Την παρακολουθούσα μέρες. Ξεχώριζε για τη σπιρτάδα στο βλέμμα και το ζωηρότατο βάδισμα σε αντίθεση μ’ όλους τους άλλους που βρίσκονταν σ’ εκείνον τον υπόγειο χώρο.
Εκείνο το πρωινό κατάφερα να μάθω και το επώνυμο.
«Ταιριάζει…» σκέφτηκα πονηρά. Βέβαιη για την επιτυχία την πλησίασα με θάρρος.
-Έχετε σχέση με Ικαρία;
-Ναι, έχω, είναι ο άντρας μου από κει.
-Εσείς δεν είστε; Σα να έχετε κάτι από το κέφι μας.
-Όχι, αλλά την αγαπώ την Ικαρία πολύ. Ε, πες πως είμαι. Αυτή είναι η πατρίδα μου. Πηγαίνω με λαχτάρα όσο πιο συχνά μπορώ...
Της είπα κι εγώ τα δικά μου, ανταλλάξαμε πληροφορίες για κοινούς γνωστούς κι από τότε κάθε μέρα ψάχναμε με το βλέμμα η μια την άλλη. Ήταν αρκετά μεγαλύτερή μου, μα με περισσότερη χαρά και διάθεση για πειράγματα.
-Μόλις τελειώσω από δω, θα πάω κάτω με τον άντρα μου. Λέμε να κάτσουμε όλο το Νοέμβρη.
-Μα θα είναι ερημιά στο Καρκινάγρι τώρα.
-Τι λες καλέ; Ποτέ δεν είναι ερημιά εκεί! Άκου να δεις πώς «την πάτησα» μ’ αυτό το μέρος. Με πήγε στο χωριό ο άντρας μου πριν παντρευτούμε. Είχε κάνει μια φοβερή κακοκαιρία το χειμώνα του ’67 -όπως πριν λίγα χρόνια- κι είχε κατεβάσει τα χώματα από τις πλαγιές δημιουργώντας μια εντυπωσιακή παραλία. Με το που βλέπω εκείνο τ’ απίθανο χωριό με την απέραντη αμμουδιά, του λέω δίχως δισταγμό το «ναι». Αποφάσισα ποια θα είναι η πατρίδα μου από δω και πέρα. Την άλλη χρονιά κατάλαβα πως το σκηνικό ήτανε στημένο…
-Απογοητευτήκατε;
-Όχι βέβαια, δε μ’ ένοιαζαν πια οι αμμουδιές. Είχα γνωρίσει εκεί σπουδαιότερα πράγματα. Κυρίως γνώρισα ανθρώπους. Αυτό το δώρο μου έκανε ο «κακός καιρός», όπως τον λέτε. Ανθρώπους έξυπνους, αγαπητούς, με σπάνια αίσθηση του χιούμορ και μ’ ανοιχτές αγκαλιές κι ας ήμουν «ξένη». Μ’ έβαλαν στα σπίτια τους και στις καρδιές τους. Κατάλαβα τι πάει να πει «παρέα». Όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Μου έμαθαν να διασκεδάζω με τα πάντα. Και με τα σημαντικά και με τ’ ασήμαντα. Και στα ευχάριστα και στα μη. Και τώρα, στις δύσκολες ώρες, είμαι πανέτοιμη. Φέρνω στο νου μου τα πειράγματά τους και γελώ. Να, πριν έρθεις, σκεφτόμουν την πρώτη μέρα που μπήκα στο καφενείο του χωριού.
-Τι έγινε;
-Πριν τριάντα χρόνια περίπου… Εγώ, ο μελλοντικός σύζυγός μου κι ο καφετζής στο ένα τραπέζι. Σε ένα άλλο τρεις άντρες συζητούν ακουμπισμένοι στον τοίχο κοιτάζοντας κάπου στο βάθος. Πού και πού στρέφουν το κεφάλι ο ένας στον άλλο αλλά με το σώμα ακινητοποιημένο πάνω στα ντουβάρια. Εγώ έχω απορροφηθεί από τις ιστορίες που μας διηγείται ο καφετζής. Κάποια στιγμή σηκώνονται οι άντρες κι έρχονται προς το τραπέζι μας.
-Τι χρωστάμε;
-Είκοσι δραχμές για το κρασί και τριάντα για τον ασβέστη, τους λέει.
Χαμογελάνε, του δίνουν τις είκοσι και πάνε αργά προς την πόρτα.
Εκείνος σηκώνεται να μαζέψει.
-Έχει και μάντρα οικοδομών; ψιθυρίζω στον αρραβωνιαστικό μου.
-Εεε; Ποιος;
-Ο καφετζής, για τον ασβέστη καλέ.
-Χα, χα. Για κοίτα λίγο τις πλάτες τους. Γι’ αυτό τον ασβέστη λέει ο άνθρωπος.
-Ε, μου πήρε λίγο χρόνο, για να σας καταλάβω… Εσύ πότε θα ‘ρθεις από τα μέρη μας; με ρωτά γελώντας και μου κλείνει με τσαχπινιά το μάτι.
Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 4-11-13
2 σχόλια:
καλο!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
καλησπέρα!!!!!!!!!!!!!
αυτη η ατακα με τον ασβεστη ειναι το παν!!!!
καλησπέρα! καλό μήνα να 'χουμε!
Δημοσίευση σχολίου