Τους περίμεναν ως σωτήρες. Τους συμμάχους. Θα τους βομβαρδίσουν, λέει, θα τους κάμουν στάχτη. Τους αθεόφοβους τους ναζιστές, τα σκουπίδια του κόσμου. Όλα είχαν πάει κατ' ευχήν.
Μόνο η δικιά της μοίρα είχε πάρει το στραβό δρόμο. Κάτι ξέφυγε... Ποιος ξέρει ποιο να ΄ταν το πρώτο; Ο χαμός της μάνας; Η δύσκολη μητριά; Το καράβι που έφευγε με υποσχέσεις για τον Πειραιά; Ο άδικος χαμός του αγαπημένου αδερφού που έφυγε με φυματίωση ραγδαίας εξέλιξης; Η απόγνωση; Η πείνα; Οι φιλενάδες από το δίπλα χωριό που της έταξαν δουλειά και φαγητό με τις νέες θέσεις εργασίας που προκηρύσσονταν;
Δεν έχει χρόνο να σκεφτεί καθαρά. Σκύβει κάτω από τον πάγκο εργασίας. Οι σύμμαχοι βομβαρδίζουν ανελέητα το Βερολίνο. Κανείς δεν τους είπε ότι εκείνη, μια Ελληνίδα νησιωτοπούλα αθώα, είχε πάει πριν δυο μήνες εργάτρια σε εργοστάσιο της πόλης. Κανείς δεν τους είπε ότι ο πατέρας της την περίμενε με λαχτάρα να γυρίσει ζωντανή στο χωριό. Κανείς δεν τους είπε πόση χαρά έδινε στους φίλους με το γάργαρο γέλιο της και τη μοναδική φωνή της που ξεσήκωνε και τις πέτρες.
Την πήρε και τη σήκωσε. Τη διέλυσε όλη εκείνος ο βομβαρδισμός που περίμενε με τόση λαχτάρα. Και μες τη χαρά της, ξεκόλλησε το κεφάλι, τα πλευρά, διέλυσε το παγωμένο χαμόγελο στα όμορφα χείλη.
Εξηνταεφτά χρόνια μετά μια ανιψιά ψάχνει να τη βρει μάταια στους καταλόγους των θυμάτων, καταγεγραμμένα ονόματα σε κάτι μαγικές οθονίτσες που θολώνουν τα μάτια, άφαντη, ούτε καν μια θεσούλα ανάμεσά τους...
Μια ύπαρξη ολότελα χαμένη από ριπές συμμάχων. Για την ελευθερία, για τη δημοκρατία, για την ειρήνη.
-Χαλάλι, είπε, ξεψυχώντας. Αρκεί που θα 'μαστε ξανά όπως πριν. Ασφαλείς. Δεν πειράζει που θα λείπω.
Πειράζει, θεια μου... Κανένα στεφάνι, καμιά αποζημίωση δε μπορεί ν' απαλύνει χαμό ανθρώπου. Κι ας κουβαλά την πιο βαριά μοίρα. Ακόμη μας ζώνουν οι ριπές, θεια... Συμμάχων και φασιστών.
Παράπλευρες απώλειες γίναμε όλοι, θεια...
Φωτό από εδώ |
Μόνο η δικιά της μοίρα είχε πάρει το στραβό δρόμο. Κάτι ξέφυγε... Ποιος ξέρει ποιο να ΄ταν το πρώτο; Ο χαμός της μάνας; Η δύσκολη μητριά; Το καράβι που έφευγε με υποσχέσεις για τον Πειραιά; Ο άδικος χαμός του αγαπημένου αδερφού που έφυγε με φυματίωση ραγδαίας εξέλιξης; Η απόγνωση; Η πείνα; Οι φιλενάδες από το δίπλα χωριό που της έταξαν δουλειά και φαγητό με τις νέες θέσεις εργασίας που προκηρύσσονταν;
Δεν έχει χρόνο να σκεφτεί καθαρά. Σκύβει κάτω από τον πάγκο εργασίας. Οι σύμμαχοι βομβαρδίζουν ανελέητα το Βερολίνο. Κανείς δεν τους είπε ότι εκείνη, μια Ελληνίδα νησιωτοπούλα αθώα, είχε πάει πριν δυο μήνες εργάτρια σε εργοστάσιο της πόλης. Κανείς δεν τους είπε ότι ο πατέρας της την περίμενε με λαχτάρα να γυρίσει ζωντανή στο χωριό. Κανείς δεν τους είπε πόση χαρά έδινε στους φίλους με το γάργαρο γέλιο της και τη μοναδική φωνή της που ξεσήκωνε και τις πέτρες.
Την πήρε και τη σήκωσε. Τη διέλυσε όλη εκείνος ο βομβαρδισμός που περίμενε με τόση λαχτάρα. Και μες τη χαρά της, ξεκόλλησε το κεφάλι, τα πλευρά, διέλυσε το παγωμένο χαμόγελο στα όμορφα χείλη.
Εξηνταεφτά χρόνια μετά μια ανιψιά ψάχνει να τη βρει μάταια στους καταλόγους των θυμάτων, καταγεγραμμένα ονόματα σε κάτι μαγικές οθονίτσες που θολώνουν τα μάτια, άφαντη, ούτε καν μια θεσούλα ανάμεσά τους...
Μια ύπαρξη ολότελα χαμένη από ριπές συμμάχων. Για την ελευθερία, για τη δημοκρατία, για την ειρήνη.
-Χαλάλι, είπε, ξεψυχώντας. Αρκεί που θα 'μαστε ξανά όπως πριν. Ασφαλείς. Δεν πειράζει που θα λείπω.
Πειράζει, θεια μου... Κανένα στεφάνι, καμιά αποζημίωση δε μπορεί ν' απαλύνει χαμό ανθρώπου. Κι ας κουβαλά την πιο βαριά μοίρα. Ακόμη μας ζώνουν οι ριπές, θεια... Συμμάχων και φασιστών.
Παράπλευρες απώλειες γίναμε όλοι, θεια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου