-Πού πας;
-Ντεν ξέρω.
-Έλα.
Ξεκίνησε να δουλεύει στα χωράφια του οδηγού. Καθάρισμα, όργωμα, τέτοια. Σε λίγους μήνες γνώριζε τους πάντες. Τα παρατσούκλια, τις ελιές τους, τ’ αμπέλια τους. Εργαζόταν πάντα με χαρά. Έμαθε και τη γλώσσα σε ασύλληπτο χρόνο.
Με τους Αλβανούς τότε δεν τα ‘χανε καλά οι πιότεροι. Τους έπαιρναν τις δουλειές κι είχαν κι ένα παράξενο θράσος που ξένιζε τους ντόπιους. Ήταν η πρώτη φουρνιά, όπως λένε. Η σκάρτη. Και το Θωμά τον κοιτούσαν κάπως, μα έκαναν υπομονή, καθότι φιλοξενούμενος.
Ένα πρωί, μετά από μήνες, πάει τον καφενέ του Δημητρού. Γνωρίζονταν πια καλά.
-Θα μου κάνεις καφέ;
-Να σου κάμω.
Πάνω που του τον σερβίρει, έρχεται η αστυνομία. Παράνομος. «Λαθρομετανάστης». Τον παίρνουν. Πάει ο Θωμάς… Με χειροπέδες.
«Και περνούν πολλοί μήνες, μπορεί και χρόνος…» μου αφηγείται ο Δημητρός που είναι ευαίσθητος πολύ με τους μετανάστες, καθότι μετανάστης κι ο ίδιος στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
«…Και νά σου ο Θωμάς, ξαφνικά, στην πόρτα του καφενέ! Φιλιά, αγκαλιές, καλωσορίσματα… Δεν τον ρωτάω πολλά, να μην τονε συγχύσω.
-Θα μου κάνεις καφέ; με ρωτάει.
-Να σου κάμω.
Τον πίνει και φωνάζει για το λογαριασμό.
-Τρία ευρώ, του λέω.
-Έξι.
-Τρία, βρε συ. Ηξέχασες πόσο κάνει;
-Έξι σου λέω. Δε θυμάσαι; Τον άλλο που σου παράγγειλα και με πήρανε; Δεν πρόλαβα να σου τα δώσω τότε και το ‘χω βάρος.
Τ’ ακούς;
Και μου ‘δωκε έξι ο Θωμάς…»
Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 9-10-13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου