Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Λίγα φθινοπωρινά

Ει, σε σένα τα στέλνω.
 Επειδή δεν πρόλαβες το καράβι ή επειδή δε σκέφτηκες καν να το πάρεις μια και σου φαίνεται λίγο το διήμερο. Επειδή μένεις πια πολύ μακριά. Επειδή λιώνεις από νοσταλγία ή επειδή έχεις αρχίσει να ξεχνάς πια. Επειδή είσαι απ' αλλού και αναβάλλεις συνεχώς την επίσκεψη στα μέρη μας. Επειδή είσαι εκεί, αλλά δεν έχεις χρόνο ν' απολαύσεις τις στιγμούλες. 
 Παίρνω τα φθινοπωρινά που είδα, τα βάζω σε χάρτινο περιτύλιγμα από εφημερίδα για να μην ξεπαγώσουν στο ταξίδι, τα δένω σφιχτά  με σπάγκο και στα στέλνω δίχως όνομα παραλήπτη.
Θα σε βρουν εύκολα.
 Όχι πολλά, με πονά η μέση μου και δε μπορώ να σηκώνω.

Να, δυο ελίτσες...
















Ένα κλωνάρι ανθισμένης κουμαριάς
















Ένα σκιερό μοναπάτι με πορτοκαλί βουλίτσα, αγγελικό, φαντάζομαι...




















Ένα "σκυλομανίτη", μα όμορφο, που να 'χει ανάγκασμα,




λίγη σιωπή μετά το μάζεμα
















κι ένα μπουκέτο κυκλάμινα.
















Κίτρινα πλατανόφυλλα που κολυμπούν αμέριμνα
















και ξένοιαστες παρέες





















στου ήλιου τα χαϊδέματα!










Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011

Κάτω απ'τα χρυσοπράσινα φύλλα (συνέχεια)


 Το μάζεμα της ελιάς ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, όπως έχουμε πει και πιο παλιά, μα και δύσκολη. Δύσκολη, γιατί γίνονταν μια εποχή με πολύ κρύο και υγρασία. Τα δάχτυλα πάγωναν και γέμιζαν γδαρσίματα. Τα πρόσωπα ξεραίνονταν απ' τον παγωμένο αέρα. Το σώμα ολάκερο, στο τέλος της μέρας, απέμενε παράλυτο από την κούραση. Μα τα παιδιά σ' όλα βρίσκουν μια ευκαιρία για παιχνίδι. Είτε παραβγαίνοντας το 'να με τ' άλλο ποιο θα γεμίσει πρώτο τους κουβάδες είτε σκαρφαλώνοντας στους ψηλότερους κλώνους. Εμείς, το καλύτερο παιχνίδι το παίζαμε όταν πηγαίναμε για ελιές σ' ένα ξένο χωράφι, στην Ξανθή. Απαραίτητη προϋπόθεση να κάνει πολύ κρύο το προηγούμενο βράδυ, χατήρι που συνήθως γίνονταν. Περπατούσαμε με τα πρησμένα από τον ύπνο ματάκια μας κούτσα-κούτσα ως την Πλατανωπή, το δεύτερο ρέμα που συναντούσαμε στη διαδρομή. Λίγο πριν το γεφυράκι του παλιού μονοπατιού είχε ένα μεγάλο λείο βράχο. Καθώς βρέχονταν από τα νερά όλη μέρα το βράδυ πάγωνε, έκανε γλίστρα, όπως έλεγαν, και να, είχαμε ένα μίνι παγοδρόμιο, όλο δικό μας. Τα ματάκια μας ζωήρευαν τότε, κυλούσαμε χωρίς δισταγμό ένα-ένα πάνω στη γλίστρα και σκάγαμε στα γέλια. Πολλές φορές σκάγαμε και κάτω αλλά αυτό δε μας πτοούσε καθόλου. Τα χαχανητά ανακατεύονταν με τις τσιρίδες της μάνας και τ' αγριοκάτσικα σκορπίζονταν με θόρυβο στους πρόποδες της Κεφάλας τρομαγμένα από την ξαφνική φασαρία και τους αλλόκοτους επισκέπτες. Παρά την τόση κούραση, το βράδυ, στην επιστροφή, μας περίμενε ένα ακόμη παιχνίδι. Απαραίτητη προϋπόθεση, τώρα, να μην έχει φεγγάρι.
Κατεβαίνοντας τον πλακόστρωτο δρόμο προς την Αλάμα πέφταμε στην πιο σκοτεινή αγκαλιά. Η Αλάμα και το πέρασμα της τη νύχτα χωρίς φεγγάρι ήταν ένα κατόρθωμα για τους κατοίκους της περιοχής. Έχει μια σπηλιά εκεί, παράξενη, κλειστή με σίδερα, απ' όπου ξεχύνεται ένας χείμαρρος μέσα από τα σπλάχνα του βουνού και γύρω-γύρω θεόρατα πλατάνια που σκιάζουν ακόμη και το λιγοστό φως των αστεριών. Καραδοκούσαν εκεί, πέρα από τους κινδύνους που κρύβει το ορμητικό νερό, οι θρύλοι για καλομοίρες κι ανθρώπους που άφησαν στη σπηλιά τα κόκαλά τους προσπαθώντας να την εξερευνήσουν.
Το μόνο που μπορούσε να μας σώσει τη δύσκολη εκείνη στιγμή του φόβου που γεννά το πηχτό σκοτάδι ήταν το μουλάρι μας, ο Μάρκος! Καθόλου μη γελάτε.
Ο πατέρας μου παραδίνονταν σ' εκείνον, άφηνε το σκοινί και το ζώο ανελάμβανε ρόλο διασώστη. Δεν του δίνονταν καμία εντολή. Κανείς μας έτσι κι αλλιώς δεν έβγαζε κουβέντα. Η οικογένεια όλη ακολουθούσε πίσω του, παραδομένη, μουδιασμένη και τυφλή. Ο πατέρας κρατούσε την ουρά, η μάνα εκείνον, η αδερφή μου τη μάνα μου, ο αδερφός μου την αδερφή μου κι εγώ στο τέλος. Χωρίς μάτια πια, παρέα με το βρυχηθμό απ' το νερό που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μας, ακολουθούσα δίχως άλλη επιλογή,  μαντεύοντας τις πατημασιές των άλλων στα βραχάκια με τρέμουλο, βεβαίως, μα πιο πολύ με απορία για την παράξενη επιχείρηση. "Κι αν κάνει λάθος ο Μάρκος;"
-Δεν κάνουνε λάθος τα ζώα,... μου εξηγούσε με απίστευτη σιγουριά ο πατέρας μου, αφού πια είχαμε βγει από το θεοσκότεινο, εφιαλτικό πέρασμα- νικητές δίχως έπαθλο- κι είχαμε το κουράγιο να μιλήσουμε ξανά.
....ετούτα βλέπουν καλύτερα στο σκοτάδι και, κυρίως, έχουν ένστικτο, δεν είναι σαν εμάς τους ανθρώπους.

Την άλλη μέρα η ίδια διαδρομή. Τα ίδια παιχνίδια. Η τσουλήθρα και το τρενάκι του τρόμου.
Η παρ' άλλη ήταν Δευτέρα. Έπρεπε να πάμε στο σχολειό, να διαβάσουμε.
Να προοδεύσουμε, να μη χρειάζεται πια να μαζεύουμε τις ελιές. Να μπορούμε να τις αγοράσουμε. Σε βάζο με ετικέτα.
Να γίνουμε άνθρωποι. Να πάψουν οι κόποι, να ερημώσουν τα σκοτεινά περάσματα, να ξεχαστεί το ένστικτο. Τι να το κάνεις πια. Δε βαριέσαι...







Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Ο Ιωάννης Καντακουζηνός υπερισχύει


Τους κάμπους βλέπει που ακόμη ορίζει
με το σιτάρι, με τα ζώα, με τα καρποφόρα
δένδρα. Και πιο μακρυά το σπίτι του το πατρικό,
γεμάτο ρούχα κ’ έπιπλα πολύτιμα, κι ασημικό.

Θα του τα πάρουν — Ιησού Χριστέ! — θα του τα πάρουν τώρα.

Άραγε να τον λυπηθεί ο Καντακουζηνός
αν πάει στα πόδια του να πέσει. Λεν πως είν’ επιεικής,
λίαν επιεικής. Aλλ’ οι περί αυτόν; αλλ’ ο στρατός;—
Ή, στην κυρία Ειρήνη να προσπέσει, να κλαυθεί;

Κουτός! στο κόμμα να μπλεχθεί της Άννας —
που να μην έσωνε να την στεφανωθεί
ο κυρ Aνδρόνικος ποτέ. Είδαμε προκοπή
από το φέρσιμό της, είδαμε ανθρωπιά;
Μα ως κ’ οι Φράγκοι δεν την εκτιμούνε πια.
Γελοία τα σχέδια της, μωρά η ετοιμασία της όλη.
Ενώ φοβέριζαν τον κόσμο από την Πόλι,
τους ρήμαξεν ο Καντακουζηνός, τους ρήμαξε ο κυρ Γιάννης.

Και που το είχε σκοπό να πάει με του κυρ Γιάννη
το μέρος! Και θα τόκαμνε. Και θάταν τώρα ευτυχισμένος,
μεγάλος άρχοντας πάντα, και στεριωμένος,
αν ο δεσπότης δεν τον έπειθε την τελευταία στιγμή,
με την ιερατική του επιβολή,
με τες από άκρου εις άκρον εσφαλμένες του πληροφορίες,
και με τες υποσχέσεις του, και τες βλακείες.

Κ.Π.Καβάφης

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)








Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Σκυλίσια ζωή



Ναι.
Ή όχι;
Ή ναι, αν...
ή όχι, μα...
Ίσως;
Δεν απαντώ;
Αναλόγως;
Ή να κάμουμε το σταυρό μας...
ή άμετε στ' ανάθεμα!
Μπαρμπούτσαλα
ή κουραφέξαλα;
Έμπνευση ενός βλάκα;
Μέρος ενός σχεδίου έξυπνου;
Λόγος του πολίτη
ή παραλογισμός του θύτη;
Α, δεν...
θα κάτσω στον ήλιο και θα ψηφίσω ένα ναι και όχι με μπόλικες φουσκάλες.