Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

"Ερωτηματικά ψυχοσαββάτων"


Χειμώνας. Πριν τη βροχή. Όμορφα κι απόκοσμα. Και μαγικά...

Μνήμη Τάσου Κόρφη

Έρχονται οι φίλοι μού
χτυπούν την πόρτα
τι να τους πω θα τους ανοίξω πάλι
κι εξ άλλου χρόνια τώρα πεθαμένοι
κι εξ άλλου
χρόνια τώρα που κρυώνουν
Και το σκυλί – τι άβυσσος αλήθεια -
κουνώντας την ουρά
καλωσορίζει
Προς τι λοιπόν οι μάταιες αντιστάσεις;
Ποιος ορθοτόμος και
δικαιοκρίτης;
Και ποιος εγώ που δήθεν τοπογράφος
οριοθετώ
τον πάνω κόσμο από
τον κάτω κόσμο;
Και ποιος εσύ
που αμίλητος ανοίγεις
παλιά συρτάρια και
βαθιά σεντούκια
ψάχνοντας το χαμένο μυρογυάλι;
Και ποιος αυτός
που αντίκρυ μου στην τάβλα
χύνοντας δάκρυα φλογερά
μια πίνει κόκκινο κρασί και μια
την ερημιά των τάφων τραγουδάει;

Ορέστης Αλεξάκης
Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος (1989)









Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Σκούρα τα πράματα....

Ε, ναι. Τα πράματα είναι σκούρα εδώ...
Δεν επαρκεί πλέον ούτε το βαθύ κόκκινο.
Τα άλλα, της ελπίδας, τα δοκιμάσαμε.
Ούτε γαλάζιο ούτε πράσινο. Τέλειωσαν αυτά.

Κάτι φίλοι καρδιακοί ετοιμάζουν αύριο συνάντηση.
Πώς να μην πληρώνουμε.
Κουβάδες με κόλλα, αφίσες στο χέρι,
κάτι στο μάτι τους
που φεγγίζει από κείνο το φως
που 'χαν στα νιάτα τους.
Που πάλευαν για άλλα χρώματα.
Να τους ακολουθήσω;
Με κοιτούν με προσδοκία....
Δείχνω μια διάθεση επαναστατική ενίοτε
μα είμαι νομοταγής.
Φοβισμένη;
Δες το κι έτσι...

Σκούρα τα πράματα...
Κάποιοι άλλοι
μου χαρίζουν κάτι φωτοτυπίες
παράξενες, από την εποχή του τσάρου,
απαγορευμένες,
τρόμος.
Κυριάρχησαν ετούτοι;
Τι κάνουμε τώρα;
Τι θα πω στα παιδιά μου;
Μπορώ να τους τα πω;
Ποιο δρόμο πρέπει να χαράξουν;

Σκούρα τα πράματα...
Οι συνάδελφοι τα βάζουν με τους απεργούς.
Τους κοστίζει.
Ας έχουν τ' αμάξια.
Τους κοστίζει γιατί
ακούν στις ειδήσεις ότι κοστίζει
στους άλλους.
Κι εγώ, που μου κοστίζει πιο πολύ απ' αυτούς
είμαι με κείνους...
Παράξενο....
Να τους το πω;
Άντε τους το λέω... και με κοιτούν με απορία.
Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να καταλάβουν...
Οι ειδήσεις άλλα λένε...

Σκούρα τα πράματα.
Τα παιδιά με κοιτούν με τα ματάκια γουρλωμένα,
ζητούν κανόνες,
για τις εγκλίσεις,
τις υποτακτικές και τις περισπωμένες,
ποια γνώση θα τα σώσει;

 Κοιτάζω από το παράθυρο.
-Σκοτεινή μέρα, σήμερα, κυρία.
(Ναι, μα έχει ακόμη λίγο χρώμα.
Σκούρο, είναι αλήθεια, μα να μη γίνει μαύρο.
Παιδιά, όχι μαύρο, να προσέχετε...)

Δεν τους το λέω.
Ε, ναι, σκούρα τα πράματα.


Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Ιστορίες της παραλίας...

tirimata- είναι αρχές Ιουλίου και ο κόσμος λιγοστός ακόμη...

Η παραλία είναι η Μεσαχτή.
Στα μέσα Αυγούστου.
Στην αριστερή μεριά.
Εκεί που κάποτε ήταν η πρώτη καντίνα.
Οι "πελάτες" ντόπιοι κάθε ηλικίας, Ραχιώτες κυρίως.  Μωρά, παππούδες, ξαδέρφια, πανηγυριώτες, μουσαφιραίοι, επαναπατρίζοντες διάφοροι... Το  κοινό τους χαρακτηριστικό -εκτός από τη καταγωγή- το πάθος τους για την παραλία ετούτη καθώς και η επιμονή τους να παραμένουν σ' αυτή ως το σούρουπο ή ως το βραδάκι καλύτερα.
 Έρχεσαι εσύ ο Ευδηλιώτης, ας πούμε, κατά τις εννιά στον Αρμενιστή φορώντας τα καλά σου, φτιαγμένος, χτενισμένος  έτοιμος για τη βραδινή έξοδο και καθώς περνάς τη Μεσαχτή διακρίνεις διάφορες φιγούρες μες το σκοτάδι να κουνούν έντονα τα χέρια τους ζητώντας σου να σταματήσεις για να τους μεταφέρεις ως στο χωριό.
Στην αρχή τους περνάς για γκρούβαλους, μετά ανακαλύπτεις ότι δε φορούν παράξενες μπέρτες, αλλά μπουρνούζια και πετσέτες πολύχρωμες δεμένες στη μέση, ότι δεν έχουν το μαλλί ράστα, απλά είναι μπλεγμένο από τις ατέλειωτες βουτιές και την πολύωρη έκθεση στον ήλιο και στο αλάτι. Ε, και μετά δε σου μένει παρά να τους συνηθίσεις και να πατήσεις φρένο...

Εκείνα που δε συνηθίζονται όμως είναι τα όσα καθημερινά συμβαίνουν στην παραλία τούτη. Σκηνές απείρου κάλλους, σκηνές χαλάρωσης μοναδικές και σκηνές γενικά απίστευτες.
Εγώ της Μεσαχτής θαμώνας δεν είμαι. Έχω όμως κάτι φιλαράκια, εντελώς Ράχες, που λέμε, οι οποίοι δεν ξεκολλάνε από κει εάν δε βγει το φεγγαράκι. Και πάλι βλέπουμε.
Δεν απολαμβάνουν μόνο, παρατηρούν συμπεριφορές, καταγράφουν στο μυαλό τους φράσεις διάφορες και χαρακτηριστικές ικαριακές κινήσεις κι έτσι το χειμώνα έχουμε κάτι να αναμασάμε
και να γελάμε, βεβαίως.
Ο σκοπός αυτός είναι, πρωτίστως...

Ας πούμε....

Αύγουστος και η γιαγιά έχει κατέβει με το εγγονάκι για μπάνιο. Κάθεται δίπλα σε μια ξαδέρφη της. Εκείνη επιμένει πως πρέπει η γιαγιά να βάλει αντηλιακό στο παιδί οπωσδήποτε. Η γιαγιά έχει πιάσει κουβέντα και βαριέται. Επιπλέον το θεωρεί περιττό.
 "Εν έχει ανάγκη....",  "Για δε το, έχει μαυρίσει βρε κιόλας....", "Βρε εν το πιάνει τίποτα αυτό....", "Πανάγκασμά ντο για μικρό, αφού ε κάθεται βρε να του βάλω..."
και άλλες διάφορες φράσεις χρησιμοποιεί μόνο και μόνο  για να αποφύγει το πασάλειμμα. Η ξαδέλφη επιμένει και μαζί της τάσσονται και οι υπόλοιποι συγγενείς. 
Τα φιλαράκια που σας λέω κάθονται δίπλα και παρακολουθούν με αγωνία την εξέλιξη του έργου.
 Σε κάποια στιγμή τα νεύρα της γιαγιάς τεντώνουν. Όσο μπορούν βέβαια να τεντώσουν τα νεύρα μιας Ικαριώτισσας...  Και προκειμένου να τους βουλώσει τα στόματα επιτέλους, σηκώνεται αποφασισμένη, βουτάει με μια απότομη κίνηση το μικρό, που αμέριμνο έπαιζε με κάτι κουβαδάκια, και κρατώντας το από το μπράτσο αρχίζει να το περιφέρει δεξιά κι αριστερά επιδεικνύοντάς το μπροστά σε όλους, συγγενείς και ξένους ενώ παράλληλα αναφωνεί: 
"Τό 'δατε μωρέ;", "Να, δείτε το....","Είναι το είδος του τέτοιο...", "Είναι το είδος του τέτοιο, λέω. Το 'καμε ο Θεός ετσεδά που εν το πιάνει ο ήλιος, σας λέω"
Οι γνωστοί κι οι άγνωστοι αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν προκειμένου να γλυτώσουν το παιδάκι από το μαρτύριο, αν και δεν έδειχνε να πολυκαταλαβαίνει τι συνέβη και γιατί ανήκει σε διαφορετικό είδος από τα υπόλοιπα παιδιά... Ευτυχώς... Γύρισε γρήγορα στα παιχνίδια του ξένοιαστο όπως και πριν. 
Η γιαγιά περήφανη που κατάφερε να τους πείσει όλους, γυρνά με αθώο ύφος στα φιλαράκια μου, γνωστοί από το χωριό, και τους λέει: 
"Εν ημπορούνε βρε να καταλάβουνε πως ο κάθε άνθρωπος έχει το είδος του. Εν είμαστε μαθές ούλοι το ίδιο...."

Μια άλλη μέρα, συγκεκριμένη αυτή τη φορά, 16 Αυγούστου, είχανε μαζευτεί οι πανηγυριώτες στην παραλία....

Είχανε έρθει εκείνο το καλοκαίρι και κάτι "ξένοι", φίλοι που τους αρέσει πολύ η Νικαριά,  και αφού ξενυχτήσανε καλά καλά στα πανηγύρια των Ραχών και όχι μόνο, πήγαν κατά το μεσημεράκι στην παραλία. Ετούτοι είναι του χορού, δεν είναι του ποτού τόσο πολύ. Συνήθως δηλαδή επιστρέφουν νηφάλιοι. Πάνε λοιπόν στη Μεσαχτή να την αράξουν αλλά κάτι "βρώμαγε" στην ατμόσφαιρα. Κορμιά περιφέρονταν δεξιά κι αριστερά, χωρίς σκοπό, χωρίς ομιλία, χωρίς βλέμμα συγκεκριμένο καλά καλά. 
-Όλοι, μας έλεγε μετά ο ένας από αυτούς, επικοινωνούσαν με νοήματα κάνοντας νωχελικές κινήσεις τις οποίες εμείς δεν καταλαβαίναμε. Γνωστοί περνούσαν από μπροστά μας και έδειχναν να μη μας γνωρίζουν, σα να μην είμαστε εκεί. Σκιαχτήκαμε....
-Βρε, μπας έγινε κάνα κακό κι είναι όλοι έτσι κι εμείς πού 'μαστε ξενοχωρίτες δεν τό 'χουμε μάθει ακόμα; αναρωτιόμασταν. Εκείνη την ώρα, παιδιά, περνάει από μπροστά μας ένας τύπος, πρώτη φορά τον έβλεπα, γυρνά, με πλησιάζει, με κοιτά επίμονα και μετά φεύγει.
-Αμάν, τι ήθελε πάλι αυτός; αναρωτιέμαι. Τον παρακολουθώ, πηγαίνει μέχρι τα μισά της παραλίας, γυρνά και περνά ξανά από μπροστά μας. Πάλι το ίδιο επίμονο βλέμμα. Κρατιέμαι και δε μιλάω.
Την τρίτη φορά όμως, σχεδόν μου "την έπεφτε", έτσι που με κοίταζε.... Φουντώνω....
-Ρε φίλε, θες κάτι; Με ξέρεις και με κοιτάς, ε; Με ξέρεις; Είσαι με τα καλά σου ή όχι;
Ο άνθρωπος κοντοστέκεται έντρομος και με κοιτά με γουρλωμένα μάτια αλλά με διαφορετικό βλέμμα από πριν. Σα νά 'τανε άλλος.
-Ρε φιλαράκο, εγώ σε κοιτώ; Πας καλά; Γιατί να σε κοιτώ; Σε ξέρω;
-Εσύ με κοιτάς, τρελός δεν είμαι. Πέρασες πολλές φορές από μπροστά μου, με κοίταζες καλά καλά κι έφευγες.
-Εγώ; Έλα Παναγία μου, ξαναπέρασα εγώ από δω και δε το θυμάμαι; αναρωτιόταν με αφοπλιστική ειλικρίνεια. 
Σε κάποια στιγμή παραιτείται από τις πολλές σκέψεις και με ρωτά:
-Να σου πω, στο πανηγύρι ηπήες εχτές;
-Πήγα, ε και λοιπόν;
-Αααα, λοιπόν κι εγώ πήγα κι όχι μόνο εγώ αλλά κι όλοι αυτοί που βλέπεις εδωνά.... Φίλε, γυρνά και μου λέει με μεγαλύτερη ένταση στη φωνή και πιάνοντας με από τον ώμο, δεν ξέρω αν τό 'χεις πάρει είδηση... Φίλε, υπολειτουργούμε φουλ.... άκρη δεν είναι για να βγάλουμε. Άμε κάμε το μπανάκι σου...

Ή αυτή η ιστορία....

Το κοριτσάκι κατέβηκε από το Χριστό μαζί με τον πατέρα του για μπάνιο. Είναι στην εφηβεία όμως και δε θέλει να κάτσει αριστερά αλλά να προχωρήσει προς την τρίτη καντίνα που συχνάζει η νεολαία. Ο πατέρας ανένδοτος. 
-Α κάμεις εδώ το μπανάκι σου κι ύστερα α πάμε όμορφα όμορφα σπίτι.
Παράλληλα αρχίζει τις επισκέψεις στις τριγύρω ομπρέλες καθώς από κάτω βρίσκονται χωριανοί, φίλοι και συγγενείς.
-Ήντα κάνετε; Καλά; Να εδώ να ήρτα με το μικρό για μπάνιο...
Το μικρό βέβαια είχε μουλαρώσει και για μπάνιο δεν έμπαινε, αλλά ο Ραχιώτης ανέμελος.
-Έμπα, είναι ζεστό, βρε. 
Κι ύστερα από λίγο πάλι....
-Α χάσεις τέτοια μέρα; Έμπα βρε, εσένα περιμένω, έλεγε αλλά η μικρή ανένδοτη. 
Πήγαινε μέχρι την άκρη, έβρεχε τα ποδαράκια της και γύρναγε πίσω με κατεβασμένα μούτρα.
Το σκηνικό κράτησε πολλές ώρες. Χωρίς ένταση, χωρίς φωνές, μοναχά η υπενθύμιση που και που.
-Βρε, έμπα... 
Κι ύστερα κουβέντα πάλι με τους συχωριανούς...
Ο ήλιος βασίλεψε, οι άνθρωποι άρχισαν τα μαζεύουν και ο πατέρας, ξαπλωμένος σε μια ψάθα δίπλα στα φιλαράκια μου, αποφασίζει να παίξει το τελευταίο του χαρτί.... Με δυνατή φωνή αυτή τη φορά.
-Είναι εκατόν τοις εκατό βέβαιο ότι α κάμεις σήμερα μπάνιο ή υπάρχει απλώς μιαν υπόνοιαν; 

Αχ, πόσο έχουμε γελάσει μ' αυτό... Χρόνια ολόκληρα...
Τώρα πια η φράση ακούγεται πολύ συχνά στην παρέα όταν κάποιος αργεί να πραγματοποιήσει κάποιο σκοπό.
"Είναι εκατόν τοις εκατό βέβαιο ότι α ............. ή υπάρχει απλώς μιαν υπόνοιαν;"


Επίσης έχουμε ανάγει σε παροιμιώδη τη φράση "υπολειτουργούμε φουλ" και τη λέμε κάθε φορά που δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς τι κάνουμε λόγω φόρτισης συνήθως ή καταχρήσεων σπανίως.

Τέλος, όταν πετύχουμε κάναν παράξενο άνθρωπο που δεν καταλαβαίνουμε ακριβώς τις αντιδράσεις του ξεμπερδεύουμε με το γνωστό πια "είναι το είδος του τέτοιο" και όλα καλά.

(Δε διστάζουμε επίσης να το χρησιμοποιήσουμε και κάθε φορά που παρασυρόμαστε από  τον έντονο συναισθηματισμό και παρορμητισμό μας και κάνουμε πράγματα που δεν υπακούν σε καμία λογική του κόσμου ετούτου.
 "Μη με μαλώνετε, ρε παιδιά, είναι το είδος μου τέτοιο...")


Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

Από πέτρα κι όνειρο


 φωτογραφία tirimata - Καρκινάγρι

"Υπάρχουν άνθρωποι, παιδί μου..."
-μού 'λεγε πριν χρόνια ο  πατέρας μου
με τη σοφία του γέροντα-
"...που είναι ό,τι βλέπεις. Κείνο μονάχα. 
Μια πέτρινη πλάκα επίπεδη. 
Τίποτ' άλλο. 
Καλή. Μπορείς απάνω εκεί να κάτσεις 
και να ξαποστάσεις για λίγο. 
Μπορείς και να την πάρεις και να χτίσεις. 
Πεζούλες, σπίτια, ό,τι χρειαστείς.
Μα 'ναι τούτο δα που βλέπεις μόνο. 
Μια πλάκα επίπεδη. 
Τίποτα δε μπορούνε να κάμουν παραπάνω 
από κείνο για το οποίο φτιάχτηκαν από το Θεό. 
Κι έτσι όπως πλάστηκαν είν' άνθρωποι σκληροί. 
Εύκολα δε σπάνε.
Μα και να σπάσουνε,
τίποτα δε θα βρεις από κάτω, 
παρά μονάχα ίσως κάνα σκόρφη 
με τις δαγκάνες σηκωμένες."

.....................................................................

"Υπάρχουν όμως κι άλλοι..."
-συνέχισε, γυρνώντας
 το βλέμμα στον ορίζοντα-
"...που 'χουνε μέσα τους κόσμους ολάκερους.
Βουνά χιονισμένα μ' απάτητες βουνοκορφές, 
λιβάδια με λουλούδια πολύχρωμα, 
αέρηδες, μπουρίνια, νησιά και πέλαγα, 
φεγγάρια παράξενα
κι ηλιοβασιλέματα όμορφα.
Ό,τι μπορεί ο νους σου να φανταστεί.
Κι έτσι αλλόκοτοι 
όπως είναι από τη φύση τους πλασμένοι 
σ' άλλους φαντάζουν όμορφοι 
και σ' άλλους επικίνδυνοι.
Ετούτοι πάλι σπάνε εύκολα, 
διαλύονται σε χίλια δυο κομμάτια,
με το παραμικρό ασήμαντο που θα τους συμβεί
φτάνει στα μάτια τα δικά τους
το σπουδαιότερο να φαίνεται του κόσμου....
Μα μπορούν να γεννιούνται και ν' ανθίζουν πάλι
σε μια στιγμούλα μοναχά
φτάνει κάτι νά 'βρουνε  να τους ενθουσιάσει
Ας είναι για τους άλλους τόσο δα,
ασήμαντο και πάλι.
.....................................................................
Έτσι είν'  οι άνθρωποι, παιδί μου,
 δυο λογιών."







Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Μια νοσταλγική Δευτέρα...

φωτογραφία tirimata- από ένα αγαπημένο καλοκαίρι- στη Νικαριά, βέβαια
   


Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος του άσωτου ουρανού,
ω! της αυγής κροκάτη γάζα
γαρούφαλλα του δειλινού,
λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!



Κ Βάρναλης











Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

"Το υπόγειο"

φωτογραφία από εδώ

Σ΄ ένα στενό, κάθετα στην Κωνσταντινουπόλεως, υπάρχει μια όμορφη θεατρική γωνιά. Το Βαφείο. Τη γνώρισα φέτος, πριν λίγες μέρες. Μπαίνεις μέσα με μια μικρή επιφύλαξη. Παρέες παρέες η μια στριμωγμένη δίπλα στην άλλη. Σαν ένα μεγάλο σπίτι που περιμένει τους επισκέπτες του για μια όμορφη βραδιά. "Ελάτε", μας φωνάζει ένας από τους οικοδεσπότες, "αρχίζει η παράσταση σε λίγο". Μπαίνουμε σ' ένα στενό διάδρομο. Από κει μια μικρή σκάλα φωτισμένη μόνο με κεριά.
"Προσέχετε το κεφάλι σας", μας λένε ευγενικά και μας καθοδηγούν προς τη σκηνή. Τι παράξενη!
 Σαν μια μυστική φωλίτσα κι εμείς οι θεατές σαν μυσταγωγοί κάποιου παράνομου θεάματος. Έγκλειστοι, θαρρείς. Καθόμαστε και περιμένουμε χωρίς να μιλάει κανείς μας. Και τότε εμφανίζεται ο ηθοποιός. Στο φως των κεριών κι αυτός, μόνος...
 Η φωνή του μας συνεπαίρνει, μας οδηγεί στις βαθύτερες σκέψεις μας, κείνες που δεν τολμάμε να τις πούμε ποτέ δυνατά ούτε στον ίδιο μας τον εαυτό.
Ντοστογιέφσκι. "Το υπόγειο". Θεατρική διασκευή η Μάρω Βαμβουνάκη. Σκηνοθεσία ο Χρίστος Τσάγκας. Ο ηθοποιός, ο Στέργιος Ιωάννου. Κάπου τον ξέρω, μα και πάλι δεν είμαι σίγουρη. Μαζί του η Μαρία Καραζάνου, επίσης υπέροχη .
Μαγευόμαστε κυριολεκτικά. Κλεινόμαστε κι εμείς στο πιο βαθύ υπόγειο της ψυχής μας και παράλληλα φεύγουμε από το χώρο κι ακολουθούμε τις διαδρομές που μας χαράζουν τα λόγια του. Ο άνθρωπος και η εικόνα που έχει για τον ίδιο του τον εαυτό, η γνώση, η ελευθερία της βούλησης, η μοναξιά και η απομόνωση, τα αιώνια αναπάντητα ερωτήματα της ύπαρξής μας, δοσμένα τόσο απλά χωρίς να προκαλούν θλίψη, μιζέρια. Το αντίθετο, τολμάς και να γελάσεις ακόμη με τις συναρπαστικές διαδρομές της σκέψης του ήρωα που κάτι σου θυμίζουν, κάτι σου θυμίζουν...Απ' τις δικές σου ίσως;
Α, υπέροχο. Ειρωνεία, αυτοσαρκασμός και παράλληλα οι  βαθύτερες σκέψεις, οι  αδάμαστοι φόβοι, όλα μαζί σ' ένα υπέροχο πάντρεμα, τόσο ανθρώπινο και ξεκάθαρο ταυτόχρονα.
 Δεν υπάρχουν σκηνικά ακριβά, φωτισμοί, πρόγραμμα, σκηνικές ανατροπές.
Αλλά τίποτα δε σε κάνει να βαρεθείς.
Τούτος ο ηθοποιός κάνει τις πιο θεαματικές ανατροπές με μια του κίνηση, μ' ένα του βλέμμα. Μ' ένα μόνο άναμμα ενός κεριού. Δίνει όλη του την ψυχή. Κι ύστερα, μετά από ένα αβίαστα θερμό χειροκρότημα, μένει εκεί.
Σκύβει και μαζεύει τα χαρτιά που είχε πετάξει κατά τη διάρκεια της παράστασης και μας κοιτά με χαμόγελο. Μας σφίγγει το χέρι και μας ευχαριστεί που ήρθαμε. 
Τι όμορφα! Πόσο απλά!

Ένα ταξίδι αξέχαστο. Κυριακή απόγευμα. Βγαίνω και η Αθήνα μου φαίνεται πιο όμορφη και πιο καθαρή. Θαρρείς και χάθηκαν μεμιάς τα σκουπίδια του κόσμου όλου...




Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Τ' αεροπρίονα και η σχετικότητα της ομορφιάς


 Καλοκαίρι, ζέστη και όρεξη για κουβέντα. Σε χαλαρούς τόνους. Κείνο που κάνει τους Καριώτες ευτυχισμένους ίσαμε εκεί που δεν παίρνει άλλο. Και παλιές ιστορίες που κρύβουν αναμνήσεις μοναδικές και διδάγματα. Μ΄αρέσει από παλιά να τις καταγράφω κι έχω σωρούς από χαρτιά με δαύτες. Με μολύβι , με στυλό, στον υπολογιστή αργότερα, χαρτιά κίτρινα, γράμματα δυσανάγνωστα, ακόμη και σε χαρτοπετσέτα κάποιες. Για να μην ξεχαστούν κυρίως αλλά καμιά φορά και για να υπάρχει ένα καταφύγιο για τις δύσκολες ώρες. Πιάνω τυχαία μια από αυτές, συλλογιέμαι, γελάω και γυρνώ για λίγο"σπίτι" με την ευρύτερη έννοια του όρου. Είδα ότι υπάρχουν κι άλλοι παλαβοί σαν και μένα, που τους αρέσουν κάτι τέτοια και πήρα θάρρος. Να πλουτίσουμε τη συλλογή...


φωτογραφία από εδώ
Καλοκαίρι λοιπόν, ζέστη κι όρεξη για κουβέντα. Κάτι για την ομορφιά λέγαμε...

-Ηζούσε, μου λέει ο πατέρας μου, μια γυναίκα, ε θα την ήφτασες εσύ, άσχημη. Που πιο άσχημη εν υπήρχε εκείνα τα χρόνια σ' ούλα τα χωριά μα και σ' ούλο τον κόσμο μου φαίνεται. Άσχημη στη θωριά, στην ομιλία, στο σουλούπι, σ' όλα της.
Ήτονε παντρεμένη με τον τσε Βαγγέλη. Κι αγαπημένοι πολύ. Τον ελέγανε έτσι, γιατί στην αρχή της κάθε φράσης που έλεγε έβαζε κι ένα "τσε".


Διακόπτει εκείνη την ώρα την αφήγηση. Σκέφτεται μάλλον πώς να συνεχίσει. Ή ίσως πώς να με βάλει στο κλίμα της εποχής. Και ξαναρχίζει σε άλλο τόνο.

.....Κείνα τα χρόνια, λοιπόν, παίρνανε το κυπαρίσσι, όσοι ασχολούνταν με την ξυλεία, και το κόβανε με αεροπρίονα. Άκου να μάθεις πως ηγίνουνταν αυτή η δουλειά. 
Στεριώνανε τον κορμό στην άκρη του πεζουλιού, έτσι ώστε να εξέχει το μισό μέρος περίπου. Ο ένας στεκότανε στο πάνω πεζούλι και τοποθετούσε το πριόνι, έτσι ώστε να κόψει το ξύλο σε σανίδες και ο άλλος ήτανε στο κάτω πεζούλι και ηζόριζε το πριόνι έτσι ώστε να μπορεί να κόψει.
Μόνο που αυτός που ήτονε από κάτω έτρωγε στα μούτρα όλο το πριονίδι.
Κόβανε λοιπόν μια μέρα έναν κορμό, ο Καπούπουνας, που είχε σταθεί στο πάνω μέρος της πεζούλας και ο τσε Βαγγέλης που βρισκότανε από κάτω. Όπως ηδουλεύανε το πριόνι, ήπεφτε όλο το πριονίδι στο πρόσωπο του κακόμοιρου του τσε Βαγγέλη. Μάλιστα όσο αγωνιζότανε και ίδρωνε τόσο το πριονίδι κόλλαγε εντελώς πάνω του και τον είχε κάμει αγνώριστο.


Κάποια στιγμή ηγανάκτησε, τα βροντάει κάτω και βάζει τις φωνές:
-Τσε, καλά να πάθω, που μου δόθηκε κι εμένα, μια φορά στη ζωή μου η ευκαιρία να ζήσω σαν άνθρωπος και την ηπέταξα....
Το 'λεγε και το ξανάλεγε σχεδόν κλαμένος από την αγανάκτηση.
Ο Καπούπουνας προσπάθησε να τον ηρεμήσει κι όταν ηπέρασε η ώρα και κάπως τα κατάφερε, ανάβουνε ένα τσιγάρο και τον ερωτάει, έτσι για να ξεφύγουν λίγο από την ένταση.
-Και δε μου λες, ποια ήτονε κείνη η ευκαιρία που σου 'χε τύχει παλιά και μας την εκρατάς κρυφή;
Ο τσε Βαγγέλης άλλο που δεν ήθελε. Άρχισε να του διηγείται για μια ιστορία που 'χε σαν ήτανε νεαρός κι είχε πάει να δουλέψει στα κάρβουνα. Του 'χανε κάνει, λέει μια πραξονιά με μια κοπέλα που 'χε μεγάλη προίκα και τον ήθελε πολύ. Θα 'τανε τώρα μέγας και τρανός κι ούτε που θα 'χε ανάγκη να δουλέψει ποτέ του.
- Βρε, και γιατί είπες όχι; Λένε όχι σε τέτοιες προτάσεις; τον ερωτά ο Καπούπουνας με γνήσια απορία.
Ο τσε Βαγγέλης σκύβει συνωμοτικά στο αυτί του Καπούπουνα και του λέει χαμηλόφωνα:
-Τσε, ήτονε λίγο ασκημούτσικη....


Αμάν!  έλεγε ο Καπούπουνας αργότερα στους φίλους του, ο οποίος ήξερε πολύ καλά ποια γυναίκα είχε παντρευτεί τελικά ο τσε Βαγγέλης. Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δεν είπα τίποτα. Εκοίταζα μονάχα γύρω μου να δω αν ήτανε κι άλλος άνθρωπος που 'χε ακούσει αυτή τη κουβέντα , γιατί α τό λεγα και ε θα με πίστευε κανείς.

Ο πατέρας μου, ως γνήσιος Ικάριος γέροντας, σταματά την αφήγηση και στρέφει τα μάτια χάμω. Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα έχει την κατακλείδα έτοιμη.

-Σκέψου, παιδί μου, πόσο όμορφη θα φαίνονταν στα μάτια του τσε Βαγγέλη η γυναίκα του, που για χάρη της αρνήθηκε την άνετη ζωή για να ζει στερημένος και  ταλαίπωρος, αλλά κι ευτυχισμένος πλάι στη γυναίκα που αγάπησε. Κι ας ήτονε για μας η ασχημότερη που υπήρχε. 











Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Η παύση των 30''...

φωτογραφία: tirimata
Μ΄αρέσει από παιδί να συνομιλώ με Ικάριους γέροντες. Και να μη μ΄άρεσε δηλαδή αυτοί ήταν που σύχναζαν στην πλατεία, αργόσχολοι συνήθως, αυτοί ήταν που με καταδέχονταν ως ισότιμο μέλος της συντροφιάς, αυτοί ήταν που μ΄έκαναν ταβλαδόρο από νηπιακή ηλικία και  αυτοί που μου εκμυστηρεύονταν μαζί με ανέκδοτα, διηγήσεις, ερωτικά σκάνδαλα του τόπου και πολεμικά κατορθώματα των εκάστοτε μαχών που έλαβαν μέρος, τα πιο σοφά μυστικά του κόσμου. Κείνες τις κουβέντες, ντε, που λίγο μοιάζουν με παροιμίες, λίγο με αποφθέγματα σπουδαίων... Οι Καριώτες ξέρετε τι εννοώ...
Να...κείνες τις κουβέντες τις σύντομες αλλά τόσο σοφές που κάναν κι ένα μικρό παιδί να μένει με το στόμα ανοιχτό και κυρίως που κάναν όλους όσοι παρευρίσκονταν να γυρίσουν και να θαυμάσουν το γέροντα που τις ξεστόμισε. Αυτό ήθελαν. Την προσοχή όλων . Όχι για ν' ακούσουν καλά λόγια, μα για να 'ναι σίγουροι πως ό,τι θα πουν θα μείνει στο μυαλό των ακροατών για πολύ πολύ καιρό.
Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ποτέ τον τρόπο που οι γέροντες σιωπούν πριν πουν τις φιλοσοφίες ετούτες. Ε, λοιπόν, μένουν σιωπηλοί κι ασάλευτοι για περίπου 30 δευτερόλεπτα, μπορεί και για περισσότερο ανάλογα με τη βαρύτητα της κουβέντας. Μη σας φαίνεται παράξενο.  Έτσι είναι σίγουροι και ότι αυτά που θα πουν θα 'ναι σωστά και μελετημένα όπως πρέπει και ότι το ενδιαφέρον όλων θα στραφεί πάνω τους καθώς η ακινησία και η παύση τούτη, όπως και να το κάνουμε, προκαλεί μια εντύπωση.
Α, τρελαινόμουν για τέτοιες σκηνές. Τις παρατηρούσα από τότε, τις παρατηρώ και σήμερα με μεγάλη προσοχή.
Κάπως έτσι ξεκινάει η υπόθεση...
Προηγείται μια συζήτηση για οτιδήποτε. Ας πούμε στον καφενέ του χωριού. Για το πιο ασήμαντο που μπορεί κάποιος να φανταστεί... Ας πούμε για το ποιος έχει σειρά να ποτίσει αύριο τον κήπο του. Ή για το πιο σημαντικό που μπορεί κάποιος να φανταστεί... Ας πούμε για την ύπαρξη του Θεού.
Ο γέροντας παρακολουθεί με ενδιαφέρον και ενίοτε συμμετέχει ενεργά στην κουβέντα. Κάποτε η συζήτηση φτάνει σε αδιέξοδο ή απλά λήγει.
 Σηκώνονται τότε να φύγουν απ' τον καφενέ και να πάνε στα σπίτια τους. Ο γέροντας όμως δεν ακολουθεί τις κινήσεις των άλλων. Μένει ακίνητος, κρατά τη μαγκούρα και στυλώνει τα μάτια στο πάτωμα του καφενέ. Κι ύστερα από 30 δεύτερα περίπου, αφού έχουν όλοι γυρίσει και τον κοιτούν με περιέργεια, ξεστομίζει με καμάρι τη φράση που σκέφτηκε ως  κατακλείδα της συζήτησης. Μια φράση πάντα με διαχρονική αξία, σοφή, πολύτιμη. Κάποιες φορές με εύθυμο ύφος κάποιες άλλες με έντονα δραματικό.
Οι υπόλοιποι κουνούν το κεφάλι σιγομουρμουρίζοντας... "Ε, άμε...", "Έτσε δά 'ναι..." κτλ και πάνε σπίτια τους έχοντας αυτό να σκεφτούν, το τελευταίο που άκουσαν.


Σήμερα τα πράγματα έχουν κάπως αλλάξει. Οι παραθεριστές δε γνωρίζουν από τέτοια.
Καταρχήν τριάντα δευτερόλεπτα σιωπής είναι πολλά γι' αυτούς. Τους προκαλεί αμηχανία, νιώθουν άβολα με τη σιωπή, δεν την έχουν συνηθίσει. Προτιμούν την κίνηση, τη δράση, το τρέξιμο, την ακατάσχετη φλυαρία.
 Έτσι όταν η συζήτηση φτάνει προς το τέλος δεν δίνουν σημασία στο γέροντα, σηκώνονται βιαστικά και τρέχουν δεξιά αριστερά. Όχι πως έχουν κάτι σημαντικό να κάμουν, να, άλλος να βάλει το μαγιό του πχ, άλλος να τηλεφωνήσει κάπου, άλλος να δει κάτι στην τηλεόραση. Σε δουλειά να βρισκόμαστε...
Ο κακόμοιρος ο γέρος, σηκώνει το βλέμμα, γυρνά προς το ακροατήριο να ξεστομίσει το φοβερό απόφθεγμα που μόλις σκάρωσε και δε βλέπει ...ψυχή!
Αν είναι εκεί κάνας ντόπιος από μας που το ξέρουμε το παραμύθι και δε σκαμπάζουμε κι από βιασύνες, έχει καλώς. Τον ακούμε με σεβασμό, λέμε το γνωστό "έτσε δά 'ναι..." και ικανοποιείται προς ώρας.
Ακόμα κι εμείς όμως ξεχνιόμαστε κάποιες φορές, ειδικά όταν έχουμε καιρό να πατήσουμε το ποδάρι μας κάτω κι έχουμε χάσει και τ' αυγά και τα καλάθια.

Θα αναφέρω ένα ωραίο παράδειγμα να γελάσουμε. Πριν λίγους μήνες, μόλις έχω κατέβει στο νησί και κάθομαι στο τραπέζι με τους γονείς και τα πιτσιρίκια. Ένας ένας σηκώνεται και πάει για ύπνο, μεσημέρι καλοκαιριού βλέπετε. Ο πατέρας μου συνήθως σηκώνεται αφού οι υπόλοιποι έχουμε φάει, έχουμε κοιμηθεί και έχουμε ξυπνήσει κιόλας. Αλλά μια και είναι λίγες μέρες που 'μαι κάτω λέω να του κάνω παρέα. Καθώς λοιπόν προσπαθώ να μαζέψω το νεροχύτη του απαριθμώ τα σχέδια που έχω στο μυαλό μου.
"Λοιπόν, μπαμπά, θα κάνω τούτο, θα κάνω τ' άλλο κι ύστερα θα πάω εκεί κι αν πάνε καλά τα πράματα θα...θα..." Εκείνος χαμογελά και μου απαντά. "Ναι, παιδί μου μόνο να βιαστείς γιατί εν είσαι και μικρή.."
"Τι; Εννοείς δηλαδή πως είμαι μεγάλη; Μπράβο, έτσι να μου λες να μ' απογοητεύεις εσύ..." αρχίζω εγώ τη μουρμούρα καθώς έπλενα τα πιάτα. Τον εξάψαλμο τού 'συρα. Απάντηση καμία. Τον κοιτάζω, με την άκρη του ματιού μου. "Βρε, μπας θύμωσε; " σκέφτομαι.
Έχει σηκωθεί, στέκεται ακίνητος με τα μάτια στο πάτωμα, ένα βήμα πριν ανοίξει την πόρτα να πάει στο δωμάτιο. Αρχίζω ν' ανησυχώ κι επαναλαμβάνω την ερώτηση λίγο πιο μαλακά."Τι; Εννοείς πως είμαι μεγάλη, καλέ μπαμπάκο;"
 Εκείνος εκεί. Ακίνητος, αμίλητος. "Πάει" λέω από μέσα μου "αρχίζουμε να το χάνουμε... " Πλησιάζω αργά σκουπίζοντας τα χέρια μου στην ποδιά κάπως φοβισμένη από το θέαμα.
Όταν φτάνω σε κοντινή απόσταση, γυρίζει και μου λέει με ύφος σοβαρό πολύ κοιτώντας με κατάματα "Η ζωή, παιδί μου, είναι σαν τον ήλιο."
"Ωχ, ωχ, ωχ" σκέφτομαι εγώ από μέσα μου. "Ορίστε;" του λέω μαλακά μαλακά μην τυχόν και τον ταράξω.
"Σαν τον ήλιο, σου λέω", συνεχίζει εκείνος που έχει πάρει θάρρος τώρα καθώς έχω παρατήσει όλες τις δουλειές και τον παρακολουθώ με τη δέουσα προσοχή.
"Είσαι στο χωράφι και τονε βλέπεις καθώς ανεβαίνει και λες από μέσα σου: Βρε, δουλειές που θα κάμω σήμερα... Κι αρχίζεις να κάνεις σχέδια. Και τούτο και τ' άλλο. Όλα αυτά ίσαμε να πάει μεσημέρι. Έτσι και κάμει πως πιάνει την κατηφόρα; Ε, για πότε ήρτε τ' απόγεμα, για πότε ηνύχτωσε ούτε που το παίρνεις είδηση. Και τα μισά μένουν ακάμωτα...Τούτο δα εννοώ. "
Ανοίγει την πόρτα και χάνεται στο δωμάτιο ικανοποιημένος που μ' άφησε σύξυλη και ανίκανη να του φέρω αντίρρηση.
Και χαρούμενη κατά βάθος, τούτο δεν το 'ξερε, που το μυαλό του ήταν ακόμη δυνατό, πιο δυνατό από το δικό μου που βιάστηκα και τόλμησα να παρεξηγήσω τη σιωπή λίγων δευτερολέπτων ή λίγων λεπτών, δεν έχει σημασία.

Γιατί τα γράφω όλα τούτα; Να σας πω... Είχε καιρό να μ΄απασχολήσει το θέμα καθώς εδώ που μένω οι παύσεις δεν συνεπάγονται σοφία, μάλλον αποξένωση. Δεν χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν την προσοχή των άλλων, γιατί απλά οι άλλοι έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. Δεν παράγουν σκέψη και λέξεις όμορφες που συνταιριάζονται σωστά κι αρμονικά, γιατί η σκέψη είναι έτοιμη σε συσκευασίες ειδήσεων και οι λέξεις απλά το περιτύλιγμά τους προορισμένο μονάχα για τον κάδο ανακύκλωσης...

Μα να, κοίταζα στον Όμηρο τον τρόπο που ο Αντήνωρ, γέροντας της Τροίας, περιγράφει τον Οδυσσέα. "....αλλ΄' όταν ο πολύβουλος σηκώθηκε Οδυσσέας, στέκονταν με τα μάτια του στη γη προσηλωμένα, και μήτ' εμπρός το σκήπτρο του κινούσε μήτ' οπίσω και το βαστούσε ασάλευτο σαν πράξη να μην είχε, θά λεγες που 'ναι ένας μωρός κι από χολήν γεμάτος. Αλλ' άμα από τα στήθια του βγήκε η φωνή η μεγάλη και ωσάν πυκνές χιονόψυχες οι λόγοι του πετιόταν, θνητός δεν ήταν άξιος να μετρηθεί μ' εκείνον. Και τότε δε μας ξίπασεν η όψις του ωσάν πρώτα..." μετ. Ι. Πολυλάς. 

Εντάξει, το ξέρω πως σύγκριση δεν υπάρχει, μα μου 'φερε αλήθεια στο μυαλό τους γέροντες της Νικαριάς. Τη σιωπή τους, την ακινησία τους, το θαυμασμό που προκαλούν με τα λόγια τους.
Αν έχεις το χρόνο και το μυαλό να τους ακούσεις βέβαια... Και να με συμπαθάτε.