Έχει έρθει πρόσφατα κοντά μας. Μένει σ΄ένα διαμέρισμα στη Νεάπολη της Θεσσαλονίκης. Είχα ακούσει τόσα γι' αυτήν κι ανυπομονούσα να τη γνωρίσω. Όλοι έλεγαν πόσο όμορφη και χαρισματική ήταν.
Αυτό το Σαββατοκύριακο τα παιδιά έλειπαν. Πήρα το λεωφορείο για το σταθμό και χωρίς πολλά πολλά μπήκα στην κλινάμαξα. Το ήξερα το σπίτι της. Σ' έναν ήσυχο πεζόδρομο στην οδό Φαιστού γεμάτο λουδούδια, ζεστασιά κι αγάπη. Μόνο που όταν πήγαινα παλιά εκείνη δεν ήταν εκεί.
Είχα φανταστεί τη σκηνή. (Το κάνω αυτό από μικρή. Ονειρεύομαι διάφορα τόσο....πειστικά που στο τέλος συμβαίνουν. Όχι όλα, αλλά κάποια περίπου.)
Φανταζόμουν λοιπόν ότι θα με περιμένει στην πόρτα και θα πέσει στην αγκαλιά μου. Αν με συμπαθούσε.
Όχι, δεν ήταν εκεί. Έπρεπε οι επισκέπτες της να ακολουθήσουν μια διαδικασία προκειμένου να τους δεχτεί. Τελικά ήταν στο δωμάτιό της ξαπλωμένη. Όλα καθαρά και τακτοποιημένα. Το σπίτι μύριζε το άρωμά της. Θαλπωρή και φρεσκάδα. Η ίδια ανάμεσα σε δαντελένια μαξιλάρια και απαλές κουβέρτες. Μα ναι, ήταν μια κυρία, πώς αλλιώς; Την πλησίασα λίγο τρακαρισμένη. Έσκυψα πάνω της και της ψιθύρισα: "Καλώς ορίσατε, κυρία Δάφνη".
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και περιπλανήθηκε με το βλέμμα στο χώρο. Σε μένα ούτε μια ματιά. Και τότε τσαφ! έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο όλο τσαχπινιά και νάζι. Φωτίστηκε το πρόσωπό της. (Κάποιος ισχυρίζονταν πως η κυρία Δάφνη δεν είχε χαμογελάσει σε κανέναν ποτέ ως τώρα! Εξυπνάδες!)
Ναι, ήταν πολύ όμορφη. Δίκιο είχαν. Με μεγάλες γυριστές βλεφαρίδες και με καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά. Της φίλησα τα μακριά της δάχτυλα και γονάτισα με σεβασμό για να την κοιτάζω καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς όλοι με σεβασμό της φέρονταν. Και με δέος μπροστά στην παρουσία της. Ήταν μια κυρία, είπαμε.
Την άλλη μέρα την ντύσαμε με τα καλά της ρούχα και την πήγαμε στην Παναγιά τη Φανερωμένη. Έπρεπε να την ευλογήσει ο παπάς. Για τις πρώτες σαράντα μέρες που ήταν κοντά μας.
Κι έπειτα, να την πάμε στη γειτόνισσα,...(Ήταν κι αυτό στα έθιμα τα καθιερωμένα) Είχα να τη δω από τότε που ήμουν φοιτήτρια. Μας δέχτηκε με χαρά και μας κέρασε, εκτός από το καθιερωμένο καφεδάκι, αλεύρι, ρύζι και αυγά. Για την κυρία Δάφνη πάντα. Για ν΄ασπρίσει, να ριζώσει και να γεννήσει κάποτε κι αυτή με τη σειρά της.
-Βρε, Μαράκι μου, λέω στη φίλη μου, τη μάνα της, εμείς στην Νικαριά πριν σαραντίσουν τα ΄χουμε πάει και σε κάνα δυο πανηγύρια πριν, τι είναι όλα τούτα;
Ύστερα μας πήρε η γιαγιά και μας μάλωσε που δε ρίξαμε τ' αλεύρι στο κεφάλι του μωρού, "έτσι πρέπει", μας είπε. Κι εγώ φυσικά δεν ξανάπα κουβέντα. Αρκέστηκα στο ρόλο του φωτογράφου που είχα αναλάβει.
Επιστρέψαμε σπίτι, την ταϊσαμε,τη νανουρίσαμε για τα καλά και τους χαιρέτησα για την Αθήνα.
-Πάρε το λεωφορείο μέχρι το σταθμό, μου πε η φίλη μου.
-Όχι, βρε χαζούλα, θα πάω με τα πόδια να περάσω κι από την παλιά μου γειτονιά.
Το ανέβαλα χρόνια. Όποτε ανέβαινα πάνω πέρναγα ξυστά από το παλιό μου σπίτι γιατί πίστευα ότι θα συγκινηθώ. Σήμερα πήγα. Η πόρτα της εισόδου ήταν ανοιχτή. Το ίδιο κουδούνι, ο ίδιος τοίχος ξεφτισμένος στο ίδιο σημείο, το συνεργείο του Νίκου εκεί κλειστό λόγω ημέρας, τα χρώματα ίδια. Να και η απλώστρα μας. Είχαμε περάσει εκεί τρία χρόνια ξεχωριστά με πόνους και με καρδιοχτύπια ατέλειωτα. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, τσάμπα συναισθήματα πεταμένα στα δοκάρια, στα κάγκελα και στους άπλυτους δρόμους. Δεν έσκυψα να τα μαζέψω. Έφυγα χαμογελώντας έχοντας εκείνη στα μάτια μου κι αποχαιρέτησα όλ' αυτά που κάποτε θεωρούσαμε σπουδαία και πολύ σοβαρά.
Σ΄ευχαριστώ κυρία Δάφνη.
Αυτό το Σαββατοκύριακο τα παιδιά έλειπαν. Πήρα το λεωφορείο για το σταθμό και χωρίς πολλά πολλά μπήκα στην κλινάμαξα. Το ήξερα το σπίτι της. Σ' έναν ήσυχο πεζόδρομο στην οδό Φαιστού γεμάτο λουδούδια, ζεστασιά κι αγάπη. Μόνο που όταν πήγαινα παλιά εκείνη δεν ήταν εκεί.
Είχα φανταστεί τη σκηνή. (Το κάνω αυτό από μικρή. Ονειρεύομαι διάφορα τόσο....πειστικά που στο τέλος συμβαίνουν. Όχι όλα, αλλά κάποια περίπου.)
Φανταζόμουν λοιπόν ότι θα με περιμένει στην πόρτα και θα πέσει στην αγκαλιά μου. Αν με συμπαθούσε.
Όχι, δεν ήταν εκεί. Έπρεπε οι επισκέπτες της να ακολουθήσουν μια διαδικασία προκειμένου να τους δεχτεί. Τελικά ήταν στο δωμάτιό της ξαπλωμένη. Όλα καθαρά και τακτοποιημένα. Το σπίτι μύριζε το άρωμά της. Θαλπωρή και φρεσκάδα. Η ίδια ανάμεσα σε δαντελένια μαξιλάρια και απαλές κουβέρτες. Μα ναι, ήταν μια κυρία, πώς αλλιώς; Την πλησίασα λίγο τρακαρισμένη. Έσκυψα πάνω της και της ψιθύρισα: "Καλώς ορίσατε, κυρία Δάφνη".
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και περιπλανήθηκε με το βλέμμα στο χώρο. Σε μένα ούτε μια ματιά. Και τότε τσαφ! έσκασε ένα πονηρό χαμόγελο όλο τσαχπινιά και νάζι. Φωτίστηκε το πρόσωπό της. (Κάποιος ισχυρίζονταν πως η κυρία Δάφνη δεν είχε χαμογελάσει σε κανέναν ποτέ ως τώρα! Εξυπνάδες!)
Ναι, ήταν πολύ όμορφη. Δίκιο είχαν. Με μεγάλες γυριστές βλεφαρίδες και με καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά. Της φίλησα τα μακριά της δάχτυλα και γονάτισα με σεβασμό για να την κοιτάζω καλύτερα. Έτσι κι αλλιώς όλοι με σεβασμό της φέρονταν. Και με δέος μπροστά στην παρουσία της. Ήταν μια κυρία, είπαμε.
Την άλλη μέρα την ντύσαμε με τα καλά της ρούχα και την πήγαμε στην Παναγιά τη Φανερωμένη. Έπρεπε να την ευλογήσει ο παπάς. Για τις πρώτες σαράντα μέρες που ήταν κοντά μας.
Κι έπειτα, να την πάμε στη γειτόνισσα,...(Ήταν κι αυτό στα έθιμα τα καθιερωμένα) Είχα να τη δω από τότε που ήμουν φοιτήτρια. Μας δέχτηκε με χαρά και μας κέρασε, εκτός από το καθιερωμένο καφεδάκι, αλεύρι, ρύζι και αυγά. Για την κυρία Δάφνη πάντα. Για ν΄ασπρίσει, να ριζώσει και να γεννήσει κάποτε κι αυτή με τη σειρά της.
-Βρε, Μαράκι μου, λέω στη φίλη μου, τη μάνα της, εμείς στην Νικαριά πριν σαραντίσουν τα ΄χουμε πάει και σε κάνα δυο πανηγύρια πριν, τι είναι όλα τούτα;
Ύστερα μας πήρε η γιαγιά και μας μάλωσε που δε ρίξαμε τ' αλεύρι στο κεφάλι του μωρού, "έτσι πρέπει", μας είπε. Κι εγώ φυσικά δεν ξανάπα κουβέντα. Αρκέστηκα στο ρόλο του φωτογράφου που είχα αναλάβει.
Επιστρέψαμε σπίτι, την ταϊσαμε,τη νανουρίσαμε για τα καλά και τους χαιρέτησα για την Αθήνα.
-Πάρε το λεωφορείο μέχρι το σταθμό, μου πε η φίλη μου.
-Όχι, βρε χαζούλα, θα πάω με τα πόδια να περάσω κι από την παλιά μου γειτονιά.
Το ανέβαλα χρόνια. Όποτε ανέβαινα πάνω πέρναγα ξυστά από το παλιό μου σπίτι γιατί πίστευα ότι θα συγκινηθώ. Σήμερα πήγα. Η πόρτα της εισόδου ήταν ανοιχτή. Το ίδιο κουδούνι, ο ίδιος τοίχος ξεφτισμένος στο ίδιο σημείο, το συνεργείο του Νίκου εκεί κλειστό λόγω ημέρας, τα χρώματα ίδια. Να και η απλώστρα μας. Είχαμε περάσει εκεί τρία χρόνια ξεχωριστά με πόνους και με καρδιοχτύπια ατέλειωτα. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά, τσάμπα συναισθήματα πεταμένα στα δοκάρια, στα κάγκελα και στους άπλυτους δρόμους. Δεν έσκυψα να τα μαζέψω. Έφυγα χαμογελώντας έχοντας εκείνη στα μάτια μου κι αποχαιρέτησα όλ' αυτά που κάποτε θεωρούσαμε σπουδαία και πολύ σοβαρά.
Σ΄ευχαριστώ κυρία Δάφνη.
2 σχόλια:
Πολλά και σπουδαία μας αποκαλύπτονται,επιστρέφοντας σε έναν τόπο.
A,ναι, έχεις δίκιο...
Δημοσίευση σχολίου