Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Ο κίτρινος μήνας

φωτό από εδώ
 Για κάποιους είναι ο Θεριστής. Για μένα ήταν απλά ο κίτρινος μήνας. Τον προτιμούσα. Σήμαινε στάχυα, ξερά από τον ήλιο, σήμαινε κι ήλιο, που 'χει το ίδιο χρώμα. Το δεύτερο δυνάμωσε και καίει, το πρώτο ξεθώριασε πια. Παραμένει ίδια η προτίμησή μου στα κίτρινα λουλούδια και στις κίτρινες ομάδες. Κι ο θυμός μου, όποτε ακούω πως το κίτρινο χρώμα συμβολίζει το μίσος.
Αηδίες!
Είναι ξεκάθαρη η χαρά σε τούτο. Θα πάω πάντα στο νησί τον κίτρινο μήνα. Θα ξαναδώ τους φίλους και τις κίτρινες πλαγιές. Θα πήγαινα και στα κίτρινα χωράφια, μα δεν αντέχω πια.
Γέμισαν ασπαλάθους κι ακισαριές και σκίνα και φαντάσματα.

Μα καμιά φορά, έρχονται από μόνα τους και με βρίσκουν.
Γεμάτα από σπαρτά π' ανεμίζουν στο αεράκι.
Στην άκρη του χωραφιού πέντε δρεπάνια μένουν στο χώμα στη σειρά και καρτερούν τα χέρια. Τα δυο είναι μεγάλα με μακρύ κοντάρι. Τα άλλα τρία ανάλογα με την ηλικία του θεριστή. Σε μένα αρμόζει το πιο μικρό. Η χειρολαβή είναι από ξύλο πελεκημένο απ' τον πατέρα με το κλαδευτήρι.
Συνήθως γυρνώ αλλού το βλέμμα σα να μην τα 'δα ποτέ και παριστάνω το σύγχρονο άνθρωπο.
Άλλοτε απλώνω το χέρι και το πιάνω...

Μεμιάς γίνονται όλα όπως τότε. Η μάνα και ο πατέρας, χωρίς καθυστέρηση, πιάνουν τις άκρες της κάμπας. Εμείς, στη μέση, αρχίζουμε το διαγωνισμό. Διαλέγουμε διαδρομή και ο αγώνας ξεκινά. Χριτς, χρατς, χριτς, χρατς... Δε μιλάει κανείς. Κοιτάμε μόνο με αγωνία αυτόν που προπορεύεται, κόβουμε και προχωράμε, κόβουμε και προχωράμε... Ο ιδρώτας δε μας απασχολεί, η ηλίαση ουδόλως, όσο για το δέρμα είναι νέο και αντέχει ακόμη.
Μα όταν κοντεύουμε να φτάσουμε στο τέρμα το σκηνικό αλλάζει.
Ο πρώτος κοιτά προς τα πίσω και βλέπει αυτόν που 'χει πολύ δρόμο ακόμη. Τα στάχυα του αντιστέκονται κι εκείνος, που 'ναι ο πιο  αδύναμος, παλεύει απεγνωσμένα. Ο πρώτος κάνει στα ψέματα πως κουράστηκε και τον περιμένει. Όταν η απόσταση ανάμεσά μας έχει μικρύνει ικανοποιητικά, ξαναρχίζει ο αγώνας ταχύτητος με την ίδια ένταση. Μας προλαβαίνει ο πατέρας με τη μάνα που τέλειωσαν κι έπιασαν το γύρο. Το τέρμα είναι ετούτοι.
-Ποιος νίκησε; Ποιος νίκησε;
-Κι οι τρεις. Κι οι τρεις, πουλάκια μου. Πάμε για κολατσιό...

Κάτω από τη μεγάλη ελιά. Τίποτα το σπουδαίο, μα πόσο νόστιμο αυτό το άτιμο το "τίποτα σπουδαίο"!
Ο πατέρας πάντα ξεκλέβει λίγη ώρα για έναν υπνάκο. Κάτω από τον παχύ ίσκιο. Το χέρι του όμως το δεξί του ξεφεύγει κι ενώ αυτός κοιμάται θερίζει τάχα αόρατα στάχυα στον αέρα. Εμείς γελάμε. Μ΄ ένα γέλιο δυνατό.
Που πάντα με ξυπνά.
Ανοίγω τα μάτια και παριστάνω το σύγχρονο άνθρωπο.





Δεν υπάρχουν σχόλια: