φωτό tirimata |
Μα τα νέα έτη δεν ήταν ευτυχή. Η αγάπη βαρέθηκε να περιμένει αγκαλιές και την πήρε ο ύπνος. Βαθύς. Εκείνη απέμεινε γυμνή κι έψαχνε ένα ρούχο. Ήτανε κρύος και άγριος ο χειμώνας στο νησί. Μια και δυο, ήρθαν τα ξένα λόγια με μια ζεστή κουβέρτα για μασκάρεμα. Κι εκείνη ξελογιάστηκε. Η αγαπημένη σύζυγος.
Σαν ήβγε ο ήλιος και τινάχτηκε αλαφιασμένη, είδε πως κάτω από κείνη την κουβέρτα υπήρχε μια καρδιά. Καρδιά μωρού! Ένα τόσο δα κοριτσάκι. Το δέχτηκε στα σπλάχνα της, το πήρε αγκαλιά, το σκέπασε και το 'δωκε στ' απ' έσω μέρη, μακριά, μπας κι έβρει τίποτα δικούς του να τ΄αγαπήσουν όπως τ΄άξιζε, γιατί εκείνη το 'ξερε πως ήταν από λόγια καμωμένο ξένα και ψεύτικα. Πιο καλά να μην το μάθαινε ποτέ του, το καημένο. Και πιο καλά ακόμη να μην το μάθαινε εκείνος.
Ύστερα ήρθε το τελευταίο γράμμα. Πως έρχεται. Μετά από οχτώ χρόνια ολότελα χαμένα.
Εκείνη, ψύχραιμα, απόθεσε την αγαπημένη θυγατέρα, την πρώτη, εκείνη της αγάπης, στη μάνα της, σ΄άλλο χωριό, μάζεψε τα λίγα ρούχα, κλείδωσε την πόρτα, έβαλε το κλειδί κάτω από τη γλάστρα, να το βρει εκείνος εύκολα, και μπήκε στο πλοίο. Δεν άντεχε να τον εδεί στα μάτια. Προτίμησε την Αλεξάνδρεια. Κι εχάθη.
Εκείνος μέτραε μια μια τις μέρες. Έφτασε πρώτα στην Ιταλία, μετά στον Πειραιά και μάνι μάνι στο χωριό. Ευρήκε το κλειδί μονάχα. Και τ' άσχημα λόγια ευρήκε. Όλοι τα 'ξεραν κι όλοι του τα 'παν. Ήρθαν από την κάτω γειτονιά, απ' το καμπί, απ' τη ρύμη. Και ο κόσμος εβούιξε. Τ' αυτιά του εβούιξαν. Η ψυχή του εβούιξε. Από τα ξένα λόγια κι από τ' άσχημα λόγια.
Εκείνος έμεινε σιωπηλός για μέρες και βδομάδες. Τα λόγια άκουσαν τη σιωπή του και τρομαγμένα σκόρπισαν από το φεγγίτη και τις χαραμάδες. Κι απόμεινε ξανά μονάχος. Με τα τσουκάλια που 'πλενε, με τα στρωσίδια π' άλλαζε, με το κρεβάτι που κοιμότανε, εκείνη.
Ένα πρωί σφράγισε τα πατζούρια, ντύθηκε με το καλό κουστούμι και πήρε πάλι το πλοίο. Τα ξένα λόγια χάρηκαν. Τα μάτια των κακών αστράψαν. Δε φαντάστηκαν, οι άμοιροι, τον προορισμό.
Πως θα 'τανε η Αίγυπτος, πως θα 'ψαχνε απεγνωσμένα να την έβρει. Την αγαπημένη σύζυγο. Πως θα την έβρισκε, πως θα τη συγχώραε, πως θα της ζήταγε και συγγνώμη που άργησε τόσο, πως θα γυρνούσαν μαζί στο σπίτι με την πρώτη θυγατέρα, σα να μην είχε περάσει μέρα. Πως θα κάναν κι άλλα παιδιά.
Πως έχει τόση αγάπη σ' αυτό τον κόσμο.
Τόση που να ζητά συγγνώμη από κείνους που την πρόδωσαν.
Τα λόγια σκύψαν το κεφάλι και σώπασαν για χρόνια. Άλλαξαν μορφή, κουκουλώθηκαν και γίναν μυστικό.
Σαν βεβαιώθηκαν πως η αγάπη ετούτη σκορπίστηκε για πάντα, έβγαλαν την κουκούλα κι ήρθαν δειλά, τάχα, στ' αυτί μου.
-Τι ωραία! Θα κάμω ένα παραμύθι, τους είπα, να το διαβάζουν τα μικρά και να θυμούνται τη δύναμη της αγάπης και τη δύναμη των προγόνων που δοκιμάζονταν συχνά μα λυγούσαν μόνο για λίγο, για πολύ λίγο...
Τα ξένα λόγια τρόμαξαν ξανά με τούτη την αντίδραση και χάθηκαν. Θαρρώ για πάντα.
2 σχόλια:
Καμιά φορά ξεχνάμε πώς υπάρχουν 'ξόρκια' για τα ξένα λόγια και τις ματιές των κακών. Και πώς και πρόγονοι είχαν κι εκείνοι στιγμές αδυναμίες.
Οι μαγικές και άκρως θεραπευτικές ιδιότητες των παραμυθιών.
Μακάρι να έπιαναν πάντα ετούτα. Και μακάρι να πιστεύαμε περισσότερο στα συναισθήματα τα δικά μας και όχι στις προσδοκίες των άλλων... Ή στα σχόλια τους.
Καληνύχτα Φαουδάκι.
Δημοσίευση σχολίου