Κάποια από αυτά τα ‘χα γνωρίσει κι από κοντά. Μα εκείνα είχαν και μιλιά. Έπαιζαν και γέλαγαν μόλις έρχονταν στο σπίτι. Κείνα ξέχναγαν γρήγορα ανάμεσα στα παιχνίδια της αυλής, κάτω από τα πολύχρωμα σεντονάκια τους ή χωμένα σε ζεστές αγκαλίτσες. Και γίνονταν γρήγορα όπως έπρεπε να 'ναι. Παιδικά.
Τ’ άλλα ήθελα πάντα να τα δω. Να τους προσφέρω κάτι. Οτιδήποτε. Μα το ταξίδι ήταν μεγάλο και δεν πρόφταινα ποτέ.
Πώς τα φέρνει η μοίρα, λίγο από δω, λίγο από κει, και να τα!
Όχι πολύ μακριά. Στην Ομόνοια, στην οδό Σωκράτους.
Είχα φύγει τρεχάλα από την Ακαδημία Πλάτωνος, εκεί δούλευα τότε, μη χάσω την αποστολή.
Οι άλλοι με περίμεναν ανυπόμονα.
Έπρεπε, λέει, να βιαστούμε….
Εκείνα ήταν μεταξύ τέταρτου και πέμπτου.
Η πολυκατοικία άθλια. Δεν είχε ηλεκτρικό, δεν είχε ανοιχτά πατζούρια.
Δεν καταλάβαινα ως εκείνη τη μέρα γιατί στις πολυκατοικίες αυτές δεν ανοίγουν παράθυρα. Δεν απλώνουν ρούχα. Δεν κυκλοφορούν στα μπαλκόνια.
Απ’ έξω έχεις την αίσθηση ότι είναι ακατοίκητη. Στην είσοδο το ίδιο. Και λίγο πιο πάνω αρχίζεις να σκοντάφτεις πάνω σε ανθρώπινες σιλουέτες. Είναι παντού. Στα δωμάτια, στους διαδρόμους, στις σκάλες.
Ανεβαίναμε λαχανιασμένοι. Στα δυο χέρια οι σακούλες με τα τρόφιμα. Κι εμείς ζητάγαμε απεγνωσμένα ένα τρίτο για να κλείσει τη μύτη, ένα τέταρτο για να κλείσει τα μάτια κι ένα πέμπτο για ώρα ανάγκης.
Ο φόβος, βλέπετε… Για το καινούργιο και για τ’ απρόσμενο.
Ο φίλος μας από τη Σομαλία μας καθοδηγούσε. «Εδώ, στον έκτο που μαγειρεύουν…»
Τα γκαζάκια είναι στο πάτωμα. Κι οι γυναίκες. Κάποιοι στο βάθος κοιμούνται, κάποιοι μας κοιτούν άγρια. Δεν μιλάει κανείς. Κάποιοι δε διακρίνονται καν και τους ακουμπάμε κατά λάθος. «Ωχ, συγνώμη».
Εκείνα είναι μεταξύ τέταρτου και πέμπτου.
Εκεί δεν μπαίνει φως από πουθενά. Ούτε από τις γρίλιες καν. Μα φάνηκαν ολοκάθαρα καθώς ανέβαινα. Φεγγοβολούσαν στο σκοτάδι και με κοίταζαν ακίνητα. Δεν έτρεξαν στις σακούλες, έμειναν ανέκφραστα. Σαν μια ξεχασμένη κάρτα στο συρτάρι. Σκέφτηκα πως κατεβαίνοντας θα μπορέσω να χαϊδέψω τα μαλλάκια του, να του χαμογελάσω, ίσως. Πού ξέρεις, μπορεί να χαμογέλαγε κι εκείνο.
Μα μόλις αφήσαμε τα πράγματα ο οδηγός μας τηλεφώνησε πανικόβλητος.
Ο φόβος, βλέπετε... Για κείνο που ξέραμε ήδη…
«Ελάτε, μαζεύτηκαν γύρω από τ’ αμάξι. Φωνάζουν!»
Φώναζαν όντως. «Σε κείνους, μωρέ; Σε κείνους; Εδώ ο κόσμος χάνεται, άλλοι δεν έχουν ανάγκη; Σε κείνους βρήκατε; Δε ντρέπεστε;»
Ντραπήκαμε όντως.
Και για κείνους και γι’ αυτούς και για τον κόσμο που χάνεται. Και για μας που το παίζαμε φιλάνθρωποι με τα περισσευούμενα. Τρομάρα μας.
Έτσι δεν τ’ άγγιξα ποτέ. Δεν τα χάιδεψα. Μια στιγμούλα που τα ‘δα μοναχά.
Ο φίλος μας από τη Σομαλία μας πήγε κι αλλού. Τ’ αφήναμε και φεύγαμε γρήγορα. Στο τελευταίο η πολυεθνική στο ισόγειο και η κόλαση στον πέμπτο.
Μας χαιρέτησε χαμογελώντας.
«Εσύ δε θα πάρεις;» τον ρώτησα. «Εγώ δεν έχω παιδιά» μας είπε «μόνος μου είμαι…»
Του δώσαμε με το ζόρι.
Ντράπηκε λίγο, κοκκίνισε κι έφυγε.
Μα τι λέω, Θεούλη μου, κοκκινίζουν οι μαύροι; Θα μας ακούσει και κανείς και θα ντραπεί με την αφέλειά μας…
Χωρίς φωτό. Σωστά το καταλάβατε. Ντράπηκα να τραβήξω…
2 σχόλια:
Πολύ ωραίο και δυνατό το κείμενο σου. Είναι σαν ν' ανεβαίνουμε μαζί σου τις σκάλες.
Καλημέρα! Σ΄ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου