Τότε δεν ήταν το αγαπημένο μονοπάτι. Ο δρόμος ήταν. Για το σχολείο κυρίως.
Το εγερτήριο ήταν στις 6 και μισή. Η μυρωδιά από το κατσικίσιο γάλα που βράζει, το αναμμένο τζάκι και τα κασκόλ, τα σκουφάκια, οι τσάντες, το κολατσιό. Στις επτά ξεκινούσαμε. Περνάγαμε από το άλλο σπίτι που 'χε παιδιά. Μας περίμεναν. Φεύγαμε τρεχάλα σχεδόν. Ρολόι δεν είχαμε. Έπρεπε μέχρι να χαράξει να 'μαστε ίσαμε "τ' αμπελάκια του παπά". Τότε είμαστε εντάξει. Δε θ' αργούσαμε. Καθόμασταν και ξεκουραζόμασταν για λίγο. Αν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μας έβρισκαν νωρίτερα έπρεπε να τρέξουμε παραπάνω. Φτάναμε πρώτοι σχεδόν στο σχολειό χωρίς να καταδεχόμαστε τις δικαιολογίες που είχαμε άφθονες.
Το μεσημέρι αποχαιρετούσαμε τους συμμαθητές και πιάναμε την ανάβαση. Κάμποσα χιλιόμετρα. Αν είχε βροχή με κουκούλες, αν είχε κρύο με καμιά δεκαριά μπλουζάκια παραπάνω, αν είχε καλό καιρό με τα μπουφάν στη μέση και με το χαμόγελο ως τ' αυτιά.
Ύστερα ήρθε ο αμαξωτός δρόμος, φτιάχνονταν λίγος λίγος, κάθε χρόνο και χιλιόμετρο περίπου. Φτάναμε μέχρι ένα σημείο με αμάξι και μετά ξανά στο μονοπάτι μας.
Μάθαμε όλες τις πετρούλες του ντουσεμέ, κάθε δέντρο, κάθε βραχάκι. "Αυτό είναι το δικό μου", "εκείνο είναι του τάδε " και πάει λέγοντας. Το κάθε παιδί είχε και από μια δική του γωνιά αγαπημένη που του άρεσε να ξεκουράζεται κι είχε φυσικά όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα. Καμιά φορά κάναμε και αγώνες.
-Βάζουμε μια τρεχάλα μέχρι το βράχο του Σ.; λέγαμε και αρχίζαμε χωρίς δεύτερη σκέψη το σπρωξίδι και τ' άλματα πάνω από ακισαριές και μαντρότοιχους, καθώς στενός ο διάδρομος βλέπετε...
Ό,τι θέλαμε κάναμε, μόνο τα μουλάρια και τ' άλογα του Γ. του συχωρεμένου να μη συναντούσαμε. Ή του άλλου του Γ. που τ' άφηνε καμιά φορά μες το μονοπάτι δεμένα, βέβαια, αλλά με μακρύ σκοινί. Τότε κάναμε ανασύνταξη δυνάμεων, γινόμασταν ένα κουβάρι σφιχτό σφιχτό κι αποφασίζαμε κατόπιν ωρίμου σκέψεως ποια νέα διαδρομή θα χαράζαμε ανάμεσα στους θάμνους ή τα πεζούλια προκειμένου να τα αποφύγουμε.
Είχαμε και ονόματα στάσεων.
-Κάνε κουράγιο μέχρι το "θρόνο", μου 'λεγε η μάνα μου, όταν ήμουν στα τέσσερα και δεν είχα πολλές δυνάμεις κι αυτή η κακομοίρα δεν είχε χέρι ελεύθερο και αγκαλιά να με σηκώσει... Θέλαν και τα πράματα σήκωμα βλέπετε και τα ψωμιά και τα ρούχα και τα ζαρζαβατικά... Στη στάση της "κυλίστρας" σταματάγαμε για τσουλήθρα, στην "αποθέστρα" για ν' αφήσουν οι μεγάλοι για λίγο το βάρος που 'χαν στην πλάτη τους και να πάρουν μια ανάσα, στον "πρίνο" καθόμασταν γύρω γύρω στην πλάκα και τα λέγαμε...
Ύστερα ο αμαξωτός έφτασε ως το χωριό και πιο μετά πήραμε αμάξι και δίπλωμα. Μεγαλώσαμε. Ξεχάσαμε το δρόμο μας. Τον βάλαμε σε μια σελίδα του άλμπουμ από τις παιδικές μας αναμνήσεις και τον αφήσαμε εκεί. Οι άλλοι τον είχαν ξεχάσει ήδη από καιρό. Τα μουλάρια και τα άλογα πουλήθηκαν στους γύφτους. Οι άνθρωποι που τον χρησιμοποιούσαν γέρασαν. Τα χωράφια τα παρατήσαμε σιγά σιγά.
Πέρσι είπαμε να τ' ανοίξουμε το άλμπουμ. Να ξέρουν τα παιδιά την ύπαρξή του τουλάχιστον. Κι ας το κάνουν ό,τι θέλουν εκείνα. Μακάρι να πάρουν το μονοπάτι και να το ξαναγεμίσουν με γέλια και φωνές, με περπατησιές ανθρώπινες όπως τότε...
φωτογραφίες: tirimata
Το εγερτήριο ήταν στις 6 και μισή. Η μυρωδιά από το κατσικίσιο γάλα που βράζει, το αναμμένο τζάκι και τα κασκόλ, τα σκουφάκια, οι τσάντες, το κολατσιό. Στις επτά ξεκινούσαμε. Περνάγαμε από το άλλο σπίτι που 'χε παιδιά. Μας περίμεναν. Φεύγαμε τρεχάλα σχεδόν. Ρολόι δεν είχαμε. Έπρεπε μέχρι να χαράξει να 'μαστε ίσαμε "τ' αμπελάκια του παπά". Τότε είμαστε εντάξει. Δε θ' αργούσαμε. Καθόμασταν και ξεκουραζόμασταν για λίγο. Αν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου μας έβρισκαν νωρίτερα έπρεπε να τρέξουμε παραπάνω. Φτάναμε πρώτοι σχεδόν στο σχολειό χωρίς να καταδεχόμαστε τις δικαιολογίες που είχαμε άφθονες.
Το μεσημέρι αποχαιρετούσαμε τους συμμαθητές και πιάναμε την ανάβαση. Κάμποσα χιλιόμετρα. Αν είχε βροχή με κουκούλες, αν είχε κρύο με καμιά δεκαριά μπλουζάκια παραπάνω, αν είχε καλό καιρό με τα μπουφάν στη μέση και με το χαμόγελο ως τ' αυτιά.
Ύστερα ήρθε ο αμαξωτός δρόμος, φτιάχνονταν λίγος λίγος, κάθε χρόνο και χιλιόμετρο περίπου. Φτάναμε μέχρι ένα σημείο με αμάξι και μετά ξανά στο μονοπάτι μας.
Μάθαμε όλες τις πετρούλες του ντουσεμέ, κάθε δέντρο, κάθε βραχάκι. "Αυτό είναι το δικό μου", "εκείνο είναι του τάδε " και πάει λέγοντας. Το κάθε παιδί είχε και από μια δική του γωνιά αγαπημένη που του άρεσε να ξεκουράζεται κι είχε φυσικά όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα. Καμιά φορά κάναμε και αγώνες.
-Βάζουμε μια τρεχάλα μέχρι το βράχο του Σ.; λέγαμε και αρχίζαμε χωρίς δεύτερη σκέψη το σπρωξίδι και τ' άλματα πάνω από ακισαριές και μαντρότοιχους, καθώς στενός ο διάδρομος βλέπετε...
Ό,τι θέλαμε κάναμε, μόνο τα μουλάρια και τ' άλογα του Γ. του συχωρεμένου να μη συναντούσαμε. Ή του άλλου του Γ. που τ' άφηνε καμιά φορά μες το μονοπάτι δεμένα, βέβαια, αλλά με μακρύ σκοινί. Τότε κάναμε ανασύνταξη δυνάμεων, γινόμασταν ένα κουβάρι σφιχτό σφιχτό κι αποφασίζαμε κατόπιν ωρίμου σκέψεως ποια νέα διαδρομή θα χαράζαμε ανάμεσα στους θάμνους ή τα πεζούλια προκειμένου να τα αποφύγουμε.
Είχαμε και ονόματα στάσεων.
-Κάνε κουράγιο μέχρι το "θρόνο", μου 'λεγε η μάνα μου, όταν ήμουν στα τέσσερα και δεν είχα πολλές δυνάμεις κι αυτή η κακομοίρα δεν είχε χέρι ελεύθερο και αγκαλιά να με σηκώσει... Θέλαν και τα πράματα σήκωμα βλέπετε και τα ψωμιά και τα ρούχα και τα ζαρζαβατικά... Στη στάση της "κυλίστρας" σταματάγαμε για τσουλήθρα, στην "αποθέστρα" για ν' αφήσουν οι μεγάλοι για λίγο το βάρος που 'χαν στην πλάτη τους και να πάρουν μια ανάσα, στον "πρίνο" καθόμασταν γύρω γύρω στην πλάκα και τα λέγαμε...
Ύστερα ο αμαξωτός έφτασε ως το χωριό και πιο μετά πήραμε αμάξι και δίπλωμα. Μεγαλώσαμε. Ξεχάσαμε το δρόμο μας. Τον βάλαμε σε μια σελίδα του άλμπουμ από τις παιδικές μας αναμνήσεις και τον αφήσαμε εκεί. Οι άλλοι τον είχαν ξεχάσει ήδη από καιρό. Τα μουλάρια και τα άλογα πουλήθηκαν στους γύφτους. Οι άνθρωποι που τον χρησιμοποιούσαν γέρασαν. Τα χωράφια τα παρατήσαμε σιγά σιγά.
Πέρσι είπαμε να τ' ανοίξουμε το άλμπουμ. Να ξέρουν τα παιδιά την ύπαρξή του τουλάχιστον. Κι ας το κάνουν ό,τι θέλουν εκείνα. Μακάρι να πάρουν το μονοπάτι και να το ξαναγεμίσουν με γέλια και φωνές, με περπατησιές ανθρώπινες όπως τότε...
Η αρχή του... όπως παλιά. Λίγο πιο στενό ίσως. |
...και λίγο πιο κάτω |
Λες και ήταν χτες... - Εεε, περιμένετε, έρχομαι...! |
Ετούτο το κομμάτι χαραγμένο απευθείας από την ικαριώτικη φύση... |
Η στάση του "πρίνου", η καλύτερη... Μήτε αέρας έπιανε εδώ, μήτε ήλιος, μήτε βροχή καλά καλά... |
Ο πιτσιρικάς μου με βήματα σταθερά λες και τον ξέρει το δρόμο... Αχ, ωραία μέρα! |
Ουφ! Εδώ άνοιγμα ξανά. Από το Γ. μάλλον που πάει από δω στο κτήμα του. Ωραία, έτσι θ' απολαύσουμε και τις όμορφες λεπτομέρειες! |
Στη σχισμή του βράχου... |
Ωραίο μπουκέτο ε; Υπάρχει και σε ροζ... |
Από το "πυργάλι"... ατενίζοντας τη θάλασσα του Κεραμέ... Φτάσαμε!! (το μονοπάτι δυστυχώς διακόπτεται από ιδιωτικό αμαξωτό δρόμο και συνεχίζει λίγο πριν την εκκλησία του Αη Γιάννη) |
Φχαριστούμε για την παρέα!
Άντε και του χρόνου!
φωτογραφίες: tirimata
5 σχόλια:
......καλή χρονιά φιλεναδίτσα.
....το ξέρω ότι συμβαίνει με τις λύπες ...
ότι και με τις πατρίδες....κάθε άνθρωπος έχει και τη δική του....
ευχή μου....
για τη νέα χρονιά....
να ''πελαγοδρομούμε''...
σε μονοπάτια που και που...και ας είναι....κάτι σαν εκείνα τα ποιήματα....
που δεν γράφονται μα τα ζούμε...και είναι τα ωραιότερα..
.Σίρο Ρεδόνδο
Καλή χρονιά! Φιλάκια! Ήρτα πίσω...κλάψ, λυγμ!
καλήηηηηηηηή χρονιάααααααααααά.
αισθάνομαι.....κάτι ....μμμμμμμμμ
πως να το πώ ????
φώτο :?
παραλία Κεραμέ....
?????????
γ.μ.τ.
γ.μ.τ.
αααααααα
τι να πώ!:?
την ίδια αγαπημένη μαντινάδα...
''ο κόσμος που ονειρέφτηκα μόνο τσ αυγής ταιριάζει γι 'αυτό 'χω και την πεθυμιά να φύγω όντε χαράζει''
....καλή χρονιά.....
Σίρο Ρεδόνδο
.....α ...και να σου πω......
υπόσχεση είναι από το 2οο2....
μμμμμμμμμμ
θα ρθεις...ε
ε?;;;;;;;;;;;
φιλάκιααααααααα
Σ.Ρ.
καλημέρα και ευχές για μια πολύ καλή χρονιά.
Δημοσίευση σχολίου