Ο μύθος του χωριού κι ο τρόμος όλων δεν ήτανε τα φαντάσματα, οι καλομοίρες, όπως τα ονόμαζαν. Ετούτες ήτανε καλές, όπως μαρτυρά και τ΄όνομά τους κι η υποτιθέμενη παρουσία τους αποδεκτή απ' όλους.
Μονάχα εμάς τα παιδιά μπορούσαν να φοβίσουν. Για τους μεγάλους ήτανε η συντροφιά, τάχα, στα σκοτεινά περάσματα κι η εύκολη απάντηση για οτιδήποτε δε μπορούσαν να εξηγήσουν με τη λογική.
Μονάχα εμάς τα παιδιά μπορούσαν να φοβίσουν. Για τους μεγάλους ήτανε η συντροφιά, τάχα, στα σκοτεινά περάσματα κι η εύκολη απάντηση για οτιδήποτε δε μπορούσαν να εξηγήσουν με τη λογική.
-Κι όπως ερχόμουνα, βρε παιδιά, λέγανε στο καφενείο, άξαφνα ακούω ένα γδούπο παράξενο.
-Ε, καλομοίρα, θά 'τονε, απαντούσαν οι σοφότεροι.
-Κι εκεδά που ανέβαινα απ΄τ΄Αλί Κασί, έλεγε άλλος την επόμενη βραδιά, δυο ξύλα ηπέσανε άξαφνα στα πόδια της γαϊδούρας...
-Ηφοβήθηκε το ζώο; ρωτούσαν οι ειδήμονες.
-Αν ηφοβήθηκε, λέει, ήρχισε κι ητσίναε κι ίσα να με ρίξει από κάτω...
-Ε, κι απέκειο, τις φοβούντε μαθές τις καλομοίρες τα ζωντανά... Κείνη δά θα τα 'ριξε τα ξύλα.
-Βρε, ε μ΄ένοιαζε, το ΄χα πναστεί κι από μονάχος μου... Μόνο που ηναγκάστηκα να κάμω από άλλο δρόμο, γι' αυτό δα κι ήργησα. Εν ηπέρναε τ΄αναθεματισμένο από κείνο δα το σημείο με τίποτα...
Οι πιο "γενναίοι" έκαναν και συζήτηση μαζί τους...
-Κάνω πως περνάω την Αλάμα και να σου μια καλομοίρα που ε κιοτούσε να με δει στα μάθκια παρά μου 'λεγε κάτι ζαβάδες που γρι εν ηκαταλάβαινα. Ε, μα εγώ, μαθές, τη γνώρισα. Ήτονε η κυρά- Ρήνη, η συχωρεμένη, κι ηθάρρου πως α με τρομάξει...
Μετά από τέτοιες διηγήσεις βέβαια ακολουθούσε σιωπή στον καφενέ. Μόνο κάνα κούνημα του κεφαλιού οι πιο ευγενικοί. Οι άλλοι συνέχιζαν την πρέφα χαμογελώντας πονηρά. Κι ήντα να πεις, μαθές, για τη φαντασία του καθενός...
φωτό από εδώ Tο βασιλόφιδο της Νικαριάς. Αν και χωρίς την ..."κορώνα" του μύθου. |
Εκείνο που 'κανε τα μάτια των χωρικών να γουρλώνουν, τα χέρια να παραλύουν και το στόμα ν΄ανοίγει διάπλατα ήτανε μόνο η εμφάνιση του βασιλόφιδου! Ζούσε λέγανε στα χωράφια του Αλί Κασί μα είχε κάνει την εμφάνιση του και σε κάτι νερά παρακάτω στην εκκλησιά του Αη Νικήτα...
-Αυτό το φίδι είναι του βασιλιά; ρωτάγαμε τον πατέρα μου σαν ήμαστε μικρά.
-Μωρέ του Θεού θα 'ναι, για να ζει σ' αυτό τον κόσμο. Μα το 'βγαλαν έτσι, γιατί στο κεφάλι του έχει ένα εξόγκωμα σαν κορώνα.
Αυτό μόνο. Κι ότι ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο. Ούτε ότι επιτέθηκε σε κάποιον ούτε ότι δάγκωσε ποτέ κανένα είχαμε ακουστά. Ξέραμε μόνο ότι ετούτο μόνο με τ΄όνομά του τους φόβιζε όλους. Ξέραμε ακόμη πως ήταν ένα. Ποτέ δεν έλεγαν τη λέξη στον πληθυντικό, μόνο "το βασιλόφιδο" έλεγαν. Με το "το" τονισμένο.
-Το 'δες ποτέ, μπαμπά;
-Θαρρώ. Μα πριν το δω το φοβόμουν γιατί μικρό σαν ήμουν είδα το Σταύρο πώς έγινε άμα το 'δε...
Ηνεβαίναμε το μονοπάτι κι ηκάτσαμε ν' αποσκιάσουμε. Άξαφνα ακούμε ένα θόρυβο μεγάλο πίσω μας μα ίσαμε να καταλάβουμε βλέπουμε το Σταύρο που ηκοίταε κατα κεί κι είχε σταθεί σα στήλη άλατος. Κάναμε να τον συνεφέρουμε μα ηκόντευε να μας μείνει στα χέρια. Πώς βλέπεις έναν πεθαμένο που στέκει ακόμη όρθιος δίχως ψυχή, χωρίς βλέμμα ζωντανό, χωρίς μιλιά; Ετσε δά τονε. Πιάνουμε και τον κουβαλάμε στο χωριό. Τον βλέπει η γιαγιά του και βάζει τις φωνές."Άχου, ήντα 'παθε το παιδί;" "Το και το..." "Παναγία μου, είδε το βασιλόφιδο, τρεχάτε να το συνεφέρουμε..."
-Και συνήλθε;
-Ύστερα από μέρες. Δεν ηκουνιούνταν, δεν ήβγαζε άχνα. Μόνο που 'νάσαινε.
-Κι ύστερα;
-Γρι. Είπε μόνο μια φορά πως το δε κι ύστερα δεν την ήθελε πια αυτη δα τη συζήτηση. Βρε, και μεγάλος που 'τονε, ηταράζοντο άμα ήπιανες να τον ρωτήσεις για το βασιλόφιδο.
Άκουσα κι άλλες ιστορίες αργότερα. Άλλος πως είναι τόσο χοντρό σαν το γαστρί για τις μέλισσες, άλλος πως έσπαγε κλαδιά στο πέρασμά του κι όποιος τα έβλεπε εξαφανίζονταν από την περιοχή για μέρες. Άλλος πως έχει την ικανότητα να μαγνητίζει εκπέμποντας ένα είδος ηλεκτρισμού. Ο πατέρας μου πάλι πως, όταν το 'δε τελικά, ηπέρναε από τον ένα βράχο στον άλλο δίχως ν΄ακουμπά στο έδαφος. "Απάνω από το μονοπάτι που απείχανε τα βράχια κάνα δυο μέτρα άξαφνα έκαμε σκιά κι αντί για σύννεφο ήτον εκείνο. Επάγωσα κι έμεινα με το σταμνί στα χέρια για ώρα πολύ."
Το εξόγκωμα στο κεφάλι δεν το σιγούρεψα βέβαια. Άλυτο το μυστήριο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα χωράφια κείνα ρήμαξαν κι ο μύθος(;) ετούτος ξεχάστηκε σχεδόν.
Ο τρόμος της παραλυσίας, όχι.
Εκπέμπεται από άλλες πηγές σήμερα....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου