λίγη κουβεντούλα στο δρόμο και τα καλωσορίσματα στο προαύλιο, όσο να πεις, περνούσε η ώρα.
  Ύστερα ανάψαμε το κερί και πήραμε θέσεις. Οι γυναίκες πίσω, οι άντρες μπροστά, τα πιτσιρίκια πέρα δώθε. Και καλά ακούγαμε τα Ευαγγέλια, μα όλο και γυρνούσε ο νους μας στα πιο ευτελή, του τύπου «Πώς άσπρισε έτσι ο Γιώργης, μικρό παιδί…» ή «Πήρε κιλά η Κατερίνα φέτος…» και τα λοιπά  
  Σοβαροί όμως, κατά τ’ άλλα, και με περίσκεψη κι αφοσίωση…

  Βγαίνει ο παπάς κι αρχίζει το όγδοο, το ένατο, θα σας γελάσω, ένα από τα τελευταία πάντως, σίγουρα. Στα πρώτα λόγια μια ανησυχία άρχισε να διαφαίνεται στα μάτια των γιαγιάδων που κάθονταν παραπίσω. Κάτι μουρμουρητά, κάτι περίεργες κινήσεις, κάτι κοιτάγματα. Εμείς, οι ανίδεοι, στον κόσμο μας. Η παπαδιά παίρνει χαμπάρι, κοκκινίζει και σπάζοντας το πρωτόκολλο βάζει μια φωνή από το βάθος. Μια σταλιά η εκκλησία.
- Παπά, παπά…
Εκείνος απτόητος, δεν της ρίχνει ούτε ματιά.
-Παπά, το πες αυτό…
Σταματάει εκείνος την ανάγνωση για δευτερόλεπτα.
-Σσσσσς, ησυχία…
Κι ύστερα πιο χαμηλόφωνα…
-Εν το ‘πα…
Οι γυναίκες όλες κοιτούν την παπαδιά, νιώθει πως πρέπει να ορθώσει ανάστημα.
-Το πες σου λέω, τ’ άλλο τώρα.
-Τη δουλειά σου εσύ…
Και συνεχίζει σα να μην τρέχει τίποτα.
Οι γυναίκες της χαϊδεύουν τον ώμο..
-Ας τονε, ένα ακόμα, ε βλάφτει…
Το λέει. Ύστερα το επόμενο και ξανά…Κάποια επανάληψη του τρίτου, του δέκατου, θα σας γελάσω πάλι.
  Η παπαδιά στα πρόθυρα υστερίας. Ήτανε κι η μόνη που μπορούσε να μιλήσει. Βαρύ το χρέος της.
-Παπάαααα… μουρμουρούσε τώρα. Παπάααα, α βαρεθεί ο κόσμος…
Καμιά ανταπόκριση.

Αργά τη νύχτα αρχίσαμε να φεύγουμε ένας-ένας με τρόπο χαμογελώντας. Ξέραμε πόσο καλό παπά είχαμε, απλά τα χρόνια περνούν ανελέητα για όλους.
Το άλλο πρωί έκανε όλη η γειτονιά τον απολογισμό της βραδιάς.
-Πόσα να ‘τανε; Η Καίτη λέει δεκατέσσερα.
-Σιγά μην ήτανε δεκατέσσερα. Δεκαοχτώ ήτανε και βάλε.
-Βρε, όχι και δεκαοχτώ, τα παραλέτε…
Στο στόλισμα του επιταφίου βγήκε ο μέσος όρος.

-Δεκάξι ήτανε. Ε λέτε να ‘μαστε καλά κι απέκειο, μπορεί και να μας συχωρέσει ο Θεούλης πιο εύκολα. Άσε που α χουμε κουμπάνια και για του χρόνου…

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Ό,τι και να γίνει



Ό,τι και να γίνει...
Με το αύριο, με το τώρα...
Με τους αγανακτισμένους που άλλαξαν όνομα και γίναν απελπισμένοι πια...
Με το πιστόλι που στρέφεται μια στους απέναντι, μια στους προδότες, μια στο δικό μας το πρόσωπο...
Με το πλοίο που άλλαξε λιμάνι...

Ό,τι και να γίνει...
Με την εξάντληση των αποθεματικών, με τα άδεια ταμεία, με τα εφιαλτικά πρόσωπα που τολμούν και ξαναβγαίνουν στις ειδήσεις και στις ενημερωτικές εκπομπές, για να μας παρουσιάσουν το νέο πρόγραμμα που τάχα θα διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος, για τα οποία ευθύνονται οι προκάτοχοι, οι οποίοι όμως πασχίζουν να γίνουν μέλλοντες, οι οποίοι και θα γίνουν βεβαίως, βεβαίως...

Ό,τι και να γίνει με τους μέλλοντες, τους εξακολουθητικούς και τους συντελεσμένους, με το ζαλισμένο μας κεφάλι, με το ξέσπασμα της οργής μας, αν ξεσπάσει ποτέ...
Με το μέγεθος του παραλογισμού, με το χοντρό και το λιγνό, με τις καιρικές συνθήκες του Πάσχα, με την τιμή του οβελία, με τον εγκλεισμό των μεταναστών, με το Γιώργο που δε βρίσκει πια δουλειές, με τη Μαρία που επιμένει να τρέχει στα ξενυχτάδικα με δανεικά, με την Ισιδώρα που αποφάσισε να κόψει το τσιγάρο, για να πληρώνει τα κοινόχρηστα...

Ό,τι και να γίνει, μπήκε η άνοιξη, βγήκαν τα πρώτα τραπέζια κι η θέα είναι ακόμη όμορφη. Έστω και περαστικοί από κει, μια βαθιά ανάσα βοηθάει πάντα...
Για λίγα δευτερόλεπτα έστω...