Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Μεταξύ ρίβας, πλάκας και μοναξιάς. Για το Σ. (μέρος 1ο)

Έζησε και ζει ανάμεσα σε δύο εποχές. Της παλιάς Νικαριάς και της σύγχρονης. Προτίμησε να μην ανήκει σε καμιά κι επέλεξε το δικό του μοναχικό δρόμο. Λεύτερος και νέος πάντα, ετοιμόλογος και ιδιοφυής. Ένας Καριώτης ξεχωριστός που όλοι τον αγαπούν και όλοι επιζητούν την παρέα του.
 Η παρουσία του σημάδεψε όλη την παιδική μου ηλικία καθώς τα σπίτια μας ήταν σχεδόν κολλητά και η φωνή του συνόδευε τα παιχνίδια μας, το γέλιο του συνόδευε τη μελέτη μας, οι ιστορίες που διηγούνταν με μοναδικό τρόπο συνόδευαν τα χειμωνιάτικα και τα καλοκαιρινά βράδια.

(Μιλάω για τον καιρό που δεν περιμέναμε να πάει οχτώ για να δούμε τις ειδήσεις, που αγωνιούσαμε για τον γείτονα και όχι για τον ήρωα του καθημερινού σήριαλ, που προβλέπαμε οι ίδιοι τον καιρό που θα κάνει την επόμενη μέρα παρατηρώντας απλά το φεγγάρι και τους κύκλους του.
Τον καιρό που μικροί και μεγάλοι ήταν πάντα στην ίδια παρέα κι έτσι τα παιδιά ωρίμαζαν γρηγορότερα και οι μεγάλοι δεν ωρίμαζαν ποτέ εντελώς.)

Τον Σ. δε θυμάμαι ποτέ να τον είδα κατσούφη, δεν θυμάμαι ποτέ να γκρινιάζει για τη ζωή και τις αναποδιές της, δε θυμάμαι ποτέ να συζητούσε για χρήματα, δε θυμάμαι ποτέ να αγωνιούσε για την ηλικία του, την υγεία του ή  την ομορφιά του. Πάντα με γέλιο, πάντα με κέφι και ενέργεια. Πάντα με χαρά.
 Όχι ότι έζησε καμιά άνετη ζωή. Το αντίθετο. Με ταλαιπώριες και με αφάνταστη κούραση έζησε. Μονάχος. Οικογένεια βλέπετε δεν έκαμε ποτέ προς μεγάλη στεναχώρια των συγχωριανών του που ήλπιζαν πως κάποια μέρα θα βρίσκονταν μια κοπέλα να καταδεχτεί το ορεινό, άδειο σχεδόν από ανθρώπους χωριό τους και θα χάριζε χαρά, συντροφιά και παιδάκια, φυσικά, στον τόσο αγαπητό τους Σ.
Δε βρέθηκε. Κρίμα... Μα εν πειράζει.
 Είχε μάθει να παίρνει τη ζωή όπως έρχονταν. Συντροφιά με τα ζώα του και με τους λίγους ανθρώπους του χωριού και με τους λίγους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν από άλλα χωριά για να γευτούν την πολύτιμη συντροφιά του. Ευτυχισμένος. Με διαφορετικά στάνταρ ευτυχίας από τα σημερινά, τα μοντέρνα, αλλά πάντως ευτυχισμένος.
Και γενναίος, σκληρός, τίμιος και ειλικρινής.
 Α, και καλλιτέχνης. Του άρεσε να φτιάχνει ρίμες. Τα στιχάκια τού βγαιναν αβίαστα και καυτηρίαζε μ' αυτά ό,τι παράξενο έβλεπε. Κρίμα που δεν τα γράφαμε. Θα 'χαμε τώρα ένα ολόκληρο βιβλίο μόνο με τις ρίμες του Σ.
Θυμάμαι ένα πρωί που πονούσε ο πατέρας μου την μέση του και δε μπορούσε να σηκωθεί για το μεροκάματο. Μπαίνει ο Σ. μέσα και τον βλέπει ακίνητο στο κρεβάτι.

"Είσαι γερός και δυνατός
για να σηκώσεις τσάπα
για σε πονεί η μέση σου
και θέλεις να 'σαι ξάπλα;"

Ξάπλα μετά όλοι από τα γέλια.

Είχαμε την τύχη βλέπετε να είμαστε αρκετά ...φτωχοί ώστε να μένουμε σ' ένα σπίτι δύο δωματίων που χωρίζονταν μεταξύ τους με ένα κομμάτι ...κόντρα πλακέ!
Έτσι ό,τι λέγονταν στην κουζίνα από τους μεγάλους γίνονταν αντιληπτά και σε μας τα παιδιά που ήμασταν δίπλα. Θυμάμαι τον εαυτό μου, μαζί με τ' αδέρφια μου, να έχουμε πέσει για ύπνο και να μη μπορούμε να κοιμηθούμε αφού σκάγαμε στα γέλια με τις ιστορίες που έρχονταν στ' αυτιά μας δια στόματος  Σ.
 Εκείνος μας άκουγε και συνέχιζε με χαρά μια και οι διηγήσεις του έβρισκαν τέτοια αντοπόκριση και από τους όρθιους και από τους... ξάπλα!

Καθημερινή κι αισθητή η παρουσία του. Κι όταν δεν πρόκανε από τις δουλειές φώναζε από μακριά την αγαπημένη του φράση- σλόγκαν: "Ε,νοικοκυραίοι, ημάθατε καμιά ψευτιά;" κι έφευγε προτού πάρει την απάντηση. Μια μέρα, έφηβη κι αγουροξυπνημένη, βγαίνω στην αυλή όλο νεύρα για τη φράση που είχα ακούσει χιλιοστή φορά και τον ρωτάω με την αναίδεια της ηλικίας εκείνης.
-Δε μου λες, βρε Σ. γιατί δε ρωτάς όπως όλος ο κόσμος αν εμάθαμε κανένα νέο και ρωτάς για τις ψευτιές; Όχι τίποτα, να μου φύγει η απορία.
Κοντοστέκεται, με κοιτάζει με τα τεράστια ολοκάθαρα μάτια του...
-Εεεε, -σταματά για ένα δυο δεύτερα όπως κάθε παραδοσιακός Καριώτης, πριν ξεστομίσει μια σοφή κουβέντα -  να, πρώτον τις ψευτιές θέλω να μάθω γιατί οι αλήθειες είναι κομματάκι ζόρικες, δεύτερον ούτως ή άλλως τα πιότερα ψέματα θά ναι από αυτά που θα μου πούνε, οπότε το ζητάω κατευθείαν.... Βρε, για να περάσω την ώρα μου. Μη θαρρείς...


Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: