Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

"Τα ποιήματα στο δρόμο"






Μ’ αρέσουν τα ποιήματα που ζουν στο δρόμο, έξω απ’ τα βιβλία: αυτά που τουρτουρίζουν στις γωνιές κι όλο καπνίζουν σαν φουγάρα· που αναβοσβήνουν, μες στη νύχτα, σαν Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια ―όχι αυτά που κρέμονται στα δέντρα της γιορτής, στη θαλπωρή των δωματίων, αλλά εκείνα που τονίζουνε την ερημία των σφαχτών στις μωβ βιτρίνες των συνοικιακών κρεοπωλείων.
     Τα σακατεμένα και τα μοναχικά, μ’ αρέσουν: τα ποιήματα-κοπρίτες που περπατούν κουτσαίνοντας στις σκοτεινές άκρες των λεωφόρων: αυτά που τ’ αγνοούν οι κριτικοί κι οι εκπαιδευτικοί του Μωραΐτη· που τα χτυπούν συχνά οι μεθυσμένοι οδηγοί και τα αφήνουν αβοήθητα στο δρόμο. Και τα ποιήματα-παιδάκια, όμως αγαπώ· αυτά που ενώ δεν έχουν μάθει ακόμη την αλφάβητο, μπορούν εντούτοις, με δυο λέξεις τους, να σου κολλήσουν την ψυχή στον τοίχο.
     Μ’ αρέσουν, πάλι, τα απελπισμένα κι όμως χαμογελαστά: τα ποιήματα-συνένοχοι· εκείνα που σου κλείνουνε με νόημα το μάτι. Που δεν σου πιάνουν την κουβέντα, δεν σ’ απασχολούν μα συνεχίζουνε το δρόμο τους αδιάφορα: τα ποιήματα-«δεν πρόκειται να σου ζητήσω τίποτε»· αυτά που χαιρετούν μόνο και φεύγουν, όπως μ’ αρέσουνε και τ’ άλλα, τα χαρούμενα, που προτιμούνε τα παιχνίδια απ’ το μάθημα καθώς και τα ποιήματα-παππούδες, γιατί ενώ γνωρίζουνε καλά το μάταιο της ζωής εντούτοις θέλουν να το ζήσουν.
     Δεν αγαπώ καθόλου τα ποιήματα-γεροντοκόρες που συγυρίζουν, όλη μέρα, τα δωμάτια με τις λέξεις, ούτε και τα ποιήματα-ταγιέρ, τα καθωσπρέπει. Δεν αντέχω και τα ψωνάκια: τα ποιήματα με τα πολλά αποσιωπητικά ούτε και τ’ άλλα που θεωρούν τη φύση μάνα τους κι όλο τη νοσταλγούν χωμένα πίσω απ’ τα γραφεία.
     Σιχαίνομαι αυτά που ονομάζονται συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τα λεξιλάγνα και τ’ αφασικά· τα ποιήματα-κυρίες με αλτσχάιμερ. Ούτε και τις συνθέσεις τις μεγάλες αγαπώ: τα ποιήματα-Μπεν Χουρ, αυτούς τους λεκτικούς χειμάρρους που ’ναι γραμμένοι κυρίως για τους κριτικούς κι ας παριστάνουν τους ινστρούχτορες που ενδιαφέρονται για το καλό του κόσμου.
     Από την άλλη δεν μπορώ και τα διστακτικά: τα ποιήματα-σαντάλια με καλτσάκι ούτε και τα ποιήματα-στρατιωτικό αμπέχωνο και δήθεν Τσε Γκεβάρα, μεσημέρι στη «Λυκόβρυση».
     Δεν μου αρέσουν τα σοφά που ’ναι γραμμένα από νέους ούτε και τα νεανικά που τα ’χουν γράψει γέροι. Μου γυρίζουν τ’ άντερα τα δήθεν οικολογικά, τα ερωτικά-«καϊμάκι με πολύ σιρόπι» καθώς κι εκείνα που εκλιπαρούν τη γνώμη του αναγνώστη.
     Ούτε και τα δικά μου αγαπώ. Μ’ αρέσουν μόνο εκείνα που μου αντιστάθηκαν: αυτά που δεν κατάφερα ποτέ να γράψω. Γι’ αυτό και τα ποιήματα που ζούνε έξω απ’ τα βιβλία αγαπώ: εκείνα που ποτέ δε νοιάστηκαν αν μου αρέσουν. Αυτά που περπατούν αδιάφορα, έξω στο δρόμο, με τα χέρια στις τσέπες και μ’ έχουνε, έτσι κι αλλιώς, χεσμένο.
Χουλιαράς Νίκος (από το «Τα ποιήματα στο δρόμο», Η Λέξη 147, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1998)

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

Κλάδεμα



-Χρειάζεται υπομονή,
μου λέει, άμα θες να μάθεις. Να παρατηρείς πώς κλαδεύω και να μη ρωτάς πολλά. 
Δεν κρατήθηκα ως το τέλος. Έπρεπε, βλέπεις, να καταλάβω την αποφασιστικότητά του.

Κατόπιν μου ζήτησε να σβήσω "το παλιομηχάνημα" και μου είπε τη θεωρία: 
-Τ΄ άρρωστα κλαδιά τα κόβουμε από τον κορμό, τ΄άλλα λίγο πάνω από το δεύτερο μάτι. Δυο μάτια είναι αρκετά. Να φροντίζουμε ώστε να στρέφονται προς τον ήλιο, όχι προς το χώμα. Αυτό είναι.






Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ορχιδέες στο "κηπάκι"



Έχω έναν αγαπημένο τόπο. Το «κηπάκι». Έτσι το λέγαμε στο χωριό. Βγαίνει νερό από το βράχο στα ριζά του γκρεμνού του «Τσιλιμένου» και γύρω από την πηγή οργιάζει η βλάστηση. Πήγαινα από παιδί χαζεύοντας, πίνοντας νεράκι καθάριο ή βόσκοντας τις κατσικούλες του πατέρα μου. Μου άρεσαν και τα φυτά που μόνο εκεί έβρισκα. Ήταν όλα τους όμορφα και ξεχωριστά. Αργότερα έμαθα ότι τα υπέροχα άσπρα λουλούδια που κυρίως εκεί φύτρωναν, οι αγριοκαράφτες, όπως τις λέγαμε, ήταν ένα σπάνιο είδος άγριας παιώνιας, της Peonia mascula icarica. Ύστερα διάβασα στο ikariamag ένα άρθρο του Γιάννη Κέφαλου για το γάλανθο, ένα επίσης σπάνιο φυτό που ευδοκιμεί και στο συγκεκριμένο μέρος. Και όλως τυχαίως ταξινομώντας κάποιες φωτογραφίες και έχοντας διαβάσει για τον τουρισμό της ορχιδέας που αναπτύσσεται σε κάποια νησιά όπως πχ στη Χίο, συνειδητοποίησα ότι τα κρινάκια που χάζευα από μικρή ήταν άγριες ορχιδέες και μάλιστα μια από αυτές ονομάζεται Ophrys icariensis, καθώς φωτογραφήθηκε πρώτη φορά στο νησί μας. Δεν ξέρω αν τη φωτογράφισαν στο «κηπάκι», ξέρω όμως ότι πολλοί λίγοι στο νησί εκτιμούν αυτό το μικροσκοπικό θησαυρό.
Αξίζει, νομίζω, να τον γνωρίσουμε, να τον διαφυλάξουμε και- γιατί όχι;- να τον αξιοποιήσουμε.

Ophrys icariensis

Δρούτσουλας Ικαρίας - Απρίλιος 2008

















 
Orchis anatolica 
Δρούτσουλας Ικαρίας - Απρίλιος 2008





















Πηγές: http://www.greekorchids.gr/Or_anatolica.htm
http://orchids-greece.blogspot.gr/2010/03/ophrys-icariensis_31.html

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Ο γέρος




"...Σωπαίνει. Στέκει αφαιρεμένος. Και μοιάζει ν' αφουγκράζεται κάτι μεγάλο, όμορφο και μυστικό, που δεν είναι μπορετό ναν το ακούσει άλλος κανένας.

Λίγο πριν άκουα, χωρίς να μπορώ να 'μπω στο βαθύτερο νόημα των λόγων του. Είχα ωστόσο την αόριστη εντύπωση πως δεν ήταν από τον κόσμο τούτονε κείνα τα λόγια.
Κι εκείνος ξαναμιλεί.
Η φωνή βγαίνει από το στεγνό του χείλι φουριόζικα, σαν κυνηγημένη. Μοιάζει σα ρόχος, σα λαχάνιασμα, σαν έξαλλος καλπασμός. Μιλεί σα να 'ναι σκυμμένος απάνω σε μιαν άβυσσο και σαν ναν τον εμεθά ο αντίλαλος των λόγων που του στέλνει πίσω το χάος. Με πάθος μιλεί. Με έξαψη. Δάκρυα κυλούν από τα μάτια του. Και είναι τα λόγια, που ξεστομίζει, κοφτερά, αριδωτά, λόγια αγκαθαρά, λόγια με κόχες πολλές και λιγοστές στρογγυλάδες.
Για την ασκήμια μιλεί, και για την ομορφιά και για τις ταλαίπωρες ανθρώπινες ψυχές που μήτε τη μία αντέχουνε μήτε την άλλη -και λυγάνε. Και για τη χαρά μιλεί, και για τον έρωτα και για τον πόνο και για το χώρο που κατέχουνε και για τη θέση μέσα στη στενάχωρη έκταση της ανθρώπινης ζωής. Για τη σκοταδερή κακία μιλεί, και την απαλοχέρα καλοσύνη. Ο λόγος του πάει και στην εγκαρτέρηση. Και στην πίστη. Και στην ελπίδα. Σταματά στη θλίψη και στο πάθος, στη δύναμη και στην αδυναμία. Και ύστερα λέει για αμέτρητες θυσίες, για το αέναο πάλεμα του καλού και του κακού. Για την αμαρτία και την εξιλέωση και, ακόμα, για την απολύτρωση, που μπορεί ν' αργεί, μα έρχεται ωστόσο, κάποιαν ώρα.
.......................
-Ε, άκουσες; μου ματαλέει θυμώζικα ο Σωτήρης.
Δε λέω "ναι". Και δεν αποκρίνομαι "όχι". Κάποιο βάρος σαλακιάζει τα στήθεια μου. Κάτι σαλτάρει μέσα μου και βογγά. Αναρριγώ. Και η ματιά μου γυρίζει στην άπλα της θάλασσας όπου (κοντά στα βράχια) τα ξεσκλίδια των αφρών κάτι σημαδεύουνε και χωνεύουνε αγάλια-αγάλια, αθόρυβα και πικρά. "


Γ. Δενδρινός "Ειρήνη υμίν"  εκδ. στιγμή 1988

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Στο χερόμυλο








-Θα πάρεις τους κέχρους, μου ‘πε ο πατέρας μου, και θα πας στο κελάρι του Αργύρη. Ανοιχτά είναι. Άμα δεν είναι, θα βγάλεις το βράχο που κρατά την πόρτα. Στο βάθος του κελαριού θα βρεις το χερόμυλο. Θ' αλέσεις τον κέχρο και θα φέρεις τ’ άλεσμα να το δώσουμε στα πουλάκια. Τα ‘δες; Σκαν τ' αυγά ένα ένα και πεινούνε τα κακόμοιρα.
-Εεεε; Πώς αλέθουνε; Δεν έχω ιδέα…
-Εν ηξέρεις; Έλα, Παναγία μου… Εύκολο είναι. Ρίχνεις τους κεχρόσπορους στην τρύπα στο κέντρο, γυρνάς την πέτρα και τρέχει από γύρω γύρω τ’ άλεσμα.

Γύρισε την πλάτη και συνέχισε το σκάψιμο του κήπου...