Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Ανάθεμά τους για τσιγάρους!



Ο Κώστας κάθεται στον πάγκο έξω από τον καφενέ του στον Άγιο Πολύκαρπο. Είναι και ψιλικατζίδικο. Ο ανιψιός αγουροξυπνημένος του ζητά τσιγάρα κι εκείνος  προσπαθεί για πολλοστή φορά να τον αποτρέψει. Πάντα εξοργίζεται με την παραγγελιά, όποιος και να την κάμει. Γι’ αυτό και τα τσιγάρα είναι κρυμμένα στην αμπάρα, μπας και δε μπούνε στον πειρασμό οι πελάτες. Δε θέλει τέτοιο κέρδος…
-Ανάθεμά τους για τσιγάρους! 'Iντα τους θέλεις; Εν ηκατάλαβες πως είναι διαολεμένα πράματα; Μονάχα οι ηλίθιοι καπνίζουνε ακόμα! Κι  ίντα θαρρείς; Πώς εν ηκάπνισα ποτές; Χα! Μωρέ σαν και του λόγου σου ήμουνα. Και χειρότερος μη σου πω… Μα τον εθυμάσαι τον πάππου μου τον Κωσταντή; Ε θα τον εθυμάσαι, αγέννητο ήσουνα. Μου ‘πε μιαν ιστορία. Για άκου την κι εσύ, να δω τι α καταλάβεις. Μου λέει το λοιπόν ο πάππους μου μια μέρα που ηφούμαρα μαγκιώρικα στην αυλή του πατρικού:
«Είχα κάποτες, παιδί μου, φιλία με τον τσιγάρο. Τον ηποθούσα, που εν ημπορείς να καταλάβεις. Και τσιγάρο ν’ αγοράσεις εν είχε τότες. Μονάχα καπνό που τον ήπαιρες με το κιλό αφ’ τον Άγιο. Ηξέμεινα αποβραδίς. Το πρωί πάω στον κήπο και πολεμώ με την τσάπα να κάμω τα καρίκια. Εκεδά στα μισά με πιάνει ο πόθος. Νταλκάς, όχι αστεία. Ηπήα να σκάσω. Παρατώ την τσάπα και το καρίκιασμα και παίρω το μονοπάτι. Αφ’ τις Ράχες ίσαμε τον Άγιο Κήρυκο. Χιλιόμετρα, όχι αστεία. Ρεματιές, γκρέμνια, ανηφόρες… Εν ησυναντούσες άθρωπο συνήθως. Μα ηπέτυχα ένανε που ήρχουνταν πίσω με κάτι τσουβάγια φορτωμένος. Μεσάσταχα ήμουνα. Μήτε «γεια σου» μήτε «καλημέρα» ημπορούσα να πω αφ’ τον νταλκά. Σα να ‘χα μπροστά μου ένα σωτήρα, πώς να σου το πω, το Θεό τον ίδιο… Παρακαλετά του ζητώ τσιγάρο. Είχε στρίψει ένανε και μου τον εδίνει. Και σα να μου φάνηκε πως με λυπήθηκε κομμάτι… (Καθόλου ε μου ‘ρεσε αυτό, μα ύστερις το σκέφτηκα.)
Κεινηδά την ώρα ηπήρα τον τσιγάρο περιχαρής και τον ήναψα - κείνος ήφυε γρήγορα σα φοβισμένος- κι ηπόμεινα εις τον Αθέρα, απάνω εις σ’ έναν άτσαχα μονάχος να φουμάρω και να με δέρει ο αέρας. Κι εκεδά στα μισά του τσιγάρου, ημονολοούσα χτυπώντας την κεφαλήν μου με τις παλάμες: «Ήλεα, Κωσταντή, πως κάτι έχεις μες σε κεινοδά το καύκαλο, μα να που εν έχεις τίποτα… Βρε ντιπ! Ηπαράτησες τη δουλειά σου και το σπίτι σου και γυρίζεις τον τόπο για φούμα. Ντιπ για ντιπ!» Του δίνω μια του τσιγάρου και τονε σβηώ απάνω εις την πέτρα. Παλικαρίσα! Και γυρνώ στο κηπάρι σουρουπωμένος και εν τον ηξανάπιασα στα χέρια μου. Ποτές! Αυτοδά ήτονε.»  

Ε, κι εγώ, ανιψιέ, τον ήκουσα. Μα ξέρεις τι α πει «τον ήκουσα»; Τον ήνιωσα στις φλέβες μου… Και τον ήκοψα τον τσιγάρο μαχαίρι… Κάμε το ίδιο. Άκουσές με και α βρεις λυτρωμό…

Και κάτι ακόμη μου ‘πε στο τέλος που ε θα το ξεχάσω όσο ζω:
«Το φίλο που σου κάμνει καλό, εχετόνε για πάντα. Το φίλο που σου κάμνει κακό, άστονε να πάει στ’ ανάθεμα…»



Δημοσιεύτηκε στο ikariamag 9-1-2014

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Πεθερά σε στύλο




"... ναι, που λες, ο βασικός εχθρός τους είναι οι γέροι, κυρίως οι πολύ γέροι, όπως η πεθερά μου, να πούμε. Έκλεισε τα ενενήντα φέτος. Τους ρήμαξε, τους ήπιε το αίμα. Σαράντα χρόνια συναπτά, κάθε μήνα ντάγκα ντάγκα η συνταξούλα. Άκου με, αν μπορούσανε θα την εκτελούσαν στα τρία μέτρα. Αλλά δεν μπορούνε... Κι έτσι πάνε να τη στείλουνε με καρδιά, οι μαλάκες. Στα ογδόντα εννιά, που λες, της έρχεται της γριούλας η προειδοποίηση και καλά ότι θα κοπεί η σύνταξη, αν δεν πάει βεβαίωση σε μια βδομάδα ότι δεν εργάζεται. Τρέμει η γυναικούλα, έχει και το πάρκινσον "Τι να κάνω, λεβέντη μου, σάματι εργάστηκα ποτέ; Του πεθερού σου του μακαρίτη τη σύνταξη παίρνω, και τι βεβαίωση είναι αυτή τώρα, πού να πάω, τι να πω;" και τα λοιπά και τα λοιπά.

Και "φορτώνω" και πάω στο ταμείο.
-Τι ζητάτε, κύριοι;
-Βεβαίωση ότι δεν εργάζεται.
-Μα η δικιά μου εργάζεται.
-Σε ποιο τομέα;
-Στο στύλο, φίλε. Να τη δεις τη πεθερά μεσάνυχτα στο μπαράκι να σπάει μεσούλα τσίκι τσίκι και να γίνεται κάτω ο κακός χαμός. Λεφτά, φίλε, τις νύχτες, λεφτά...
Και με κοιτάνε τα ζώα με ανοιχτό το στόμα...
-Τι κοιτάτε, ρε; Το '24 γεννηθείσα ρε, το '24 γεννηθείσα, άντε μην κατεβάσω τίποτα καντήλια πρωινιάτικα...
Και τη συμπλήρωσα τη βεβαίωση, κορίτσι μου... Τι να 'κανα; Επιμένανε και μετά το βρίσιμο του μισαώρου. Έπρεπε να πάω και στη δουλειά.

Και πάω να την κάνω και μου φωνάζει στην πόρτα η προϊσταμένη.
-Τι είναι αυτά που γράφετε εδώ, κύριε;

Εντάξει, είπαμε να τους κάνω το χατήρι, αλλά αυτοί θέλανε να πηγαίνω κάθε δυο χρόνια και καλά ότι είμαι η γριούλα και να δηλώνω ότι δεν εργάζεται...
Ε, κι εγώ συμπλήρωσα: "Δεν εργάστηκε ποτέ, δεν εργάζεται σήμερα και είναι βέβαιο ότι δε θα εργαστεί και στο μέλλον. ΤΟ '24 ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ, ΜΑΛΑΚΕΣ!!!"