Με κοίταζε με μισόκλειστα μάτια από τη νύστα, καθώς του εξέφραζα -περασμένα μεσάνυχτα στην τραπεζαρία του πλοίου- τις ανησυχίες μου για τα νέα μέτρα, για τους φόρους στο πετρέλαιο θέρμανσης και τα λοιπά. Τον διέκρινε πάντοτε μια στωικότητα αξιοθαύμαστη. Αλύγιστος σε ατυχήματα, σε ξαφνικές αλλαγές της μοίρας, σε επώδυνες καταστάσεις που μας προβλημάτιζαν όλους. Επέλεγε το χαμόγελο κι είχε μια ατάκα έτοιμη πάντα, ίσως και μια ιστοριούλα σχετική.
-Και πού θα 'βρουμε λίγο χώμα; είπε απλά ως απάντηση.
-Χώμα; Για να θαφτούμε;
-Ε, όχι κι έτσι... Για τα κάρβουνα λέω.
Οι γνωστές ρυτιδούλες γέλιου είχαν αρχίσει να σχηματίζονται γύρω από τα βλέφαρα.
Και καθώς η Β. λογάριαζε τα μηνιαία έξοδα για την κόρη που σπουδάζει κι ο Σ. όσα θα δώσει στους γιατρούς για τις εξετάσεις που θα 'κανε η γυναίκα του μόλις θα πιάναμε λιμάνι κι η Μ. για το μισθό Γεωργιανής που θα φρόντιζε την άρρωστη μάνα όσο εκείνη θα έλειπε στη δουλειά, ο Γ. ,ο χαμογελαστούλης, έσπρωξε την καρέκλα προς το μέρος μου.
-Το κόλπο δεν το ξέρεις; Κείνο που κάναν οι παλιοί πριν τα πλακάκια και τα μωσαϊκά;
Ε, δεν το 'ξερα. Κι ας μεγάλωσα με χίλιες δυο στερήσεις στο νησί.
-Τον "πουλάδα", τον είχες ακουστά; Έχει πεθάνει, χρόνια τώρα...
Δεν τον είχα.
-Σπάγκος ήτονε. Και χάρη στη τσιγκουνιά του μήτε οικογένεια έκαμε μήτε έβαλε ποτέ να κάμει μοντέρνο το σπίτι του. Κι είχε χώμα στο πάτωμα. Όπως οι παλιοί. Ήναβε τη φωτιά, ηζεσταινόταν μια χαρά, ύστερα ήκανε το λάκκο μες τη μέση της κάμαρης, ήχωνε τα κάρβουνα μέσα, ησκέπαζε με το χώμα. Ήπαιρνε την προβιά με την καλή τριχιά, κι ηκοίτουνταν απάνω. Ε, ρε ύπνους που θα 'ριχνε...
-Εγώ κάτι μαγκάλια θυμάμαι. Στο δωμάτιο. Μύριζε κιόλας και φοβόταν η μάνα...
-Α, είσαι πολύ προχώ... Χώμα, κάρβουνα και δέρμα με τριχιά. Κι ας τους άλλους να κουρεύονται...Υγειινότατο... Αλλά άμε τώρα να ξεπατώσεις τα πλακάκια.... ΙΚΑ, για ξεπάτωμα πλακακίων θα πληρώσουμε; Πιθανόν...
Είχα στρώσει ήδη τον υπνόσακο στη μοκέτα του πλοίου. Τράβηξα το φερμουάρ. Μια ζεστασιά από τα παλιά μου 'ρθε στην πονεμένη πλάτη.
Τον είδα ξανά στο κατάστρωμα. Μόλις είχε χαράξει...
-Καλό χειμώνα, του 'πα, αν δε σε δω στο φεύγα...
-Καλά πισωγυρίσματα, μου 'πε χαϊδεύοντας τη γενειάδα.
Γύριζε στο σπίτι δίχως τα χρωστούμενα. Ζει σε διαμέρισμα στην Αθήνα. Γυναίκα και δυο παιδιά. Δίχως χώμα. Μονάχα κρύες σωληνώσεις. Άντε και λίγες ρυτιδούλες γέλιου για να τα περιμπαίξουμε όλα...
-Και πού θα 'βρουμε λίγο χώμα; είπε απλά ως απάντηση.
-Χώμα; Για να θαφτούμε;
-Ε, όχι κι έτσι... Για τα κάρβουνα λέω.
Οι γνωστές ρυτιδούλες γέλιου είχαν αρχίσει να σχηματίζονται γύρω από τα βλέφαρα.
Και καθώς η Β. λογάριαζε τα μηνιαία έξοδα για την κόρη που σπουδάζει κι ο Σ. όσα θα δώσει στους γιατρούς για τις εξετάσεις που θα 'κανε η γυναίκα του μόλις θα πιάναμε λιμάνι κι η Μ. για το μισθό Γεωργιανής που θα φρόντιζε την άρρωστη μάνα όσο εκείνη θα έλειπε στη δουλειά, ο Γ. ,ο χαμογελαστούλης, έσπρωξε την καρέκλα προς το μέρος μου.
-Το κόλπο δεν το ξέρεις; Κείνο που κάναν οι παλιοί πριν τα πλακάκια και τα μωσαϊκά;
Ε, δεν το 'ξερα. Κι ας μεγάλωσα με χίλιες δυο στερήσεις στο νησί.
-Τον "πουλάδα", τον είχες ακουστά; Έχει πεθάνει, χρόνια τώρα...
Δεν τον είχα.
-Σπάγκος ήτονε. Και χάρη στη τσιγκουνιά του μήτε οικογένεια έκαμε μήτε έβαλε ποτέ να κάμει μοντέρνο το σπίτι του. Κι είχε χώμα στο πάτωμα. Όπως οι παλιοί. Ήναβε τη φωτιά, ηζεσταινόταν μια χαρά, ύστερα ήκανε το λάκκο μες τη μέση της κάμαρης, ήχωνε τα κάρβουνα μέσα, ησκέπαζε με το χώμα. Ήπαιρνε την προβιά με την καλή τριχιά, κι ηκοίτουνταν απάνω. Ε, ρε ύπνους που θα 'ριχνε...
-Εγώ κάτι μαγκάλια θυμάμαι. Στο δωμάτιο. Μύριζε κιόλας και φοβόταν η μάνα...
-Α, είσαι πολύ προχώ... Χώμα, κάρβουνα και δέρμα με τριχιά. Κι ας τους άλλους να κουρεύονται...Υγειινότατο... Αλλά άμε τώρα να ξεπατώσεις τα πλακάκια.... ΙΚΑ, για ξεπάτωμα πλακακίων θα πληρώσουμε; Πιθανόν...
Είχα στρώσει ήδη τον υπνόσακο στη μοκέτα του πλοίου. Τράβηξα το φερμουάρ. Μια ζεστασιά από τα παλιά μου 'ρθε στην πονεμένη πλάτη.
Τον είδα ξανά στο κατάστρωμα. Μόλις είχε χαράξει...
-Καλό χειμώνα, του 'πα, αν δε σε δω στο φεύγα...
-Καλά πισωγυρίσματα, μου 'πε χαϊδεύοντας τη γενειάδα.
Γύριζε στο σπίτι δίχως τα χρωστούμενα. Ζει σε διαμέρισμα στην Αθήνα. Γυναίκα και δυο παιδιά. Δίχως χώμα. Μονάχα κρύες σωληνώσεις. Άντε και λίγες ρυτιδούλες γέλιου για να τα περιμπαίξουμε όλα...
2 σχόλια:
Σα να τον ακούω... Μόνο που δεν έχει μείνει πια δάσος να κάνουμε κάρβουνα.
Α βρουμε κάνα απόκλαδο, μη φοβάσαι...
Δημοσίευση σχολίου