Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Με φανάρια και μαγκάλια

  Το φανάρι στο σπίτι ήταν ακριβώς όπως αυτό της φωτογραφίας. Πράσινο, κρεμασμένο ψηλά στον τοίχο. Το 'φτανε μόνο η μάνα κι ο πατέρας. Κι η γιαγιά ίσως ή η θεία, όταν ερχόταν τα καλοκαίρια. Κερνούσαν πολλών λογιών λιχουδιές. Τους ξένους πρώτα, τους γειτόνους έπειτα κι ό,τι απέμενε στα μέλη της οικογένειας. Μουσταλευριές, καθούρες, παστρουμάδες, λίγο από το μεσημεριανό που έμεινε αφάγωτο...
Κάθε πρωί γινόταν το ξεκαθάρισμα. Τα πιάτα έβγαιναν στη βρύση της αυλής και τα απομεινάρια των τροφών στον κουβά.
-Άμετε να ταΐσετε το χοίρο, έλεγε η μάνα μου.
Κι ο χοίρος γευόταν τα ξινισμένα αποφάγια και γινόταν ακόμη πιο στρογγυλός κι έφτιαχνε -ευχαριστημένος πολύ μες την άγνοιά του- τη γλίνα που θα γευόμασταν λίγο αργότερα. Κατά τις γιορτές...

 Το φανάρι πετάχτηκε αμέσως μετά τον ερχομό του ψυγείου. Είδηση δεν πήρα. Πρέπει να έλιωσε κάπου στο κάτω περιβόλι, γιατί μια μέρα που μαζεύαμε τις ελιές είδα ένα πράσινο κομματάκι από το μέταλλό του κι ανατρίχιασα. Σα να μου 'ρθε ο παιδικός μου κόσμος άξαφνα στα μάτια. Τότε που ντριτσιλώναμε στα δυο μας πόδια να γυρίσουμε το μαγικό σύρτη, να βάλουμε το δάχτυλο στη μουσταλευριά, ν' αποδείξουμε πως είμαστε μεγάλοι τώρα.

 Το μαγκάλι αγνοείται. Ίσως κάπου στο υπόγειο, λένε, κάποιος το 'χωσε ανάμεσα στα πιθάρια, τρέχα γύρευε...
Το μαγκάλι... Η συντροφιά μας.
Στο τζάκι ποιος να πρωτοχωρέσει; Στριμώχνονταν όλοι υπομονετικά γύρω γύρω μέχρι να γίνουν τα κάρβουνα, τα έπαιρνε μετά ο πατέρας με τη μασιά, τα τακτοποιούσε ένα ένα με προσοχή πάνω στη στάχτη. Μετά σήκωνε το μαγκάλι που αστραποβολούσε ζέστα και το 'φερνε πλάι στο τραπέζι της κουζίνας.
Η κυρα-Ρήνη σηκωνόταν απότομα, άφηνε τη μαγκούρα πλάι στο κρεβάτι, έτριβε τα χέρια πάνω από τις σπίθες κι άρχιζε να διηγείται ιστορίες από τα πλούσια αφεντικά που 'χε κάποτε στη Αλεξάνδρεια.
Ο Μανώλης έβγαζε το μάλλινο πουλόβερ που του 'χε πλέξει η Δώρα, η γυναίκα του, το τοποθετούσε στη ράχη της καρέκλας κι άρχιζε τα παράπονα και τους αναστεναγμούς για τα καθημερινά του πάθη.
Ο Σαράντος έβρισκε άδεια θέση στο τζάκι κι άναβε τσιγάρο.
Τα μικρά ακουμπούσαν τα βιβλία πάνω στο τραπέζι, γύρω από τη λάμπα πετρελαίου και ξεκινούσαν το διάβασμα. 
Έτσι. Όλα ανάκατα. Γέροντες, έφηβοι, μεσήλικες... Κουτσομπολιά, αναστεναγμοί, αναμνήσεις, μαθηματικά... Το κουράγιο που δίνει η ζέστα των χνώτων και του κάρβουνου...
Σα νύχτωνε για τα καλά, φεύγαν οι γειτόνοι. Πριν κλείσει η πόρτα, έφευγε και το μαγκάλι, για να σβήσει στην αυλή . "Αλλιώς βλάφτει", λέγανε οι παλιοί.
Έτσι ασφαλείς και ζεσταμένοι γευόμασταν το χρόνο. Το τέλος του μηνός, η αρχή του επόμενου.

 Χρωστούμενα δεν περιμέναμε. Μονάχα γράμματα από τους ξενιτεμένους... Τα διαβάζαμε με χαρά μπροστά στο τζάκι ή πάνω απ' το μαγκάλι. Μυστικά δεν είχαμε.
Έτσι ξεχειμωνιάζαμε στη Νικαριά πριν λίγα χρόνια... Με φανάρια και μαγκάλια.


Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Λίγα χρωστούμενα

   
 Τη 17η Οκτωβρίου 1872
Κατάλογον κάμνω εγώ ο Σίμος Μαυρογεώργιος δια τα γρόσια του Ιερού Ναού της Παναγίας εις του λέφα, όσα εδαπανήθησαν εις το κωδωνοστάσιον κλπ....

«Εις την πανήγυρην» λοιπόν… Ναι, ο ήχος του βιολιού, το γλυκό σούρσιμο των παπουτσιών στην πίστα, τ’ αγκάλιασμα, το γέλιο, τα κρυφοκοιτάγματα, το τσούγκρισμα και το «γεια μας» και το «όπα μας» και τα φαρμάκια που πάνε κάτω ή παραδίπλα, το μαγεμένο ξημέρωμα με τ’ ανταμώματα της ψυχής…
Μα όχι αυτό μονάχα. Τα πανηγύρια μας είναι κυρίως ο μόχθος των ανθρώπων του χωριού που μέρες πριν ιδρώνουν για να προετοιμάσουν την πλατεία, να βρουν ορχήστρα, ν’ αγοράσουν κρασί και κρέας και ζαρζαβατικά. Είναι η αγωνία τους για την επιτυχία του γλεντιού κι η λαχτάρα τους να φανούν χρήσιμοι στον τόπο τους χτίζοντας εκκλησιές και σχολειά, στρώνοντας δρόμους, συντηρώντας κτήρια, φτιάχνοντας πλατείες, δημιουργώντας εντέλει… Μια ομάδα ανθρώπων που γίνονται μια σφιχτή γροθιά όχι την ώρα του γλεντιού μόνο αλλά κυρίως την ώρα που σχεδιάζουν, οργανώνουν, κάνουν απολογισμούς. Τόσα «δια κρέας», τόσα «δια οίνον», τόσα «δια την υπηρεσίαν του τέκτονος» ή τόσα «δια τον κώδωνα»…
Τους έχεις δει από κοντά. Είναι συνήθως πίσω από τους πάγκους για το σερβίρισμα ή γεμίζουν τα μπουκάλια με κρασί ή κόβουν σαλάτα ή τρέχουν πάνω κάτω για να σου βρουν τραπέζι. Είμαι σίγουρη ότι τους θυμάσαι. Έχουν μάτια κόκκινα απ’ την αϋπνία, ιδρωμένα πρόσωπα κι αχτένιστα μαλλιά, μα πάντα φυλάν ένα τεράστιο χαμόγελο για σένα που έρχεσαι και δίνεις στον τόπο, που παίρνεις ένα κιλό βραστό και μια σαλάτα και κόκκινο κρασί και τους λες πως ήταν ωραία και θα ξανάρθεις…
Μη σε γελούν τα χρόνια και τα νομίσματα που αλλάζουν. Το ίδιο πανηγύρι είναι. Ήταν ο Σίμος πριν δυο αιώνες κι έπειτα ήρθε ο Γιάννης, ο Νικόλας, η Γιωργία, ο Σταμάτης. Ήταν τα γρόσια τότε κι έπειτα οι δραχμές, τα ευρώ… Αλλά ο κόπος έμεινε ο ίδιος κι η αγωνία για την εξόφληση των χρεών κι η χαρά της προσφοράς στον τόπο.
Και εσύ φοράς αλλιώτικα ρούχα  κι αλλάζεις όνομα, μα ο ίδιος είσαι, ακολουθείς τα ίδια βήματα στον κύκλο και ξόφλησες μες το μεθύσι της χαράς σου το κωδωνοστάσιο της Παναγίας του Λέφα τότε, την άσφαλτο τώρα ή το πολιτιστικό κέντρο. Και θα ‘ρθεις και φέτος. Και του χρόνου. Εκεί θα ‘μαστε όλοι.
Άντε, στην υγειά μας!


(Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 20-5-1913)

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

Δίχως επωνυμία


Το όνομα κάθε ανθρώπου ήταν σημαντικό στο νησί. Το όνομα και κυρίως το παρατσούκλι. Το επώνυμο σχεδόν μηδαμινής σημασίας μια και ήταν κοινό για πολλούς. Χρόνια απομονωμένοι από τους άλλους οι γάμοι γίνονταν μεταξύ συχωριανών ακόμη και συγγενών. Από δεύτερα ξαδέρφια και μετά η σύναψη γάμου θεωρούνταν νομότυπη και εγκρίνονταν από την τοπική κοινωνία έστω κι αν η εκκλησία είχε αντίθετη γνώμη. Οπότε οι συνωνυμίες ήταν συχνό φαινόμενο και η χρήση του παρωνυμίου επιβεβλημένη προκειμένου να γίνει ευδιάκριτο το πρόσωπο ανάμεσα στους συνομιλούντες.
Εκτός από το επώνυμο, που το θυμόμαστε μόνο στις εκδόσεις εγγράφων, ξεχνάμε συχνά και να "βαφτίσουμε" τα μαγαζιά μας. Έτσι έχουμε το καφενείο του Δημητρού ή το καφενείο του "Αυγά" ή του Ευθύμιου δίχως καμιά ταμπέλα πάνω από την πόρτα. Αυτό είχε βέβαια και τις συνακόλουθες παρεξηγήσεις αφού με την είσοδο των τουριστών στο νησί, οι συνεννοήσεις γίνονταν με δυσκολία. Δίνοντας ραντεβού "στου Δημητρού" ο άλλος έψαχνε το μαγαζί και δεν το έβρισκε ποτέ εκτός κι αν κατέληγε να απευθυνθεί σε χωριανούς. Όποιος είχε μεγαλώσει στο νησί, όπως εγώ, το θεωρούσε πάντως απολύτως φυσικό.
Πρώτη φορά που κατάλαβα την ιδιαιτερότητα αυτή ήταν πριν καμιά εικοσαριά χρόνια που ένας γνωστός παρουσιαστής αποφάσισε πρώτη φορά να κατέβει στο νησί και να πάρει συνεντεύξεις από ντόπιους. Την αλλιώτικη φύση των κατοίκων δεν πρέπει να τη γνώριζε, αργότερα, πολύ αργότερα, μας ανακάλυψαν τα διεθνή ειδησεογραφικά κανάλια κι άρχισαν να μιλούν για την περιβόητη μακροζωία και το ραχάτι που ίσως και να οδηγεί σε αυτήν. Πάει λοιπόν ο άνθρωπος και βρίσκει ταβερνιάρη στο Να, περασμένης ηλικίας που μια χαρά του τα 'πε ο άνθρωπος. Και πως "αυτό το καφενείο άνοιξε πριν τριάντα χρόνια και ήταν το πρώτο στο συνοικισμό και μετά το πήραν τα παιδιά και έγινε ευρέως γνωστό και οι οικογένειες το δουλεύουν μια χαρά" κι ο παρουσιαστής συγκινήθηκε κάπως, μάλλον συμπάθησε το γέροντα , οπότε στο τέλος της συνέντευξης τον ρωτάει: "Και πώς τη λένε την ταβέρνα σας;", διαφήμιση σκέφτηκε να του κάνει... Κι ο άλλος γούρλωσε τα μάτια κάπως κι εγώ από την Αθήνα χτυποκάρδισα "μα τι τον ρωτάει τον ανθρωπάκο" και "ιδέα δεν έχω πώς τη λένε, θαρρώ πως της 'βγαλαν ένα όνομα τα μικρά", σηκώθηκε πάνω, έκανε δυο βήματα "α, ναι, το 'χουνε βγάλει "Νας" ε, δεν το 'ξερα, λοιπόν" κι ο παρουσιαστής έσκασε στα γέλια. "Ένα μαγαζί τριάντα χρόνια έχετε και δεν ξέρετε την επωνυμία του; Πώς γίνεται;"
Γέλασα κι εγώ μαζί του κι ήθελα να μπω στην οθόνη μέσα να εξηγήσω πως κι εμείς δεν το ξέραμε που πάμε χρόνια εκεί και καμιά ανάγκη δεν είχαμε γι' αυτό.

Και μένοντας χρόνια στην πόλη άρχισα να συνειδητοποιώ τις λωλάδες μας μια μια και να προσπαθώ να βρω εξηγήσεις. Μετά άρχισα να ψάχνω πώς αυτές οι ιδιαιτερότητες, να τις πούμε έτσι καλύτερα, μας ακολουθούν ακόμη κι όταν φεύγουμε από τον τόπο χαρίζοντας μας μια μοναδική ταυτότητα, όχι καλύτερη από των άλλων, μα ξεχωριστή πάντως. Έτσι όταν φτάσαμε τέλη Οκτώβρη στην ηλιόλουστη παραλία της φωτογραφίας κι ο αδερφός μου έψαχνε με αγωνία να βρει την ψαροταβέρνα φίλου του που έφυγε μικρός από τη Νικαριά και εγκαταστάθηκε εκεί, εγώ περπάτησα από τη μια άκρη στην άλλη, κάθισα χαλαρά στην κλειστή ψαροταβέρνα του συμπατριώτη κι ατένιζα το πέλαγος. Έρχεται μετά από ώρα, αφού είχε κάνει δυο τρεις φορές το γύρο του χωριού και μου λέει:
-Τη βρήκα την ταβέρνα, είναι η Τάδε, ταιριάζει στην περιγραφή που μου έδωσε ακριβώς.
-Ε, δεν είναι, η δική του είναι αυτή που κάθομαι...
-Ναι, καλά, την ξεχώρισα, σου λέω.
-Πάμε στοίχημα;
Βάλαμε και στοίχημα, το κινητό δεν έπιανε για να μας βεβαιώσει ο φίλος, που γέρος πια ξεχειμώνιαζε στο δικό μας νησί, οπότε ξεχνιέται το θέμα μέχρι να πάει ο αδερφός μου "κάτω".
-Κέρδισες... Πώς το 'ξερες όμως; Αφού δε στην είχε περιγράψει...
-Μα ήταν η μόνη δίχως ταμπέλα...


Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Αφανός




ο αφανός των Κατωτινών

 
κι ο αφανός των Πανωτικών
 Για να καταλάβετε εξαρχής για τι μιλώ θα σας πω δυο λόγια. Έχουμε ένα έθιμο το Πάσχα στο νησί. Να κάνουμε σωρό και να καίμε τον Ιούδα. Ο σωρός αποτελείται από αφάνες, ένα είδος θάμνου αγκαθωτού, το λέμε και αστoιβή, το λέμε και ασπάλαθο. Αλλά έχει επικρατήσει το αφανός, έτσι το λέμε το σωρό τώρα. Πάνω πάνω βάζουμε ένα σκιάχτρο, και καλά ο Ιούδας που καίγεται. Τα παλιά χρόνια έκαιγαν έναν αφανό στο κάθε χωριό μόλις ο παπάς έλεγε το Χριστός Ανέστη. Συναγωνίζονταν τα χωριά ποιο θα 'χει τον μεγαλύτερο αφανό. Τώρα έχει διατηρηθεί το έθιμο μονάχα στο χωριό μου. Το χωριό της μάνας μου δηλαδή. Το Καραβόσταμο. Που λέτε στο χωριό δε θα 'χε νόημα να καίνε αφανό δίχως συναγωνιστές μια και στα άλλα χωριά το έθιμο ξεχάστηκε. Έτσι χωρίστηκαν οι χωριανοί. Σε Πανωτικούς και Κατωτινούς. Οι Πάνω είναι με την εκκλησιά του Αη Γιάννη, οι Κάτω με την εκκλησιά τοω Αγίων Αναργύρων. Καίνε εναλλάξ τον αφανό πότε την Ανάσταση πότε τ' Αντίλαμπρα. Στην πράξη αυτό που τους χώρισε δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αχλάδα, έτσι λέμε στο χωριό τις άγριες αχλαδιές. Κι όποιου το σπίτι ήταν από την κάτω μεριά της αχλάδας ήτανε Κατωτινός, όποιος από την πάνω μεριά Πανωτικός. Τον υπόλοιπο χρόνο τους ένωναν συγγένειες, κουμπαριές, μαθητικά χρόνια κλπ αλλά τη Μεγάλη Βδομάδα δεν τους ένωνε τίποτε. Ήταν άσπονδοι εχθροί. Και είναι ακόμη. Την Μεγάλη Βδομάδα μόνο. Άλλοι μαζεύουν και άλλοι πηγαίνουν  κρυφά να κάψουν τα μαζέματα των εχθρών. Αν πιάσουν τους κατασκόπους-εμπρηστές τους περιμένουν μαρτύρια απερίγραπτα. Στο έθιμο συμμετέχουν όλοι. Μικροί και μεγάλοι. Γυναίκες και άντρες. Οι μανάδες σταυροκοπούν τους εφήβους, τους προμηθεύουν με χοντρά γάντια και κολατσιό και χρόνο ελεύθερο για να αφιερώσουν στο μάζεμα και στο φύλαγμα των ασπαλάθων. Οι πατεράδες αφήνουν τις δουλειές τους και κουβαλούν με τα αγροτικά τις στοίβες. Τα μικρά παλεύουν στις πλαγιές ξεριζώνοντας, κουβαλώντας και τοποθετώντας τους θάμνους στη θέση για την πυρά. Το τελευταίο βράδυ τους πατούν για να καίνε περισσότερη ώρα, τοποθετούν το ομοίωμα του Ιούδα και μετά όλοι μαζί ξενυχτούν πλάι στο σωρό προφυλάσσοντας τον από τους εισβολείς της αντίπαλης παράταξης.
 Ουφ! Ελπίζω να μη σας κούρασα. Και που λέτε, εγώ πήγαινα με τη γιαγιά μου στο χωριό και δεν ήξερα κανέναν από κει, η γιαγιά μου φοβόταν πολύ μην κουραστώ, μην ξενυχτήσω κι έτσι έμενα θεατής μόνο και ακροατής των όσων διαδραματίζονταν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των Παθών.
Αλλά φέτος έδωσα στη μικρή μου τα γάντια, την προμήθευσα με κουράγιο κι ευχές, την μετέφερα στην πλαγιά, είδα στο βλέμμα της πόσο καμάρωνε που συμμετείχε κι έτσι την άφησα και να ξενυχτήσει στη φρουρά. Και το πρωί χαράματα, την είδα ανάμεσα στους άλλους να κάθεται στην άμμο, όλοι μαζί σχηματίζοντας κύκλο με τα ντόπια παιδιά να διηγούνται ιστορίες και να καμαρώνουν που δεν τους τον έκαψε κανένας τον αφανό τους.
 Και την αγάπησα την πατρίδα μου ξανά. Για την πάλη που δίνει να διατηρήσει ό,τι είναι δικό της. Κι ας μην υπάρχει έπαθλο. Γιατί κατά έναν περίεργο τρόπο όλοι νικητές είναι. Άλλος νικά στη διάρκεια, άλλος στη δύναμη της φλόγας κι άλλος στη λάμψη των βεγγαλικών. Κι όλοι αγαπιούνται ξανά τη Δευτέρα του Πάσχα. Τον έκαψαν τον προδότη άλλωστε δυο φορές. Πόσο ακόμη;