Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Η παύση των 30''...

φωτογραφία: tirimata
Μ΄αρέσει από παιδί να συνομιλώ με Ικάριους γέροντες. Και να μη μ΄άρεσε δηλαδή αυτοί ήταν που σύχναζαν στην πλατεία, αργόσχολοι συνήθως, αυτοί ήταν που με καταδέχονταν ως ισότιμο μέλος της συντροφιάς, αυτοί ήταν που μ΄έκαναν ταβλαδόρο από νηπιακή ηλικία και  αυτοί που μου εκμυστηρεύονταν μαζί με ανέκδοτα, διηγήσεις, ερωτικά σκάνδαλα του τόπου και πολεμικά κατορθώματα των εκάστοτε μαχών που έλαβαν μέρος, τα πιο σοφά μυστικά του κόσμου. Κείνες τις κουβέντες, ντε, που λίγο μοιάζουν με παροιμίες, λίγο με αποφθέγματα σπουδαίων... Οι Καριώτες ξέρετε τι εννοώ...
Να...κείνες τις κουβέντες τις σύντομες αλλά τόσο σοφές που κάναν κι ένα μικρό παιδί να μένει με το στόμα ανοιχτό και κυρίως που κάναν όλους όσοι παρευρίσκονταν να γυρίσουν και να θαυμάσουν το γέροντα που τις ξεστόμισε. Αυτό ήθελαν. Την προσοχή όλων . Όχι για ν' ακούσουν καλά λόγια, μα για να 'ναι σίγουροι πως ό,τι θα πουν θα μείνει στο μυαλό των ακροατών για πολύ πολύ καιρό.
Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει ποτέ τον τρόπο που οι γέροντες σιωπούν πριν πουν τις φιλοσοφίες ετούτες. Ε, λοιπόν, μένουν σιωπηλοί κι ασάλευτοι για περίπου 30 δευτερόλεπτα, μπορεί και για περισσότερο ανάλογα με τη βαρύτητα της κουβέντας. Μη σας φαίνεται παράξενο.  Έτσι είναι σίγουροι και ότι αυτά που θα πουν θα 'ναι σωστά και μελετημένα όπως πρέπει και ότι το ενδιαφέρον όλων θα στραφεί πάνω τους καθώς η ακινησία και η παύση τούτη, όπως και να το κάνουμε, προκαλεί μια εντύπωση.
Α, τρελαινόμουν για τέτοιες σκηνές. Τις παρατηρούσα από τότε, τις παρατηρώ και σήμερα με μεγάλη προσοχή.
Κάπως έτσι ξεκινάει η υπόθεση...
Προηγείται μια συζήτηση για οτιδήποτε. Ας πούμε στον καφενέ του χωριού. Για το πιο ασήμαντο που μπορεί κάποιος να φανταστεί... Ας πούμε για το ποιος έχει σειρά να ποτίσει αύριο τον κήπο του. Ή για το πιο σημαντικό που μπορεί κάποιος να φανταστεί... Ας πούμε για την ύπαρξη του Θεού.
Ο γέροντας παρακολουθεί με ενδιαφέρον και ενίοτε συμμετέχει ενεργά στην κουβέντα. Κάποτε η συζήτηση φτάνει σε αδιέξοδο ή απλά λήγει.
 Σηκώνονται τότε να φύγουν απ' τον καφενέ και να πάνε στα σπίτια τους. Ο γέροντας όμως δεν ακολουθεί τις κινήσεις των άλλων. Μένει ακίνητος, κρατά τη μαγκούρα και στυλώνει τα μάτια στο πάτωμα του καφενέ. Κι ύστερα από 30 δεύτερα περίπου, αφού έχουν όλοι γυρίσει και τον κοιτούν με περιέργεια, ξεστομίζει με καμάρι τη φράση που σκέφτηκε ως  κατακλείδα της συζήτησης. Μια φράση πάντα με διαχρονική αξία, σοφή, πολύτιμη. Κάποιες φορές με εύθυμο ύφος κάποιες άλλες με έντονα δραματικό.
Οι υπόλοιποι κουνούν το κεφάλι σιγομουρμουρίζοντας... "Ε, άμε...", "Έτσε δά 'ναι..." κτλ και πάνε σπίτια τους έχοντας αυτό να σκεφτούν, το τελευταίο που άκουσαν.


Σήμερα τα πράγματα έχουν κάπως αλλάξει. Οι παραθεριστές δε γνωρίζουν από τέτοια.
Καταρχήν τριάντα δευτερόλεπτα σιωπής είναι πολλά γι' αυτούς. Τους προκαλεί αμηχανία, νιώθουν άβολα με τη σιωπή, δεν την έχουν συνηθίσει. Προτιμούν την κίνηση, τη δράση, το τρέξιμο, την ακατάσχετη φλυαρία.
 Έτσι όταν η συζήτηση φτάνει προς το τέλος δεν δίνουν σημασία στο γέροντα, σηκώνονται βιαστικά και τρέχουν δεξιά αριστερά. Όχι πως έχουν κάτι σημαντικό να κάμουν, να, άλλος να βάλει το μαγιό του πχ, άλλος να τηλεφωνήσει κάπου, άλλος να δει κάτι στην τηλεόραση. Σε δουλειά να βρισκόμαστε...
Ο κακόμοιρος ο γέρος, σηκώνει το βλέμμα, γυρνά προς το ακροατήριο να ξεστομίσει το φοβερό απόφθεγμα που μόλις σκάρωσε και δε βλέπει ...ψυχή!
Αν είναι εκεί κάνας ντόπιος από μας που το ξέρουμε το παραμύθι και δε σκαμπάζουμε κι από βιασύνες, έχει καλώς. Τον ακούμε με σεβασμό, λέμε το γνωστό "έτσε δά 'ναι..." και ικανοποιείται προς ώρας.
Ακόμα κι εμείς όμως ξεχνιόμαστε κάποιες φορές, ειδικά όταν έχουμε καιρό να πατήσουμε το ποδάρι μας κάτω κι έχουμε χάσει και τ' αυγά και τα καλάθια.

Θα αναφέρω ένα ωραίο παράδειγμα να γελάσουμε. Πριν λίγους μήνες, μόλις έχω κατέβει στο νησί και κάθομαι στο τραπέζι με τους γονείς και τα πιτσιρίκια. Ένας ένας σηκώνεται και πάει για ύπνο, μεσημέρι καλοκαιριού βλέπετε. Ο πατέρας μου συνήθως σηκώνεται αφού οι υπόλοιποι έχουμε φάει, έχουμε κοιμηθεί και έχουμε ξυπνήσει κιόλας. Αλλά μια και είναι λίγες μέρες που 'μαι κάτω λέω να του κάνω παρέα. Καθώς λοιπόν προσπαθώ να μαζέψω το νεροχύτη του απαριθμώ τα σχέδια που έχω στο μυαλό μου.
"Λοιπόν, μπαμπά, θα κάνω τούτο, θα κάνω τ' άλλο κι ύστερα θα πάω εκεί κι αν πάνε καλά τα πράματα θα...θα..." Εκείνος χαμογελά και μου απαντά. "Ναι, παιδί μου μόνο να βιαστείς γιατί εν είσαι και μικρή.."
"Τι; Εννοείς δηλαδή πως είμαι μεγάλη; Μπράβο, έτσι να μου λες να μ' απογοητεύεις εσύ..." αρχίζω εγώ τη μουρμούρα καθώς έπλενα τα πιάτα. Τον εξάψαλμο τού 'συρα. Απάντηση καμία. Τον κοιτάζω, με την άκρη του ματιού μου. "Βρε, μπας θύμωσε; " σκέφτομαι.
Έχει σηκωθεί, στέκεται ακίνητος με τα μάτια στο πάτωμα, ένα βήμα πριν ανοίξει την πόρτα να πάει στο δωμάτιο. Αρχίζω ν' ανησυχώ κι επαναλαμβάνω την ερώτηση λίγο πιο μαλακά."Τι; Εννοείς πως είμαι μεγάλη, καλέ μπαμπάκο;"
 Εκείνος εκεί. Ακίνητος, αμίλητος. "Πάει" λέω από μέσα μου "αρχίζουμε να το χάνουμε... " Πλησιάζω αργά σκουπίζοντας τα χέρια μου στην ποδιά κάπως φοβισμένη από το θέαμα.
Όταν φτάνω σε κοντινή απόσταση, γυρίζει και μου λέει με ύφος σοβαρό πολύ κοιτώντας με κατάματα "Η ζωή, παιδί μου, είναι σαν τον ήλιο."
"Ωχ, ωχ, ωχ" σκέφτομαι εγώ από μέσα μου. "Ορίστε;" του λέω μαλακά μαλακά μην τυχόν και τον ταράξω.
"Σαν τον ήλιο, σου λέω", συνεχίζει εκείνος που έχει πάρει θάρρος τώρα καθώς έχω παρατήσει όλες τις δουλειές και τον παρακολουθώ με τη δέουσα προσοχή.
"Είσαι στο χωράφι και τονε βλέπεις καθώς ανεβαίνει και λες από μέσα σου: Βρε, δουλειές που θα κάμω σήμερα... Κι αρχίζεις να κάνεις σχέδια. Και τούτο και τ' άλλο. Όλα αυτά ίσαμε να πάει μεσημέρι. Έτσι και κάμει πως πιάνει την κατηφόρα; Ε, για πότε ήρτε τ' απόγεμα, για πότε ηνύχτωσε ούτε που το παίρνεις είδηση. Και τα μισά μένουν ακάμωτα...Τούτο δα εννοώ. "
Ανοίγει την πόρτα και χάνεται στο δωμάτιο ικανοποιημένος που μ' άφησε σύξυλη και ανίκανη να του φέρω αντίρρηση.
Και χαρούμενη κατά βάθος, τούτο δεν το 'ξερε, που το μυαλό του ήταν ακόμη δυνατό, πιο δυνατό από το δικό μου που βιάστηκα και τόλμησα να παρεξηγήσω τη σιωπή λίγων δευτερολέπτων ή λίγων λεπτών, δεν έχει σημασία.

Γιατί τα γράφω όλα τούτα; Να σας πω... Είχε καιρό να μ΄απασχολήσει το θέμα καθώς εδώ που μένω οι παύσεις δεν συνεπάγονται σοφία, μάλλον αποξένωση. Δεν χρησιμοποιούνται για να προκαλέσουν την προσοχή των άλλων, γιατί απλά οι άλλοι έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. Δεν παράγουν σκέψη και λέξεις όμορφες που συνταιριάζονται σωστά κι αρμονικά, γιατί η σκέψη είναι έτοιμη σε συσκευασίες ειδήσεων και οι λέξεις απλά το περιτύλιγμά τους προορισμένο μονάχα για τον κάδο ανακύκλωσης...

Μα να, κοίταζα στον Όμηρο τον τρόπο που ο Αντήνωρ, γέροντας της Τροίας, περιγράφει τον Οδυσσέα. "....αλλ΄' όταν ο πολύβουλος σηκώθηκε Οδυσσέας, στέκονταν με τα μάτια του στη γη προσηλωμένα, και μήτ' εμπρός το σκήπτρο του κινούσε μήτ' οπίσω και το βαστούσε ασάλευτο σαν πράξη να μην είχε, θά λεγες που 'ναι ένας μωρός κι από χολήν γεμάτος. Αλλ' άμα από τα στήθια του βγήκε η φωνή η μεγάλη και ωσάν πυκνές χιονόψυχες οι λόγοι του πετιόταν, θνητός δεν ήταν άξιος να μετρηθεί μ' εκείνον. Και τότε δε μας ξίπασεν η όψις του ωσάν πρώτα..." μετ. Ι. Πολυλάς. 

Εντάξει, το ξέρω πως σύγκριση δεν υπάρχει, μα μου 'φερε αλήθεια στο μυαλό τους γέροντες της Νικαριάς. Τη σιωπή τους, την ακινησία τους, το θαυμασμό που προκαλούν με τα λόγια τους.
Αν έχεις το χρόνο και το μυαλό να τους ακούσεις βέβαια... Και να με συμπαθάτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: