Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011

Αυλές και άδειες κάμαρες






















Το σπίτι είναι μικρό. Φαγωμένα απ' τη βροχή παράθυρα, κουρτίνες που λείπουν, πόρτες που τρίζουν στ' άνοιγμα τους.
Τα κρεβάτια στη θέση τους, με τις ίδιες κουβέρτες. Τα μπαούλα γεμάτα με παιδικά ρουχαλάκια που φαγώθηκαν από το σκόρο και με προικιά που δε δόθηκαν ποτέ.
Τα φλυτζάνια, τα βάζα, το κουτί από τη ζάχαρη, όλα εκεί. Αχρησιμοποίητα εδώ και χρόνια,.
Η ζάχαρη κρυσταλλωμένη, το γλυκό στο βάζο γέμισε μαμούνια, τα πιάτα γέμισαν ρωγμές, από το κρασί στο ντουλάπι αναδύεται μια παράξενη, βαριά μυρωδιά.
Τα πλένω ένα- ένα προσεκτικά, μη σπάσει κάποιο και χαθεί για πάντα η μυρωδιά από το φαγητό της μαμάς, τ' αγγίγματα των χειλιών, τα ακουμπήματα από τα χέρια μας.
Ύστερα, ασβεστώνω τους τοίχους. Ο ασβέστης, λένε, κάνει καλό, διώχνει τη μούχλα, φρεσκάρει, δίνει ζωή.
Έπειτα βγαίνω στην αυλή. Βγάζω ένα-ένα τ΄αγριόχορτα απ΄τους τοίχους και τις γλάστρες, βάζω χώμα καινούριο, κλαδεύω και ποτίζω τις τριανταφυλλιές και τα ζιράνια.

Α, και το γιασεμί. Να το δεις, έχει γίνει τεράστιο, απλώθηκε παντού.
Μα εγώ πρέπει να το κόβω κάθε χρόνο...
Έτσι, για να μη μοιάζει το σπίτι ακατοίκητο.


Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2011

Ανάσες στην Πλατανωπή



το ρέμα της Πλατανωπής
Τα πολύ παλιά χρόνια, αρχές του 1700, υπολογίζω, μπορεί και πιο νωρίς, ήρθε ο πατέρας στο νησί.  Νεαρός, μεγαλόσωμος, δίχως ρούχο, ναυαγός. Έσπασε το καϊκάκι του στον Πλαταμώνα της Πλαγιάς, πήρε ν' ανηφορίζει το βουνό και κρύφτηκε στα χωράφια του Αθέρα καταντροπιασμένος για τη γύμνια του. Έτρωγε από κει ό,τι έβρισκε, θαρρούσαν πως ήταν λαγός και παραφύλαξαν να τον πιάσουν. Τον τσάκωσε ένας από την Ακαμάτρα, ιερέας, λένε πως ήταν Λυγερής, και τον επήρε σπίτι του. Η παπαδιά σαν τον είδε να μπαίνει στο κατώι, τρόμαξε από το μέγεθός του κι αναφώνησε.
-Αυτός δα ήταν ο λαγός; Μα αυτός είναι λέφας! Ελέφαντας δηλαδή.
Και του 'μεινε. Και τ΄όνομα κι η νέα του πατρίδα. Ο Λέφας. Έτσι τον ήξεραν όλοι. Κάποιοι λένε πως κατάγονταν από την Κεφαλλονιά. Κάποιοι άλλοι πως ήταν πειρατής. Δεν έχει σημασία. Το σίγουρο είναι πως ήταν σπουδαίος άνθρωπος. Σοφός. Κάποιοι λένε πως έγινε κι αυτός παπάς, κάποιοι άλλοι απλά πως ήταν θρήσκος πολύ κι έχτιζε ξωκκλήσια γύρω- γύρω. Πάντως κι η εκκλησιά του χωριού πήρε κείνο το παράξενο όνομα. Η Παναγιά η Λέφαινα, η ξακουστή.
Τρεις γιους έκαμε.
Και σαν μεγάλωσαν, όπως ακριβώς συμβαίνει στα παραμύθια, ήρθε η ώρα να μοιράσει την περιουσία. Τα μέρη γύρω απ' το χωριό δηλαδή, γιατί τίτλοι ιδιοκτησίας δεν υπήρχαν τότε στον τόπο εκείνο τον έρημο.
Τους πήρε λοιπόν μια μέρα, τους πήγε στην άκρη του χωριού και τους είπε:
-Εσύ, κι έδειξε το Γιώργη, θα πας απέναντι, βλέπεις πάνω στο βουνό, έχει ρουμάνια κι ήλιο και νερό ωφέλιμο. Θα γίνεις βοσκός, μια και τόσο αγαπάς τα ζώα.
Εσύ, είπε στο μεσαίο, που σου αρέσει τόσο να σκαλίζεις τα ξύλα, θα πας ανάμεσα, στο μεγάλο ποτάμι, που ΄χει πλατάνια με γερούς κορμούς και θα γίνεις ξυλουργός.
Κι εσύ, είπε στο μεγαλύτερο, θα κάτσεις εδώ στα πατρικά, πλάι μου, θα φροντίζεις τα ξωκκλήσια και το σπίτι.
Έτσι κι έγινε.
Ο Γιώργης, ο μελαχρινός κι ο ατίθασος, πήγε στο Δρούτσουλα, έτσι τ' ονόμασε το μέρος γιατί είχε πολλούς δρύδες, βελανιδιές δηλαδή, κι έγινε από Λέφας Μαυρογιώργης, κι έτσι σώθηκε και τ΄όνομά του στους επόμενους αιώνες. Ακόμα οι απόγονοί του με τα ζώα ασχολούνται και  κάποιοι που κληρονόμησαν την ευστροφία του πάππου τους έγιναν γραμματιζούμενοι και καλλιτέχνες.
Ο άλλος, πήγε στο ποτάμι που τ΄ονόμασε Πλατανωπή, μια και είχε πολλά πλατάνια, όπως είπαμε, και έγινε ο καλύτερος ξυλουργός της περιοχής. Οι απόγονοί του, οι Ξενιάδες, ίσως και να τον έλεγαν Ξένο λοιπόν, εξακολουθούσαν για πολλά πολλά χρόνια να ασχολούνται με το ίδιο επάγγελμα.
Ο μεγάλος, έμεινε στο χωριό, την Ακαμάτρα κι έκαμε ότι του 'πε ο πατέρας του. Κι έτσι το χωριό εκείνο έχει τις πιότερες εκκλησιές και τα ομορφότερα σπίτια.

Κι έτσι έμειναν δυο χωριά απέναντι να χαιρετιούνται οι συγγενείς.
Μα ανάμεσα, σε κείνο το ποτάμι του μοναχικού ξυλουργού, δεν απόμεινε τίποτα, παιδιά. Δεν έγινε άλλο σπίτι. Μοναχά κείνου του γιου του Λέφα, του μεσαίου. Οι απόγονοι γύρισαν πίσω ή προτίμησαν άλλους τόπους. Και λίγοι πια τον θυμούνται. Τη φήμη του δηλαδή. Από τ' αντικείμενα που πρόλαβαν να δουν που τα 'χε φτιάξει με τα χέρια του και κληρονομούνταν από γενιά σε γενιά. Σκάφες, αμπάρες, πινακωτές, καφκιά (οι κατσαρόλες με τις οποίες μετρούσαν τον καρπό που έδιναν στα ζώα), κουμιά (πιθάρια για την αποθήκευση δημητριακών και όχι μόνο), μπαγκέτες (σκαμνιά για το τζάκι). Όλα μονόξυλα, μια και καρφιά δεν υπήρχαν κείνα τα χρόνια, κι ως εκ τούτου αθάνατα.
 Έπαιρνε τον κορμό και του 'δινε το σχήμα που ήθελε, όπως με το μάρμαρο φτιάχναν οι τεχνίτες τ' αγάλματα. Μονάχα για τις αμπάρες, λέει, τα τεράστια μπαούλα που ήταν καναπέδες μαζί και χώρος αποθήκευσης, κούφωνε τον κορμό κι έπειτα έφτιαχνε απ' άλλο ξύλο το καπάκι ίσα να εφαρμόζει, χωρίς μεντεσέδες, φυσικά.
Δε χτίστηκε λοιπόν άλλο σπίτι. Μα και το παλιό, δεν το 'βλεπε κανείς, καθώς το μονοπάτι πέρναγε πολύ παρακάτω κι έτσι η πρόσβαση ήταν δύσκολη κι ανώφελη άλλωστε.

Ήρθε έπειτα, παιδιά, ο πιο ανόητος δρόμος που μπορείτε να φανταστείτε, άξαφνα από την Ευρώπη, μήτε τον είχε φανταστεί κανείς κι ήταν λέει για τα ποδήλατα. Μη γελάτε, ναι, ποδήλατο σε κείνα τ΄ άγρια μέρη.
Μα έκαμε κι ένα καλό, φάνηκε μες στο ποτάμι κείνο το κτήμα το παλιό κι είναι εύκολο τώρα, αν πας με κάποιο γέροντα και σε κατατοπίσει όπως πρέπει, και δεν αγριευτείς από την απότομη ανηφόρα, είναι εύκολο να το βρεις, ναι, το σπίτι εκείνο, ύστερα από τόσους αιώνες, πώς στέκει αδερφωμένο με τα βρύχα και τα ερπετά και τους τζίτζικες. Κι είναι εύκολο να πατήσεις στα χαλάσματα, να κλείσεις τα μάτια και να φανταστείς τους ανθρώπους να γελούν στην αυλή, να ζυμώνουν, να σκαλίζουν τους κορμούς. Και μην τρομάξετε αν μια ανάσα έρθει και σας φιλήσει το μάγουλο, απομένουν ετούτες, μην το πείτε πουθενά, μα υπάρχουν ακόμη ανάσες στην Πλατανωπή.

Και γυρίστε τις σελίδες να δείτε εικονίτσες και να με πιστέψετε...


η κοίτη του χειμάρρου με τη στέρνα αριστερά...

οι καλοχτισμένοι τοίχοι δίπλα στην κοίτη

τα σκαλάκια όπως τότε
στην ανηφόρα καθώς προβάλλει ο ήλιος


και να το, τριγυρισμένο από τοίχο όπως όλα τα σπίτια της εποχής
δίχωρο

 κι ορθοκατέβατο, χωρίς πυργάρι
με θυρίδες για τη στάμνα και τα κιούπια

με το τζάκι στη γωνιά της κουζίνας...


....και με πεζούλα στην αυλή για τους επισκέπτες.


Να πάτε, έχει ακόμη φρέσκο αέρα και υπέροχη θέα. Και δωρεάν ταξιδάκια στα παλιά.


Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Λίγο ροζ απαλό







Εγώ να σας τα δείξω ήθελα, να τα διασώσω για πάντα πριν μαραθούν από το σορόκο... Δυο ωραία καδράκια κρεμασμένα στο μπλογκάκι μου. Τίποτ' άλλο.

Εντούτοις, πιστοί στο πνεύμα των ένδοξων προγόνων και των σοφών συμπατριωτών, όλα -και τα πιο απλά του κόσμου τούτου- μπορούν να αποτελέσουν αφορμή για φιλοσοφικές αναζητήσεις και αποφθέγματα του τύπου:

-Έχει και το φθινόπωρο τις ομορφιές του.
-Και τα πιο σκληρά αγκάθια, κάποια στιγμή ανθίζουν.
-Τα ωραιότερα άνθη δεν έχουν άρωμα, απλά γιατί δεν το χρειάζονται.
-Υπάρχει ομορφιά ακόμη κι εκεί που δεν το περιμένεις.
-Τα νησιά έχουν το καλύτερο χώμα και τον καλύτερο ήλιο, γιατί στις πόλεις ποτέ δε βλέπεις τέτοιο θέαμα μ' όλα τα φυτοφάρμακα και τις βιταμίνες που κυκλοφορούν.
-Ό,τι φροντίζεις πολύ, απλά κακομαθαίνει, ό,τι παρατάς μονάχο, αναπτύσσεται παραδόξως θεαματικά.
-Πριν το τέλος, όλα σ' αυτό τον κόσμο επιθυμούν να εντυπωσιάσουν μπας και τα λυπηθεί κάποιος ή έστω μπας και τα θυμάται με την τελειότερη μορφή τους (έτοιμη ήταν η μάνα μου να την πετάξει τη γλάστρα).
-Η ανάγκη για αναπαραγωγή μπορεί να προκαλέσει σ΄έναν οργανισμό έως και την ολική του μεταμόρφωση ή ακόμη και ρίγη συγκίνησης.
-Ο αληθινός κόσμος, παρ' όλες τις εντυπώσεις που μας έχουν δημιουργηθεί τελευταία, δεν επηρεάζεται καθόλου μα καθόλου από τις εξελίξεις στην οικονομία.
-Τριαντάφυλλα δεν κάνουν μόνο οι τριανταφυλλιές.
-Το ροζ ταιριάζει πολύ με το πράσινο, αν και δεν το συνηθίζουμε στην ένδυση.

Τι άλλο; Εεεεε....Δε μου 'ρχεται κάτι.
Καληνύχτα...
Φύετε αφ' τις αυλές, ήβαλε κρύο.
Βάλτε τα ροζ πουλοβεράκια
 ή απλά...
κουκουλωθείτε ν΄αντέξουμε.





Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Είναι δικός μας, τελικά!


    Ο Σεπτέμβης είναι ωραίος στο νησί πάντα. Δεν έχει φίλο κανένα σχεδόν. Μα έχει μπουνάτσα, συνήθως, και πατέρα και μάνα και αδέρφια. Και χρόνο πολύ για όσα αφήνεις ατέλειωτα τον Αύγουστο. Και τρέχεις να προλάβεις. Προτού έρθει ξανά το κυριακάτικο βράδυ που το Μύκονος θα φανεί απ' τη Σάμο. Και λαχανιάζεις μες τα βουνά και τις ραχούλες, μες τα δωμάτια  που 'χουν ακόμη τα βατραχοπέδιλα στη γωνία και τις μπουμπουνιέρες απ' τον τελευταίο γάμο στο ράφι ξεχασμένες...
Κι ο πατέρας περιμένει εναγωνίως.
-Έλα, ίσα που προλαβαίνουμε. Του χρόνου θα 'μαι ογδόντα τέσσερα. Σιγά να μην μπορώ να σου δείξω το κτήμα.
-Ποιο κτήμα, καλέ; Α, κατάλαβα, κείνο που δεν το ξέρει κανείς...
-Ε, και τι θα γίνει; Πρέπει να στο δείξω. Και συ να το δείξεις στα παιδιά. Ο αδερφός σου δεν αδειάζει. Ίσα που προλαβαίνουμε, σου λέω.
-Ε, καλά, θα πάμε.
Και το μεσημέρι της Κυριακής, δεν κατάλαβα το πώς ακριβώς. Αυτή η φράση μάλλον που 'χει μείνει στο υποσυνείδητο όλων μας σχεδόν: "Ή τώρα ή ποτέ". Πατάω φρένο στον επαρχιακό δρόμο που χωρίζει το Δρούτσουλα από το Κεραμέ. Για άλλες δουλειές είχαμε πάει στο χωριό. Το "καλά, θα πάμε" του το 'χα πει ατέλειωτες φορές, χωρίς να το εννοώ.
-Έλα, πάμε τώρα. Μπορείς;
Είχα φροντίσει να 'χω μαζί μπογιά και πινέλο. Μια απόφαση είναι όλα.
-Α, επιτέλους!  Μα είναι το πιο μεγάλο κτήμα που έχουμε. Θα 'φευγα με τον καημό. Παλιά σπέρναμε κιόλας. Το λέγαμε "στο Λαιμό". Κι ύστερα πέρασε ο δρόμος, μα δεν το πείραξε. Μας άφησε μάλιστα και πρόσοψη καλή.
-Πού είναι η πρόσοψη;
-Αυτουδά που σταμάτησες.
-Ε; Είναι δικό μας αυτό;
-Άμε, ακολούθα....
Και πιάνουμε την ανηφόρα. Άντρακλες και ακισαριές, μπλεγμένα ένα κουβάρι και πεύκα κι ανάμματα. Κυρίως όμως βράχια.
Μα αυτός είχε τόσο ενθουσιαστεί που ξέχασε τα χρόνια κι έβαζε το μπαστούνι σε κάθε σχίσμα, σε κάθε γωνιά χωματένια και προχωρούσε ακάθεκτος.
-Εδώ κι εδώ. Και πιο πέρα. Ακολούθα. Βάζε σημάδια. Το 'χω από τον πάππου μου. Τ' αρχικά μου βάλε, να το βρεις εύκολα μετά. Χάθηκαν οι οροί μες τα κλαδιά.
Ορούς λέμε τις όρθιες πέτρες, τους ατσίρους, που βοηθούν στην οριοθέτηση των χωραφιών και στη σηματοδότηση των μονοπατιών που χάνονται.
-Μα πού, εδώ σπέρνατε; Εδώ είναι ο γκρεμός...
-Ο γκρεμός δικός μας είναι. Να, εδώ, στην άκρη. Βάλε σημάδια.
 Έτρεξα να τον προλάβω. Στην άκρη του γκρεμού φοβάμαι. Για τους άλλους, κυρίως. Αφήνω τη φωτογραφική και του πιάνω με πανικό την άκρη απ' το μανίκι.
-Ήντα φοβάσαι; Εδωνά ηπέρασα τα νιάτα μου μεταδένοντας και ξαναμεταδένοντας, από μικρό παιδάκι εδωνά 'μαι... Άσε με εμένα και βάζε σημάδια.

  Κι είμαι εκεί ξαφνικά στην άκρη του γκρεμού που πάντα αγαπούσα, από την αρχή του στη δεξαμενή ως το τέλειωμα στον Άσπρο Λούρο. Εκεί έφερνα και τα μικρά για να τους δείξω τις παραξενιές της φύσης και τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου της πατρίδας τους.
-Καλέ μπαμπά, έλα στα συγκαλά σου. Είναι δικός μας ο γκρεμός;
-Δικός μας. Βάλε τα αρχικά.


Μένω με το πινέλο στο χέρι. Τι νόημα έχει;
-Μπαμπά, ντρέπομαι. Οι γκρεμοί, θαρρώ δεν ανήκουν στους ανθρώπους. Κι αν ναι, ανήκουν σ΄όλους. Θα βάλω καμιά ζωγραφιά, αν θες, μα αρχικά δεν μπορώ, λυπήσου με.
-Καλά, βάλε ένα λουλουδάκι. Μόνο να ξέρουν τα παιδιά και να το 'βρουνε. Ας είναι και λουλούδι. Και μια τελεία ακόμη, ας είναι. Να ξέρουν μόνο πως ο γκρεμός ετούτος είναι δικός μας.

Ύστερα βρήκαμε και πιο στρωτά μέρη. Και μέρη που βγαίνουνε μανίτες το χειμώνα. Και μέρη μες τις φυλλωσιές που όντως μπορείς να σπείρεις, αν είναι τόσο δύσκολα τα χρόνια. Κι έβαλα κι αρχικά. Θεέ μου, συχώρα με...
Μα το γκρεμό, λυπηθείτε με, αδέρφια, το γκρεμό και την άκρη του τους άφησα με το λουλουδάκι. Άμα το βρείτε κάποτε, να με θυμηθείτε. Και να δείτε το τοπίο. Αξίζει. Να στέκεσαι σ' ενός γκρεμού την άκρη.
Άσε που έχει κι εναλλακτικές...

Να ξαπλώνεις στο μάρμαρο ή να στέκεσαι όρθιος εννοώ, κρατώντας σου κάποιος το μανίκι. Όχι, μην πάει ο νους σας στο κακό.




Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Πεντάμορφο δηλητήριο

                            Colchicum variegatum
 "Βγαίνουνε κάτω απ' τις ελιές κάθε χρόνο το Σεπτέμβρη. Είδες τα τι όμορφα;"
Αυτό μονάχα. Βγάζεις βιαστικά τη μηχανή. 
"Ένα λεπτό, έρχομαι..." και τ' απαθανατίζεις, λες κι είναι σπάνια. Μα δεν είναι. Τα 'χεις δει χιλιάδες φορές τέτοιο μήνα σαν ήσουν παιδί. Ένα ροζ που σε ζαλίζει ανάμεσα στα ξεραμένα φύλλα και τους ίσκιους του φθινοπώρου. Φιδίσιο δέρμα, ανέγγιχτο. Ποτέ δεν τόλμησες ν' αγγίξεις ένα από δαύτα. Φοβάσαι μη χαλάσεις την ομορφιά ετούτη.  Ύστερα γυρνάς στην πόλη και τα καμαρώνεις.  Ψάχνεις τα γκουγκλ, πατάς πλήκτρα και τα βρίσκεις επιτέλους. Τα ξέρουν καμπόσοι κι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Άλλοι τα καμαρώνουν κι άλλοι τα χρησιμοποιούν. Δεν είναι όμορφα μονάχα. Έχουν και δηλητήριο, δηλαδή δύναμη ανίκητη. Έχουν ενδιαφέρουσα ετυμολογία. Μοναδικότητα, όχι.
Ξεχωριστά, ναι.
Πεντάμορφα, ναι.
Ενδιαφέροντα, επίσης.
Καριώτικα, βεβαίως, αν και όχι μόνο.
Εν τέλει κρινάκια του φθινοπώρου.
Και διαβάζεις. Αντιγραφή και επικόλληση. Ο κλέψας του κλέψαντος.
Ιδού τα κλοπιμαία:

Η άνθηση των κολχικών σηματοδοτεί τον ερχομό του φθινοπώρου. Τα μελτέμια σταματάνε, η θερμοκρασία του αέρα πέφτει, η μέρα μικραίνει και το φως γίνεται απαλό. Αυτά είναι τα σημάδια που περιμένουν οι βολβοί των κολχικών, κάτω από το έδαφος, για να ξεπροβάλουν στην επιφάνεια τα κρινάκια τους.
Τα κολχικά είναι δηλητηριώδη φυτά. Όλα τα μέρη τους περιέχουν την κολχικίνη, που είναι δραστικό δηλητήριο. Με ένα τέτοιο δηλητήριο υποτίθεται ότι η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της στην Κολχίδα και γι' αυτό τα φυτά ονομάστηκαν κολχικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πάνω από 20 είδη.

Κι απ' αλλού:

Τα κολχικά μαζί με τα κυκλάμινα, και τις ουργινέες, ανθίζουν νωρίς το φθινόπωρο, αρκετές φορές πριν ακόμη να βρέξει.

Είναι όμορφα κρινάκια από την οικογένεια των Λιλιιδών, και μοιάζουν πολύ με τους κρόκους αν και δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους αφού οι κρόκοι ανήκουν στην οικογένεια των Ιριδιδών.

Από το βολβό του εκφύεται σωληνοειδής βλαστός που περιβάλλεται από σπάθη. Στην άκρη του σωλήνα αναπτύσσεται το άνθος με 6 πέταλα. Τα φύλλα συνήθως παρουσιάζονται αργότερα μετά την άνθιση.

Είναι δηλητηριώδες φυτό σε όλα τα μέρη του που περιέχουν το δραστικό δηλητήριο κολχικίνη. Θεωρείται από τα φυτά της μάγισσας Εκάτης, μητέρας ή αδελφής της Μήδειας, και μυθολογείται πως με αυτό η Μήδεια σκότωσε τα παιδιά της.

Την ονομασία τους την οφείλουν στην Κολχίδα από την οποία και θεωρείται ότι ήλθαν. Το κολχικό του Σφήκα είναι νανώδες φυτό με ύψος που φθάνει τα 10 εκατοστά και τα άνθη του είναι ρόδινα και μερικές φορές σχεδόν λευκά.


Αυτά. Μη σκεφτείτε να τα κόψετε. Αυτό κατάλαβα. Μονάχα για κλικ και καμαρώματα. 

Καλό φθινόπωρο να 'χουμε!