Έπρεπε να μην έχεις πότισμα ούτε ξεχορτάριασμα να θέλουν τα κηπάρια ούτε τα φασολάκια να πρέπει να μαζέψεις ούτε και καμιά άλλη δουλειά να 'χεις να κάνεις εκείνη τη μέρα.
Τα μικρά κουβαλούσαμε ανάμματα από τα Τηρίματα κι απόκλαδα από τους κήπους. Η μάνα μου έπαιρνε δυο καρέκλες, τις τοποθετούσε αντικριστά τη μια από την άλλη σε κάποια απόσταση και πάνω ακουμπούσε την ξύλινη σκάφη. Έπαιρνε ένα ρηχό πιάτο κι έβγαζε αλεύρι από το τσουβάλι. Ύστερα, άνοιγε το ντουλάπι κι έπαιρνε το προζύμι που 'χε φυλάξει από το προηγούμενο ζύμωμα. Λίγο χλιαρό νερό, λίγο αλάτι κι έτοιμο το μείγμα. Ανασήκωνε τα μανίκια της ρόμπας της και ξεκίναγε το πάλεμα με τα υλικά. Αργούσε πολύ να τα νικήσει. Όταν σφίγγονταν κι αντιστέκονταν στις γροθιές της, μας φώναζε:
"Για φέρε, παιδί μου, λίγο νεράκι, όχι όλο, σιγά σιγά, θα σου πω εγώ πόσο...."
Όταν τα υλικά παρέλυαν αραιωμένα κι αφήνονταν στα χέρια της, πάλι ευχαριστημένη δεν ήταν.
"Άχου, ήμπλασε, για φέρε παιδί μου, λίγο αλευράκι ακόμα..."
Τίποτα δεν καταλαβαίναμε, ακολουθούσαμε μονάχα τις εντολές της.
Μάλλον όμως το 'θελε ζωντανό να πέσει στα χέρια της. Αυτό θα 'ταν. Γιατί κάποια στιγμή τη βλέπαμε να τεμαχίζει με χαρά το μείγμα και να βάζει τα κομμάτια στην πινακωτή. Εκείνα ήταν μαλακά και λεία σα να 'χαν δέρμα μωρού...
Και σα να κουνιόταν, σα ν΄ανάσαιναν...
Μα τι λέω; Σίγουρα ανάσαιναν και σίγουρα ήταν ζωντανά. Γιατί, θυμάμαι, έπαιρνε κάτι μάλλινες κουβερτούλες, για να μην κρυώνουν μάλλον, τα σκέπαζε κι εκείνα χουχουλιασμένα στο ξύλινο κρεβατάκι τους μεγάλωναν και μεγάλωναν...
Όταν δε μας έβλεπε, ανασηκώναμε τη γωνιά της κουβερτούλας και τα κοιτάζαμε με τρόμο.
"Τρέχα, μαμά, τα ψωμάκια μεγάλωσαν πολύ!"
Μα εκείνη δε το παραδέχονταν και έβαζε τα γέλια. "Δε μεγάλωσαν βρε, φούσκωσαν..."
Και πάλι όμως ευχαριστημένη δεν ήταν. 'Εβγαινε στην αυλή με βιαστικά βήματα και κοίταγε το φούρνο. Κει μέσα είχε από ώρα βάλει φωτιά στ' απόκλαδα. Όταν καίγονταν όλα, έπαιρνε ένα φτυάρι και έβαζε στην άκρη τα καρβουνάκια. Έπειτα ένα μακρόστενο κοντάρι που στην άκρη του είχε δεμένο ένα βρεμένο πανί. Μ' αυτό σκούπιζε τις στάχτες από το εσωτερικό του φούρνου. Μετά το ακούμπαγε στον τοίχο και εμείς το παίρναμε και τρομάζαμε το ένα τ΄ άλλο.
Εκείνη δεν είχε χρόνο να μας μαλώσει.
Έπρεπε να φέρει τα "νεογέννητα", να τα τυλίξει μ' αλεύρι, να τ΄ακουμπήσει σ' ένα παράξενο φτυάρι, ξύλινο, μακρύ, να τα σταυρώσει και να τ΄ακουμπήσει μέσα στο φούρνο. Δίπλα δίπλα, με προσοχή.
Έφτυνε τρεις φορές και έκλεινε την πορτούλα του φούρνου, που δεν ήταν παρά ένα βαρελίσιο καπάκι με μια ξύλινη λαβή που του 'χε βάλει ο πατέρας μου.
Είχε ιδρώσει κι αναψοκοκκινίσει, μα και πάλι ευχαριστημένη δεν ήταν. Συνέχιζε να τρέχει πάνω κάτω, να μαζεύει και να κόβει, πιπεριές, μελιτζάνες, πατάτες, κρεμμύδια κι ό,τι άλλο ζαρζαβατικό υπήρχε στο σπίτι. Έπρεπε, βλέπετε, να κάμει και το μπριαμ. "Ε, μια και άναψε ο φούρνος..."
Σαν πέρναγε η ώρα, δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην έχει πάρει είδηση το φοβερό γεγονός που είχε διαδραματιστεί. Οι μυρωδιές απλώνονταν παντού στο χωριό κι ένας ένας νέφαινε στην αυλή.
"Μπα, ηφουρνίσατε, γειτόνοι; Την ήβγαλες την πίτα;"
Α, όλα κι όλα, ήτανε δικιά τους αυτή. Μη φανταστείτε κανονική πίτα. Ήταν ένα ψωμάκι αχαμνό, μ' ό,τι απέμενε στη σκάφη. Σαν έκανε να μεγαλώσει, το κακόμοιρο, εκείνη το πίεζε με τα δάχτυλά της. Έμενε λεπτό και ψήνονταν πιο γρήγορα από τ' άλλα. Το έβαζε στο τραπέζι της αυλής κι οι χωριανοί έκοβαν με τα χέρια και συζητούσαν τα νέα της ημέρας.
Ε, τότε πια ήταν ευχαριστημένη η μάνα μου. Έπαιρνε μετά από ώρα τα ψωμάκια της. τα παιδάκια που έφτιαξε όπως ήθελε, ολοστρόγγυλα και με χρώμα ροδαλό, τα έβαζε στο ράφι και τα σκέπαζε πάλι. Έπρεπε να μείνουν φρέσκα για να χορταίνουν όλη τη βδομάδα τ' αληθινά της παιδιά. Πότε αλειμμένα με βούτυρο και ζάχαρη, πότε με ρίγανη και λαδάκι.
(Το τελευταίο ήταν από το "κάτω περιβόλι" κι απ' την "απ' έσω πάντα" κι ήθελε πιότερο κόπο να γίνει.
Θα την πούμε άλλη φορά . Είναι μεγάλη η ιστορία.)
2 σχόλια:
Πωπώ γέμισε το κεφάλι μου μυρωδιά φρέσκου σπιτικού ψωμιού! Με την αναφορά στο λαδάκι και τη ρίγανη μ' έπιασε σιελόρροια... Και λίγη φρέσκια ντομάτα ζουλιγμένη από πάνω... Μμμμμ
Ζύμωνε παλιά η γιαγιά μου, στο χωριό της στα Άγραφα. Κι όταν τα καλοκαίρια μαζεύομασταν εκεί τα πιτσιρίκια, η μέρα αυτή ήταν σωστό πανηγύρι, που ξεκίναγε από την προηγούμενη με μια μεγάλη βόλτα στο δάσος να μαζέψουμε ξύλα για τον φούρνο.
Όπως το λες... Μια μικρή γιορτή.
Τα γράφω ως αντίδοτο στη γκρίνια για τα δύσκολα χρόνια που 'ρχονται, λέει.. Βρε, ωραία ήταν κι έτσι..
Καλώς όρισες!
Δημοσίευση σχολίου