φωτό από εδώ |
Ήταν όμορφα στον καφενέ. Τα παιδιά έτρεχαν γύρω γύρω από τα τραπέζια. Οι ντόπιοι πήγαιναν κι έρχονταν. Κουβέντες και καλωσορίσματα. Ιστορίες για τα παλιά και φιλοσοφίες για τα μελλούμενα. Όμως δε συνήθιζα να πηγαίνω εκεί τους "ξένους". Θέλανε πιότερο κόσμο, έτσι νόμιζα, και τραβούσαμε πιο δυτικά, στις παραλίες και στα μπαράκια.
Ένα καλοκαίρι, που λέτε, ήρθανε δυο πολύ αγαπημένα πρόσωπα. Τους πήγα όπου νόμιζα πως θα τους εντυπωσίαζα, μα εκείνοι, αχόρταγοι, θέλανε να δουν και τα μέρη του Αγίου, έτσι λέμε για συντομία την πρωτεύουσα.
Α, τη βαριόμουν εκείνη τη διαδρομή, ίσως γιατί τη συνδύαζα με γραφειοκρατικές εργασίες και τρεχάματα. Έτσι, νοίκιασαν ένα μηχανάκι, τους έδειξα τη συνηθισμένη διαδρομή, τους ανέφερα απλά και τη δεύτερη, για να 'χουν κι εναλλακτική, και ξεκίνησαν.
Βράδυ πια, κάτσαμε στην αυλή.
-Σας άρεσε;
-Α,ναι πολύ.
-Και για πείτε μου, ποιο χωριό είναι το πιο ωραίο;
-Α, ένα χωριό, πώς το λένε, βρε Δήμο; ρωτούσε η φιλενάδα μου μπερδεμένη με τα παράξενα ονόματα των χωριών μας.
Εκείνος πάσχιζε να θυμηθεί, αλλά τίποτα.
-Ε, μη στεναχωριέστε, λέω, θα μου το περιγράψετε κι εγώ θα σας πω.
-Να, είχε μια ωραία πλατεία, κάπως κλειστή και λίγο άδεια, μα είχε εκεί ένα πανέμορφο καφενεδάκι, από τα παλιά, ξέρεις, γραφικό.
-Θάλασσα είχε;
-Α, όχι, ήτανε μακριά σ' ένα βουνό.
Σκεφτόμουν ένα ένα τα "χωριούδια" και τις πλατείες τους, μα πάλι άκρη δεν έβγαζα.
-Πάντως, συνέχισε ενθουσιασμένη η Ράνια, είχε έναν παππού στο καφενείο που μας υποδέχτηκε σα να μας ήξερε. Ήταν πολύ παράξενο, μα κι ωραίο... Παραγγείλαμε καφέ κι άκου να δεις. Φέρνει τα ποτήρια άδεια, εξαφανίζεται κι ύστερα έρχεται μ' ένα μεγάλο στρογγυλό παγούρι και μας βάζει νερό. "Απ' αυτοδά α πιείτε, που 'ναι δροσερό κι ωφέλιμο. Όχι εμφιαλωμένα και αηδίες."
Αχ, είχε μια δροσιά εκεί, δε φαντάζεσαι. Ξεχάσαμε την περιήγηση και πήραμε μπύρα. Κι έρχεται ένας μεζές που δεν είχα ξαναδεί. Όλα σπιτικά και φρέσκα. Από τον κήπο, λέει... Ύστερα ήρθε η γυναίκα του, γλυκιά κι εντυπωσιακή για την ηλικία της και έφερνε πίτα σ' ένα ταψί. "Α, θα δοκιμάσετε κι απ' αυτή, γιατί α τα χαλάσουμε..." μας φώναζαν κι οι δυο.
Άλλους πελάτες δεν είχε- θυμάσαι, φύγαμε πρωί- κι έτσι ο παππούς έκατσε μαζί μας. Μας έλεγε ιστορίες κείνου του χωριού κι εμείς ακούγαμε με προσοχή. Με τις ώρες, σου λέω. Όποτε κάναμε να φύγουμε, μας καλόπιανε. Μα σα μεσημέριασε, πια, τι να κάνει, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Του ζητήσαμε λογαριασμό, μας είπε ένα αστείο ποσό και νομίζαμε ότι μας έκανε πλάκα. "Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου..." Ο Δήμος τον κυνηγούσε μ' ένα χαρτονόμισμα μα κείνος τίποτα. "Κι ήντα θαρρείτε, έλεγε και ξανάλεγε, ότι α γίνουμε πλούσιοι απ' τον καφενέ; Φύετε και πηαίνετε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας..."
-Στον Άγιο, πήγατε τελικά;
-Ίσα που προλάβαμε τα μαγαζιά, ανοιχτά, ψωνίσαμε κάτι κι ήρθαμε. Ωραία ήταν.
Μα να, έχω και φωτογραφία με τον παππού, αναφώνησε η φιλενάδα μου κι άνοιξε την τσάντα. Τόση ώρα δεν το σκέφτηκα.
Ε, μου λύθηκαν οι απορίες. Έτσι εξηγείται. Πήγαν από την άλλη διαδρομή και τ' ανακάλυψαν. Χαμογέλασα με τις συμπτώσεις, έχω καλή σχέση μ' αυτές τις πονηρούλες, τους μάλωσα που δεν παρήγγειλαν και λουκουμάδες και συνεχίσαμε τις διακοπές μας τις πολύβουες.
Πέρασαν λίγα χρόνια από κείνο το περιστατικό κι έμαθα στην Αθήνα πως ο κυρ-Γιώργης μας άφησε χρόνους. Τον θρήνησα, μα και τον καφενέ μαζί. Τους είχα σαν ένα στο μυαλό μου. Σκέφτηκα πως θ΄απομείνει ερείπιο, μια ακόμη ανάμνηση. Οι τελευταίες πλήθυναν απότομα κι έχουν αρχίσει να με κουράζουν πια.
Έτσι, σαν ξαναπήγα στο χωριό, έστριψα γρήγορα δεξιά, μη δω το άδειο καφενείο και πήρα την ανηφόρα για το σπίτι του. Ο Γιωργάκης, ο εγγονός του, είναι τ' αγαπημένο μου βαφτιστήρι.
-Πού 'ναι το μικρό;
-Κάτω, στον καφενέ. Πάμε για λουκουμάδες; Να δούμε και κάναν άθρωπο....;
-Εεεεεε....είναι ανοιχτός;
-Άμε, τι θαρρείς; Κλειστό θα τον αφήναμε; Τον ανοίγει ο δάσκαλος! Βοηθάμε και μεις όποτε αδειάζουμε. Κι η μάνα, εννοείται.
Αχ, άνοιξε η καρδιά μου. Δε θα γίνει σαν τον καφενέ του Γιαννάκου αυτός. Θα 'χει ακόμη και κουβέντες και καλωσορίσματα, άντε και κάνα μάθημα.
Με μέλι και κανέλα....
Α, τη βαριόμουν εκείνη τη διαδρομή, ίσως γιατί τη συνδύαζα με γραφειοκρατικές εργασίες και τρεχάματα. Έτσι, νοίκιασαν ένα μηχανάκι, τους έδειξα τη συνηθισμένη διαδρομή, τους ανέφερα απλά και τη δεύτερη, για να 'χουν κι εναλλακτική, και ξεκίνησαν.
Βράδυ πια, κάτσαμε στην αυλή.
-Σας άρεσε;
-Α,ναι πολύ.
-Και για πείτε μου, ποιο χωριό είναι το πιο ωραίο;
-Α, ένα χωριό, πώς το λένε, βρε Δήμο; ρωτούσε η φιλενάδα μου μπερδεμένη με τα παράξενα ονόματα των χωριών μας.
Εκείνος πάσχιζε να θυμηθεί, αλλά τίποτα.
-Ε, μη στεναχωριέστε, λέω, θα μου το περιγράψετε κι εγώ θα σας πω.
-Να, είχε μια ωραία πλατεία, κάπως κλειστή και λίγο άδεια, μα είχε εκεί ένα πανέμορφο καφενεδάκι, από τα παλιά, ξέρεις, γραφικό.
-Θάλασσα είχε;
-Α, όχι, ήτανε μακριά σ' ένα βουνό.
Σκεφτόμουν ένα ένα τα "χωριούδια" και τις πλατείες τους, μα πάλι άκρη δεν έβγαζα.
-Πάντως, συνέχισε ενθουσιασμένη η Ράνια, είχε έναν παππού στο καφενείο που μας υποδέχτηκε σα να μας ήξερε. Ήταν πολύ παράξενο, μα κι ωραίο... Παραγγείλαμε καφέ κι άκου να δεις. Φέρνει τα ποτήρια άδεια, εξαφανίζεται κι ύστερα έρχεται μ' ένα μεγάλο στρογγυλό παγούρι και μας βάζει νερό. "Απ' αυτοδά α πιείτε, που 'ναι δροσερό κι ωφέλιμο. Όχι εμφιαλωμένα και αηδίες."
Αχ, είχε μια δροσιά εκεί, δε φαντάζεσαι. Ξεχάσαμε την περιήγηση και πήραμε μπύρα. Κι έρχεται ένας μεζές που δεν είχα ξαναδεί. Όλα σπιτικά και φρέσκα. Από τον κήπο, λέει... Ύστερα ήρθε η γυναίκα του, γλυκιά κι εντυπωσιακή για την ηλικία της και έφερνε πίτα σ' ένα ταψί. "Α, θα δοκιμάσετε κι απ' αυτή, γιατί α τα χαλάσουμε..." μας φώναζαν κι οι δυο.
Άλλους πελάτες δεν είχε- θυμάσαι, φύγαμε πρωί- κι έτσι ο παππούς έκατσε μαζί μας. Μας έλεγε ιστορίες κείνου του χωριού κι εμείς ακούγαμε με προσοχή. Με τις ώρες, σου λέω. Όποτε κάναμε να φύγουμε, μας καλόπιανε. Μα σα μεσημέριασε, πια, τι να κάνει, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Του ζητήσαμε λογαριασμό, μας είπε ένα αστείο ποσό και νομίζαμε ότι μας έκανε πλάκα. "Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου..." Ο Δήμος τον κυνηγούσε μ' ένα χαρτονόμισμα μα κείνος τίποτα. "Κι ήντα θαρρείτε, έλεγε και ξανάλεγε, ότι α γίνουμε πλούσιοι απ' τον καφενέ; Φύετε και πηαίνετε στην ευχή του Θεού και της Παναγίας..."
-Στον Άγιο, πήγατε τελικά;
-Ίσα που προλάβαμε τα μαγαζιά, ανοιχτά, ψωνίσαμε κάτι κι ήρθαμε. Ωραία ήταν.
Μα να, έχω και φωτογραφία με τον παππού, αναφώνησε η φιλενάδα μου κι άνοιξε την τσάντα. Τόση ώρα δεν το σκέφτηκα.
Ε, μου λύθηκαν οι απορίες. Έτσι εξηγείται. Πήγαν από την άλλη διαδρομή και τ' ανακάλυψαν. Χαμογέλασα με τις συμπτώσεις, έχω καλή σχέση μ' αυτές τις πονηρούλες, τους μάλωσα που δεν παρήγγειλαν και λουκουμάδες και συνεχίσαμε τις διακοπές μας τις πολύβουες.
Πέρασαν λίγα χρόνια από κείνο το περιστατικό κι έμαθα στην Αθήνα πως ο κυρ-Γιώργης μας άφησε χρόνους. Τον θρήνησα, μα και τον καφενέ μαζί. Τους είχα σαν ένα στο μυαλό μου. Σκέφτηκα πως θ΄απομείνει ερείπιο, μια ακόμη ανάμνηση. Οι τελευταίες πλήθυναν απότομα κι έχουν αρχίσει να με κουράζουν πια.
Έτσι, σαν ξαναπήγα στο χωριό, έστριψα γρήγορα δεξιά, μη δω το άδειο καφενείο και πήρα την ανηφόρα για το σπίτι του. Ο Γιωργάκης, ο εγγονός του, είναι τ' αγαπημένο μου βαφτιστήρι.
-Πού 'ναι το μικρό;
-Κάτω, στον καφενέ. Πάμε για λουκουμάδες; Να δούμε και κάναν άθρωπο....;
-Εεεεεε....είναι ανοιχτός;
-Άμε, τι θαρρείς; Κλειστό θα τον αφήναμε; Τον ανοίγει ο δάσκαλος! Βοηθάμε και μεις όποτε αδειάζουμε. Κι η μάνα, εννοείται.
Αχ, άνοιξε η καρδιά μου. Δε θα γίνει σαν τον καφενέ του Γιαννάκου αυτός. Θα 'χει ακόμη και κουβέντες και καλωσορίσματα, άντε και κάνα μάθημα.
Με μέλι και κανέλα....
2 σχόλια:
Α, έρκεσαι κι από τα μέρη μας, σα να μου φαίνεται...
Ε,άμε, ήντα θαρρείς; Παρά χωριού κι εγώ... Εσύ να κανονίσεις που 'μπλεξες με τους Ευρωπαίους, τους τσιγκούνηδες και τους μικρόψυχους. Οι ροβυθιές, κατεχέ το, θέλουνε ντόπια χώματα.
Δημοσίευση σχολίου