Ο Σεπτέμβης είναι ωραίος στο νησί πάντα. Δεν έχει φίλο κανένα σχεδόν. Μα έχει μπουνάτσα, συνήθως, και πατέρα και μάνα και αδέρφια. Και χρόνο πολύ για όσα αφήνεις ατέλειωτα τον Αύγουστο. Και τρέχεις να προλάβεις. Προτού έρθει ξανά το κυριακάτικο βράδυ που το Μύκονος θα φανεί απ' τη Σάμο. Και λαχανιάζεις μες τα βουνά και τις ραχούλες, μες τα δωμάτια που 'χουν ακόμη τα βατραχοπέδιλα στη γωνία και τις μπουμπουνιέρες απ' τον τελευταίο γάμο στο ράφι ξεχασμένες...
Κι ο πατέρας περιμένει εναγωνίως.
-Έλα, ίσα που προλαβαίνουμε. Του χρόνου θα 'μαι ογδόντα τέσσερα. Σιγά να μην μπορώ να σου δείξω το κτήμα.
-Ποιο κτήμα, καλέ; Α, κατάλαβα, κείνο που δεν το ξέρει κανείς...
-Ε, και τι θα γίνει; Πρέπει να στο δείξω. Και συ να το δείξεις στα παιδιά. Ο αδερφός σου δεν αδειάζει. Ίσα που προλαβαίνουμε, σου λέω.
-Ε, καλά, θα πάμε.
Και το μεσημέρι της Κυριακής, δεν κατάλαβα το πώς ακριβώς. Αυτή η φράση μάλλον που 'χει μείνει στο υποσυνείδητο όλων μας σχεδόν: "Ή τώρα ή ποτέ". Πατάω φρένο στον επαρχιακό δρόμο που χωρίζει το Δρούτσουλα από το Κεραμέ. Για άλλες δουλειές είχαμε πάει στο χωριό. Το "καλά, θα πάμε" του το 'χα πει ατέλειωτες φορές, χωρίς να το εννοώ.
-Έλα, πάμε τώρα. Μπορείς;
Είχα φροντίσει να 'χω μαζί μπογιά και πινέλο. Μια απόφαση είναι όλα.
-Α, επιτέλους! Μα είναι το πιο μεγάλο κτήμα που έχουμε. Θα 'φευγα με τον καημό. Παλιά σπέρναμε κιόλας. Το λέγαμε "στο Λαιμό". Κι ύστερα πέρασε ο δρόμος, μα δεν το πείραξε. Μας άφησε μάλιστα και πρόσοψη καλή.
-Πού είναι η πρόσοψη;
-Αυτουδά που σταμάτησες.
-Ε; Είναι δικό μας αυτό;
-Άμε, ακολούθα....
Και πιάνουμε την ανηφόρα. Άντρακλες και ακισαριές, μπλεγμένα ένα κουβάρι και πεύκα κι ανάμματα. Κυρίως όμως βράχια.
Μα αυτός είχε τόσο ενθουσιαστεί που ξέχασε τα χρόνια κι έβαζε το μπαστούνι σε κάθε σχίσμα, σε κάθε γωνιά χωματένια και προχωρούσε ακάθεκτος.
-Εδώ κι εδώ. Και πιο πέρα. Ακολούθα. Βάζε σημάδια. Το 'χω από τον πάππου μου. Τ' αρχικά μου βάλε, να το βρεις εύκολα μετά. Χάθηκαν οι οροί μες τα κλαδιά.
Ορούς λέμε τις όρθιες πέτρες, τους ατσίρους, που βοηθούν στην οριοθέτηση των χωραφιών και στη σηματοδότηση των μονοπατιών που χάνονται.
-Μα πού, εδώ σπέρνατε; Εδώ είναι ο γκρεμός...
-Ο γκρεμός δικός μας είναι. Να, εδώ, στην άκρη. Βάλε σημάδια.
Έτρεξα να τον προλάβω. Στην άκρη του γκρεμού φοβάμαι. Για τους άλλους, κυρίως. Αφήνω τη φωτογραφική και του πιάνω με πανικό την άκρη απ' το μανίκι.
-Ήντα φοβάσαι; Εδωνά ηπέρασα τα νιάτα μου μεταδένοντας και ξαναμεταδένοντας, από μικρό παιδάκι εδωνά 'μαι... Άσε με εμένα και βάζε σημάδια.
Κι είμαι εκεί ξαφνικά στην άκρη του γκρεμού που πάντα αγαπούσα, από την αρχή του στη δεξαμενή ως το τέλειωμα στον Άσπρο Λούρο. Εκεί έφερνα και τα μικρά για να τους δείξω τις παραξενιές της φύσης και τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου της πατρίδας τους.
-Καλέ μπαμπά, έλα στα συγκαλά σου. Είναι δικός μας ο γκρεμός;
-Δικός μας. Βάλε τα αρχικά.
Μένω με το πινέλο στο χέρι. Τι νόημα έχει;
-Μπαμπά, ντρέπομαι. Οι γκρεμοί, θαρρώ δεν ανήκουν στους ανθρώπους. Κι αν ναι, ανήκουν σ΄όλους. Θα βάλω καμιά ζωγραφιά, αν θες, μα αρχικά δεν μπορώ, λυπήσου με.
-Καλά, βάλε ένα λουλουδάκι. Μόνο να ξέρουν τα παιδιά και να το 'βρουνε. Ας είναι και λουλούδι. Και μια τελεία ακόμη, ας είναι. Να ξέρουν μόνο πως ο γκρεμός ετούτος είναι δικός μας.
Ύστερα βρήκαμε και πιο στρωτά μέρη. Και μέρη που βγαίνουνε μανίτες το χειμώνα. Και μέρη μες τις φυλλωσιές που όντως μπορείς να σπείρεις, αν είναι τόσο δύσκολα τα χρόνια. Κι έβαλα κι αρχικά. Θεέ μου, συχώρα με...
Μα το γκρεμό, λυπηθείτε με, αδέρφια, το γκρεμό και την άκρη του τους άφησα με το λουλουδάκι. Άμα το βρείτε κάποτε, να με θυμηθείτε. Και να δείτε το τοπίο. Αξίζει. Να στέκεσαι σ' ενός γκρεμού την άκρη.
Άσε που έχει κι εναλλακτικές...
Να ξαπλώνεις στο μάρμαρο ή να στέκεσαι όρθιος εννοώ, κρατώντας σου κάποιος το μανίκι. Όχι, μην πάει ο νους σας στο κακό.
4 σχόλια:
Βαλθήκατε και συ και το Φαούδι να γεμίσετε τη νύχτα μ όμορφιές! Να ντύσετε τα όνειρα με θάλασσες και βουνά.
Και κείνο το λουλουδάκι στου γκρεμού την άκρη, θα έρθω κάποτε και θα το ψάξω. Αλήθεια σου λέω...
Α,ωραία. θα σε περιμένω, κι αν όχι εγώ, το λουλουδάκι μου, σίγουρα...
Πηγαίνοντας πίσω σε διαβάζω...
και "κολλάω"..
Τρυφερή διήγηση σαν τα πέταλα του λουλουδιού...
Χαίρομαι που σ'αντάμωσα...
Καλά να είσαι!
Καλώς όρισες στο σπιτικό μας...Γιαγιά μοντέρνα, τσαχπίνα, ρομαντική, συγκινητική, ταξιδιάρα, τιμή μας.
Μια πινελιά αγάπης και νοσταλγίας στην ψυχρότητα της οθόνης είσαι.
Φιλάκια
Δημοσίευση σχολίου