Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Οι παρεξηγημένοι

Ο ένας κάθεται στο παγκάκι της πλατείας. Γαμπρός στο νησί, λάτρης της φύσης και της πεζοπορίας. Ο άλλος, λίγο μέτρα πιο κει, με τα ψώνια στα χέρια περιμένει να τον βάλω στο αμάξι.
Με σταματάει ο γαμπρός και μου λέει:
«Αυτός από το χωριό σου δεν είναι; Παράξενος άνθρωπος. Ξυπνάω χτες πριν χαράξει, παίρνω το μονοπάτι, ψιλοσκίζω τα ρούχα μου στις αστιβές - έτσι δεν τις λέτε;- και φτάνω επιτέλους στο χωριό. Τον βλέπω να σκάβει στην αυλή, τον καλημερίζω, λέω θα μου πει να ‘μπω μέσα στο σπίτι να με κεράσει καφέ κι αυτός, άκου να δεις παραξενιά, με κοιτάει από πάνω ως κάτω και με ρωτάει... αν ξυρίστηκα!»

Ο άλλος μπαίνει στο αμάξι, τακτοποιεί τις σακούλες και μου λέει με αγανάκτηση:
«Πού τον ξέρεις αυτοδά τον άθρωπο; Σε είδα που του μίλαες πριν. Άκου να δεις τι έπαθα με δαύτονα. Ήσκαβα το κηπάρι εχτές και τον εβλέπω άξαφνα μπροστά μου. Αχάραγα. Μόνος του, ούτε μηχανή ούτε αυτοκίνητο. Ταλαιπωρημένος πολύ. Με πλησιάζει  με χαμόγελο και λέω θα ‘χασε το δρόμο και θα θέλει βοήθεια. Και τον ρωτώ: "Ξορίστηκες;;;". Μα αντί γι’ απόκριση  αλλαξομουσούδιασε και κάνει μεταβολή και φεύγει. Ε, ρε, λωλάδα που ‘χει ο κόσμος….»



Ξορίζομαι στα ικαριώτικα, όπως καταλάβατε, σημαίνει έχασα το δρόμο μου, εξορία, εξορίζομαι, ξορίστηκα ή ηξορίστηκα...
Δηλοσιεύτηκε στο ikariamag στις 25-4-2013

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Ο φίλος μου ο Αμπτούλ

                                               
φωτό από εδώ
  Ήρθε από το Μπαγκλαντές πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια. Στην αρχή έμενε στο εξοχικό γνωστού εφοπλιστή φροντίζοντας με άλλους δυο τρεις την οικία αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο. Συχνά το αφεντικό του έκανε διάφορες προσθήκες, αποθηκούλες, ξενώνες, στάβλους. Έτσι έμαθε να χτίζει την πέτρα, να σοβατίζει, να βάφει, να κολλάει πλακάκια. Ήταν ιδιαίτερα περήφανος για τις επιδόσεις του και μιλούσε πάντα με τα καλύτερα λόγια για τ' αφεντικά του.
-Είκα λεφτά, λέει, και μ' αγκαπούσαν πολύ. Ήτελα όμως να 'ρτω Ατήνα. Να την βρω και να ζήσουμε μαζί. Την είκα γνωρίσει για λίγκο, ήταν ωραία, πολύ ωραία. Είχε ντουλειά Ατήνα, πολύ ντουλειά, πήγκαινα στις οικοντομές και όλα μια καρά. Έκω και ένσημα, να εντώ τα 'χω, έχω χαρτιά, ντες, ντες...
 Βγάζει από τις τσέπες του ένα φάκελο βρώμικο, κατατσαλακωμένο και τον ανοίγει.
 -Εεει δεν είμαι αστυνομία του λέω γελώντας... Χαμογέλασε, βγήκε έξω από το δωμάτιο του νοσοκομείου, επέστρεψε σε λίγα λεπτά φέρνοντάς μου ένα κομμάτι πίτσα και ένα χυμό.
-Έχω φάει, του λέω αμήχανα. Κράτα τα για σένα...
Δε σήκωνε κουβέντα.
-Εσύ καλός άντρωπος, κάτεσαι μαζί με το μωρό μου, σου τα κρωστάω.
Του εξήγησα ότι είναι η δουλειά μου, δε μου χρωστάει χάρη.
-Όχι, τον αγκαπάς, κάρη σου 'χω, κάρη.
Κι εκείνος τ' αγαπούσε τα παιδιά του. Είχαν βιβλιάρια υγείας με τα εμβόλια συμπληρωμένα, με τις εξετασούλες τους όλες σε φάκελο καθαρό αυτή τη φορά, όλα σε τάξη, κι η τρυφεράδα του πατέρα στη θέση της μέσα στα δυο του κατάμαυρα μάτια που έλαμπαν κάθε φορά που τα κοιτούσε. Η μάνα τους χαμένη πια... Εκείνος καθόταν μέχρι αργά παρά τις συμβουλές μου να πάει για ύπνο.
-Ντεν έχει ύπνο, μου 'πε μια νύχτα, σπίτι ντεκαπέντε κι ο ένας τραγουντά κι ο άλλος μιλάει στο τηλέφωνο και άλλος μαλώνει, ύπνο ντεν έχει...
Ένα απόγευμα καθώς περπατούσαμε στον κήπο του νοσοκομείου τον ρώτησα αν έχει μετανιώσει που ήρθε.
-Όκι...όκι... Έχει νερό εντώ. Και στην πλατεία να είμαι στην Ατήνα έκει νερό. Εκεί όκι, ντεν ξέρεις εσύ... Εκεί είναι όπως κωράφια. Έχεις πάει σε κωράφια;
-Ναι, του λέω, έχω δικά μου. Μ' αρέσει πολύ να σκάβω και να φυτεύω. Να κάθομαι στον ήλιο και να χαζεύω τα φυτά μου περιμένοντας να μεγαλώσουν.
Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.
-Εμένα όκι. Ντεν μ' αρέσει η ντουλειά αυτή. Ντεν έκει νερό και ντεν έχει λεφτά. Ζέστη πολύ. Ντεν ξαναπάω. Μια φορά πήγα και όκι, όκι. Εκεί όπως Μπαγκλαντές.
Τον κοίταξα κι εγώ με έκπληξη. Δε συνεχίσαμε την κουβέντα.

Έχει να 'ρθει δυο χρόνια να δει τα παιδιά. Κάποιοι λένε πως μάλλον τα ξέχασε, ο άκαρδος. Εγώ φαντάζομαι, είμαι σχεδόν σίγουρη, πως δεν έχει λεφτά και δε θέλει να 'ρθει με άδεια χέρια. Δεν έχει δουλειά στην οικοδομή. Ίσως ξαναπήγε στα "κωράφια". Τον ψάχνω στις εικόνες που κάνουν το γύρο του κόσμου. Δεν τον βρίσκω. Αν δείτε κάπου τον Αμπτούλ μην του ρίξετε. Είναι σκαγιωμένος ήδη...


Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Ασυντρόφευτες δύσεις

   Ο γάμος ήταν προσχεδιασμένος. Προξενιό που λέμε. Ήτονε νοικοκύρης με ζώα, χωράφια και σπίτι. Καλύτερη τύχη δε θα μπορούσε να 'χει η τέταρτη από τις θυγατέρες της δεκαμελούς οικογένειας, φτωχή κι ανήμπορη  άρα να θρέψει τόσα στόματα. Οι κόρες όλες ηθικές και νοικοκυρές. Κάποιος δάσκαλος μάλιστα είχε πει, τουλάχιστον για την Ελένη, πως ήτανε και ξύπνια, θα μπορούσε με λίγη βοήθεια να γίνει μια σπουδαία- γιατί όχι;- επιστήμονας. Έστω, θα μπορούσε να τελειώσει το σχολείο με ευκολία και να εργαστεί. Θα διέπρεπε σε όποια εργασία επέλεγε.
Εκείνοι περήφανοι για τη θυγατέρα τους την έβγαλαν από το σχολειό, μην πάρουν τα μυαλά της αέρα, και της βρήκαν τον καλύτερο γαμπρό. Γείτονας για να μην την χάσουν ποτέ από κοντά τους. Γλεντζές και φιλοσυγγενής. Αγαπητός και πρόσχαρος. Με τα καλαμπούρια του, με τη φιλοξενία του, με τα όλα του.
Η Ελένη τον γνώριζε από παιδί. Τον συμπαθούσε. Μα γάμο μαζί του δε φαντάστηκε ποτέ. Ήταν ρηχός, γήινος, αγράμματος. Το μυαλό το δικό της θέριευε με αλλοπρόσαλλα πράγματα. Της άρεσε να γράφει ποιήματα για ρομαντικούς έρωτες, για ηλιοβασιλέματα, για κυματισμούς της θάλασσας που αδιάκοπα -λίγα μέτρα κάτω από το πατρικό της- συντρόφευε τα πιο τρελά της όνειρα.
Λογάριαζε πως μια μέρα θα ΄φευγε, θα έμπαινε στο καράβι, θα δούλευε, θα αγόραζε με το μισθό της βιβλία, θα γέμιζε τον τόπο με δαύτα και μια μέρα θα 'βρισκε τον πρίγκιπά της, θα τα διάβαζαν μαζί, θα κατέβαιναν στο χωριό παρέα και θα του 'δειχνε τον ήλιο που κείται στα νερά χλωμιάζοντας, θα συμφωνούσε εκείνος πως είναι το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα του κόσμου και θ΄αγκαλιάζονταν μαγεμένοι, συντροφευμένοι και γαλήνιοι.

-Και την ετοίμασε κρυφά τη βαλίτσα και πήγε στο λιμάνι. Ανατριχιάζοντας κι η ίδια με το κουράγιο που 'βρε να πάει κόντρα στη θέληση του πατέρα και της μάνας. Και θέλεις το πιστεύεις, θέλεις όχι, είχε τρικυμία μεγάλη και τον καράβι δεν έδεσε τον κάβο. Δεν έπιασε το καράβι... Ναι, που λες...
Κι είχανε βγάλει μια ιστορία οι ντόπιοι. Κάθε που άρμεγαν τις κατσίκες οι σύζυγοι στο πέρα περιβόλι, απάνω από τα βράχια της θάλασσας, κι η γυναίκα σταματούσε μια στιγμή, άφηνε τον μπότο σε μια άκρη και κοίταγε, λέει, θαμπωμένη από την ομορφιά τον ήλιο που έδυε. Και του φώναζε... "Έλα, άντρα μου, να δεις μια μαγεία...." Κι εκείνος, λέγαν οι χωριανοί, μήτε που γύρναε το κεφάλι...
"Από τότε που γεννήθηκα κάνει αυτή τη δουλειά, μια δύει και μια ανατέλλει..."  Εκείνη μόνη τον κοίταζε. Στην άκρη του περιβολιού ακίνητη. Μόνη... Ναι, που λες...

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

"Δικά σας συστήματα"

  Πήγε στη Μακρόνησο Γενάρη του '50 και έφυγε από κει Απρίλη του '53. Αυτοί οι μήνες οι ατέλειωτοι ήταν και η μοναδική περίοδος της ζωής του που έζησε μακριά από τον τόπο του.
Δεν ήταν κρατούμενος. Είχε τελειώσει πια η περίοδος των ηρωισμών. Φαντάρος ήταν. Αλλά με τη στάμπα του αριστερού. Στη σκηνή με άλλους είκοσι δύο. Γ' κατηγορίας. Αυτό σήμαινε ότι δεν είχε δικαίωμα άδειας, δεν δικαιούνταν βεβαίωση ότι υπηρετεί στο στρατό και σιτιζόταν με υποβαθμισμένη τροφή π.χ. μακαρονάδα ως χυλός, όχι στραγγιστή. "Μακροβούτι για να βρεις το μακαρόνι", όπως χαρακτηριστικά λέει.
 Όσοι από τους μαγείρους είχαν κάνει εξόριστοι στο νησί τον συμπαθούσαν και του φυλούσαν κάτι ξεροκόμματα για να χορτάσει κάπως. Μετά από ένα χρόνο είχες δικαίωμα να κάνεις αίτηση για αλλαγή κατηγορίας. Πήγαινες στην Β' με δικαίωμα αδείας και βεβαίωσης και κατόπιν στην Α' με δικαίωμα να αλλάξεις στρατόπεδο και να επιστρέψεις στον πολιτισμό. Όλα αυτά αν είχες καλή διαγωγή. Μόνο που η καλή διαγωγή σήμαινε ρουφιανιές. Και ρουφιανιές δε γούσταρε. Ο Τριανταφύλλου, λογαγός από την Εύβοια, δε μπορούσε να το χωνέψει.
-Τι θα γίνει με σένα, ρε; Έτσι θα τη βγάλεις;
Είχε βαρεθεί να τον βλέπει. Τελευταίος να τελειώνει το φαγητό, τελευταίος να παρουσιαστεί  στο προσκλητήριο.
-Όλα τα 'κανα με το σισελέ μου. Αργά αργά δηλαδή. Το κουράγιο μου δεν το 'χασα στιγμή. Το 'χα πάρει απόφαση, βλέπεις.

-Τι θα γίνει, ρε; Όλοι φεύγουνε, δε βλέπεις μπρος σου; Σε βλέπουνε και οι καινούριοι και πάνε αργά αργά από πίσω σου, τ' αναθεματισμένα, και χαμογελούνε κιόλας. Πανάθεμά σας. Δε θα κάνεις, ρε, καμιά αίτηση, να σε ξεφορτωθούμε;
-Τι αίτηση; Δεν είχαμε τέτοια στο χωριό. Δεν ξέρω τίποτα και δε ζητάω και τίποτα. Αυτά είναι δικά σας συστήματα. Εμείς άλλα είχαμε. Με το σισελέ μας, με χαμόγελο κι αντάμα ο ένας με τον άλλο. Δε βιάζομαι για τίποτα.

-Με άφησαν στην ησυχία μου. Και πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια. Ήρωας δεν έγινα, μα μήτε και ρουφιάνος. Κι αγάπησα τον τόπο αυτό, τον ξερότοπο, τον άγριο μη σου πω πως ακόμα χαμογελώ όταν τον φέρνω στο μυαλό μου.