φωτό tirimata (ο μικρός μου την έβγαλε χαζεύοντας την αραχνίτσα, εγώ απλά τις διάλεξα χαζεύοντας το φως στα ροδαλά τους μαγουλάκια ) |
Ένα ξεχωριστό ζευγάρι. Αγαπημένο θα ‘λεγες πολύ. Δίχως ποτέ να δεις μι’ αγκαλιά ή μια στιγμή τρυφερότητας. Έτσι, μι’ αγάπη στον αέρα, ολοφάνερη πάντως.
Εκείνη είχε πάντα το ίδιο χτένισμα. Κότσος με πλεξούδα περίτεχνη, τυλιγμένη στο πίσω μέρος του κεφαλιού με φουρκέτες. Ποτέ πιο παχιά ή πιο αδύνατη. Σοβαρή, αυστηρή μα και καλοσυνάτη. Της άρεσε να μένει σπίτι. Ίσως και να μην τη συναντούσα ποτέ παρά μόνο στην εκκλησιά, αν δεν περνούσε προς την κάτω γειτονιά, τουλάχιστον μια φορά τη μέρα για να δει τον ανιψιό της. Ή αν δεν την έπαιρναν τα παιδιά του τηλέφωνο απ’ την Αθήνα. Δεν τη θυμάμαι στην πλατεία για κουβέντα. Όρθια μοναχά στη διαδρομή προς τα κάτω, στέκονταν πίσω απ’ τις γλάστρες της αυλής κι αντάλλαζε δυο λέξεις με τη μάνα μου.
Εκείνος, χαμογελαστός συνήθως και πράος. Έρχονταν πάντα στην εκκλησιά και παρέα με τον Κίμο έψελναν κάθε Κυριακή. Στο σπίτι τους δεν πηγαίναμε συχνά. Ήταν στην άκρη του χωριού, λίγο πριν τα Τηρίματα.
Μόνο μην έρχονταν το καλοκαίρι.
Το ζευγάρι αυτό παιδιά δεν απέκτησε ποτέ. Μα είχε αναθρέψει κάτι άλλο. Τις ορτανσίες του.
Ήταν αυτές το δημιούργημά τους, το καμάρι τους.
Σαν άνοιγε ο καιρός, από διακριτικοί κι αθόρυβοι που ‘ταν όλο το χρόνο, γίνονταν οι πρωταγωνιστές του χωριού. «Τις είδες τις ορτανσίες της Στέλλας; Για άμε δες τες…» έλεγαν η μια στην άλλη οι γυναίκες του χωριού.
Εκείνοι περίμεναν τους επισκέπτες καθισμένοι στις μπαγκέτες που ‘ χαν στην αυλή. Ύστερα σηκώνονταν και ξεναγούσαν μ’ ένα χαμόγελο όλο περηφάνια.
«Έλα να δεις κι εκείνη που μοβίζει και την παραπονιάρα που ‘χω στην άκρη…»
Όπως ακριβώς οι γονείς που ξεναγούν τους επισκέπτες στο δωμάτιο του νεογέννητου.
«Δες το, κοίτα τα ματάκια, κοίτα τι όμορφο…»
Μη φανταστείτε τίποτα λουλούδια στις γλάστρες. Όχι, ήταν ένα μοναδικό θέαμα στ΄ αλήθεια. Φυτεμένες στο χώμα, έφταναν σχεδόν το ύψος του σπιτιού κι από παντού ξεφύτρωναν μπουκέτα.
Σαν να μην ήθελαν ν’ απογοητεύσουν τους γονιούς που τις φρόντιζαν με τόση αγάπη.
Έμπαιναν και στον κατάλογο με τ’ αξιοθέατα του χωριού.
Αν ρώταγε κάνας ξενοχωρίτης, «Θα πάτε», έλεγαν, «στο Τσιμπουνάρι κι έπειτα στο ρυάκι, α, και να πάτε να δείτε τις ορτανσίες του Κώστα και της Στέλλας…»
Μα τότε δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι με οικολογικές ανησυχίες, περιοδικά και φωτογράφοι για ν’ απαθανατίσουν και να προβάλλουν εκείνο το πανέμορφο θέαμα όπως τ’ άξιζε.
Θα γίνονταν οι πιο γνωστοί γονείς κι οι πιο ευτυχισμένοι καθώς τα τέκνα εκείνα γεννιόταν κάθε χρόνο, το ίδιο όμορφα και το ίδιο νέα.
Μη με ρωτάτε τι απέγιναν. Δεν πήγα από τότε ποτέ. Τ’ αποφεύγω κάτι τέτοια μονοπάτια πια, εδώ και χρόνια.
Τα ‘χω στη σκέψη μου πάντα όμως και να, τώρα την άνοιξη τις βλέπω. Βγάζουν τα πρώτα φυλλαράκια και περιμένουν να υποδεχτούν με καμάρι χωριανούς και ξενοχωρίτες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου