Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟΝ ΝΑΥΑΓΙΟΝ ΤΟΥ ΙΚΑΡΙΟΥ ΠΟΝΤΟΥ























Ακούσατέ με να σας πω πάλιν μια ιστορία
Τι συμφορά συνέβηκε στην νήσον Ικαρίαν
Μέσα στο Καραβόσταμο μες στόμορφο χωρίο
Είχε ο Ηλίας ο Τσαντές το πιο μεγάλο πλοίον
Κι όλοι το καμαρώνανε εις την γρηγοροσύνην
Στον πλοίαρχο ευχότανε χαλάλι να του γίνει
Κι έτσι περνούσε ευτυχής και πάντα αγαπούσε
Όλους γυναίκες και παιδιά τους πολυσυργιανούσε
Πάντα μέσα στο πλοίο του γιατίτανε μεγάλο
Τονα παιδί του έπαιρνε και άφηνε το άλλο
Προ πάντο τη γυναίκα του την πολυσυργιανούσε
Μονάχη δεν την άφηνε γιατί την αγαπούσε
Κι έτσι ο χάρος ζήλευσε εις την πολλήν αγάπη
Και το χωριό επότισε το πιο πικρό φαρμάκι
Στα χίλια εννιακόσια κι ακόμα δεκαπέντε
Αφουγρασθείτε μου καλά, μη πιάνετε να κλαίτε
Μαρτίου ήτανε οχτώ και Κυριακής το βράδυ
Που κατεβήκανε ψυχές ένδεκα μες τον  Άδη
Αφτον Πειραίαρχούντανε σαν άσπρο περιστέρι
Το πιο όμορφο καΐκι μας όπου δεν είχε ταίρι
Στον Εύδηλο προσήγγισε  να πάψει η φουρτούνα
Γιατί φορτίο είχανε πιο πάνω από τα μπούνια
Κι όταν εκαλοσύνισε κι είπανε να σαλπάρουν
Τότε κι η καπετάνισσα τους είπε να την πάρουν
Να πα μαζί των και αυτή που ήτανε κι ο γιος της
Πούχε τρεις μήνες να τον δει πούταν μονάκριβός της
Κι έτσι γίνη απόφαση μαζί των να μισέψει
Μέχρι τη Σάμο για να πα κι έπειτα να επιστρέψει
Γιατί για κειχε ναυλωθεί από μια εταιρεία
Τα βάρη τα επικίνδυνα κι ήρθε στην Ικαρία
Οι ναύται σα να το ξευραν πως θέλαν να πνιγούνε
Και τη στιγμή που διατάχθησαν δε θέλανε να μπούνε
Το πλοίο να σηκώσουνε να πα να ταξιδεύσουν
Κι απτη γλυκιά πατρίδα των δε θέλαν να μισέψουν
Ο πλοίαρχος επέμενε να παν να ξεφορτώσουν
Γιατί απεκεί εσκέπτετο στη Λέσβο να ποσώσουν
Γιατίχε λογαριασμοούς κι ήθελε να πληρώσει
Το πρώτο το φορτίο του και πάλι να φορτώσει
Να βάλει πάλι κάρβουνα για την Αλεξανδρείαν
Αυτά επρομελέταε από την Ικαρία
Μα μοίρα δεν ηθέλησε στο προμελέτημά του
Ο χάρος άρπαξε αυτόν σύζυγον και υιόν του
Τον τραγικόν τον θάνατον πολλοί συμμερισθήκαν
Τηνάλλη μέρα στας ακτάς σημάδια ευρεθήκαν
Σημάδια μαύρα κι άραχνα ήρθανε για να πούνε
Τα μαύρα να φορέσουνε τα μαύρα να ντυθούνε
Χήρες μανάδες και παιδιά να μη τους καρτερούνε
Τους άνδρες και τα τέκνα των δεν θα τα ξαναδούνε
Μα πάλι δεν πιστεύσανε καθένας γνώμη είχε
Οι άνθρωποι πως γλύτωσαν παρηγοριά υπήρχε
Μα όταν εξημέρωσε της πέμπτης η ημέρα
Πικρές φωνές αμέτρητες εγέμιση ατμοσφαίρα
Όταν είδον εις τας ακτάς σαν ψάρια ξαπλωμένα
Κορμιά πνιγμένα και γυμνά κι αφτη φωτιά καμένα
Ηύραν την καπετάνισσα μέσα στον ΑγΑρμένη
Σαν ψάρι που πάγει από φωτιά στην άμμο ξαπλωμένη
Ηύραν στον Άρην ποταμόν κατά καρσί στο μύλο
Τον πιο αστείο του χωριού τον πιο καλόν μας φίλο
Κι άφησε τρία του παιδιά γυναίκα και τον κλαίγαν
Λοστρόμος ήταν του καϊκιού Ηλία τον ελέγαν
Πόσο να τυραννήθηκε ποιος νους να μην πορήσει
Για να γλυτώσει τη ζωή ποιος θα  το μαρτυρήσει
Γιατί όταν τον εφέρανε μπρούμυτα γυρισμένο
Ήτο γυμνός, κατάμαυρος με σώβρακο σχισμένο
Συλλογισθείτένα χωριό εκείνη την ημέρα
Ώστε να κλαύσει αυτούς τους δυο εφέραν την Αυγέρα
Το πιο καλό κορίτσι μας με χάρες στολισμένο
Ποιος τόλπιζε για να το δει πνιγμένο το καημένο
Και να το βγάλη θάλασσα στο Κεραμέ που λένε
Και να το φέρουν στο χωριό και όλοι να το κλαίνε
Συλλογισθείτε τον παπά τον δυστυχή πατέρα
Αντί να δει τον γάμο της πνιγμένη την εφέραν
Συλλογισθείτένα χωριό ποιος είδε να μη κλαύσει
Μια ώρα και μια στιγμή τρία κορμιά να θάψει
Άλλο να κλαίει τη μάνα του άλλος τον αδερφό του
Άλλη να κλαίει τον άνδρα της και άλλος τον γαμπρό του
Νακούς κλαυθμούς και οδυρμούς παιδιά και να φωνάζουν
Από το κλάμα αναίσθητα πατέρα μου να κράζουν
Γιατί δεν ήτο μόναυτή η λύπη του χωριού μας
Τέσσερις ακόμη λείπουνε από τους ναυαγούς μας
Δημήτριος Τσιμπίδιος και Γιάννης Κουβαράκης
Ο πλοίαρχος του καϊκιού κι ο γιος του ο Γιαννάκης
Ο πλοίαρχος άφησε δυο ορφανά τρία ο λοστρόμος πέντε
Εξ ο Τσιμπίδης τέσσερα ο Κούβαρης  κάνουνε δεκαπέντε
Ήθελα ναχω ένα νου και για να προνοήσω
Τι θάνατο ηύραν αυτοί για να τον ιστορήσω
Και που να ήθελο Θεός να ζουν οι καημένοι
Και οι οχτώ που λείπουνε να είναι γλυτωμένοι
Ένας από τον Εύδηλο ο Κώστας το Σπεάκη
κι άλλος από τη Μεσαριά Νικόλας Τουρβαδάκη
Ποιος είννα δει τις μάνες των πώς ψάχνουν τακρογιάλια
Ίσως και να βρουν τα σώματα να μην τα φαν τα ψάρια
Οι μάνες τρέχουν από τη μια μεριά ταδέρφια από την άλλη
Με κλάμα κι αναστεναγμό επάνω στακρογιάλι
Ήταν ακόμη κι άλλοι δυο τ΄όνομα δε γνωρίζω
Ο ένας ήταν αφτη Χιο κι ο άλλος Σμυρνιός νομίζω
Την ίδια μοίρα είχανε κι ήτονε μοιρασμένοι
Να τους προσμένουν ζωντανούς και νανκι αυτοί πνιγμένοι
Να τους προσμένουν συγγενείς το Πάσχα να γιορτάσουν
Κι αυτοί να γίνουνε τροφή τα ψάρια να χορτάσουν
Κι έτσιν ο κόσμος ψεύτικος αρόδα και γυρίζει
Τον κόσμον άλλος χαίρεται κι άλλος αποχωρίζει
Έτσι κι εμείς μες το χωριό κει πουταν ανθισμένο
Τώρα μένει περίλυπο στα μαύρα ενδυμένο
Και με καρδιά κατάμαυρη κι ανυπομονησία
Θα περιμένουν για να μάθουνε απτάλλα τα νησία
Πας ο Θεός βοήθησε κι έκανε να γλυτώσουν
Ναλθουν μες τα σπιτάκια των τα ορφανά να σώσουν
Ιδέ αλλιώς μόνο Θεός να τους παρηγορήσει
Χήρες, μανάδες και παιδιά να μη τα απελπίσει
Και ο Θεός όπου τους έπλασε να αναπαύσει την ψυχή τους
Αν ίσως και πληρώσανε την υποχρέωσή τους
Και το χωριό παντοτινά θα είναι λυπημένο
Στα χρονικά του πάντοτε θα είναυτό γραμμένο
Το τραγικόν ναυάγιον για να τον συγχωρούνε
Ξένοι δικοί και χωριανοί και όσοι το ακούνε
Και το Θεό παρακαλώ να αναπαύσει την ψυχή των
Παρηγοριά να δίνει στις μητέρες, χήρες κι ορφανά
Και σόλους τους συγγενείς των
Μακόμα θα τους έγραφα μα είμαι κοπιασμένος
Κι από τη λύπη την πολλή είμαι αποσταγμένος.
Είμαι ο Στέλιος τΑργυράκη ο ποιητής
Εκ Δήμου Μεσαρίας
Κάτοικος Καραβόσταμου
Της νήσου Ικαρίας

Εν Καραβοστάμω Ικαρίας
Τη 13η Μαρτίου 1915
Ο ποιητής
ΣΤΥΛ. ΑΡ. ΚΟΝΤΟΝΙΚΟΛΑΟΥ
Λιθοξόοος