Το φανάρι στο σπίτι ήταν ακριβώς όπως αυτό της φωτογραφίας. Πράσινο, κρεμασμένο ψηλά στον τοίχο. Το 'φτανε μόνο η μάνα κι ο πατέρας. Κι η γιαγιά ίσως ή η θεία, όταν ερχόταν τα καλοκαίρια. Κερνούσαν πολλών λογιών λιχουδιές. Τους ξένους πρώτα, τους γειτόνους έπειτα κι ό,τι απέμενε στα μέλη της οικογένειας. Μουσταλευριές, καθούρες, παστρουμάδες, λίγο από το μεσημεριανό που έμεινε αφάγωτο...
Κάθε πρωί γινόταν το ξεκαθάρισμα. Τα πιάτα έβγαιναν στη βρύση της αυλής και τα απομεινάρια των τροφών στον κουβά.
-Άμετε να ταΐσετε το χοίρο, έλεγε η μάνα μου.
Κι ο χοίρος γευόταν τα ξινισμένα αποφάγια και γινόταν ακόμη πιο στρογγυλός κι έφτιαχνε -ευχαριστημένος πολύ μες την άγνοιά του- τη γλίνα που θα γευόμασταν λίγο αργότερα. Κατά τις γιορτές...
Το φανάρι πετάχτηκε αμέσως μετά τον ερχομό του ψυγείου. Είδηση δεν πήρα. Πρέπει να έλιωσε κάπου στο κάτω περιβόλι, γιατί μια μέρα που μαζεύαμε τις ελιές είδα ένα πράσινο κομματάκι από το μέταλλό του κι ανατρίχιασα. Σα να μου 'ρθε ο παιδικός μου κόσμος άξαφνα στα μάτια. Τότε που ντριτσιλώναμε στα δυο μας πόδια να γυρίσουμε το μαγικό σύρτη, να βάλουμε το δάχτυλο στη μουσταλευριά, ν' αποδείξουμε πως είμαστε μεγάλοι τώρα.
Το μαγκάλι αγνοείται. Ίσως κάπου στο υπόγειο, λένε, κάποιος το 'χωσε ανάμεσα στα πιθάρια, τρέχα γύρευε...
Το μαγκάλι... Η συντροφιά μας.
Στο τζάκι ποιος να πρωτοχωρέσει; Στριμώχνονταν όλοι υπομονετικά γύρω γύρω μέχρι να γίνουν τα κάρβουνα, τα έπαιρνε μετά ο πατέρας με τη μασιά, τα τακτοποιούσε ένα ένα με προσοχή πάνω στη στάχτη. Μετά σήκωνε το μαγκάλι που αστραποβολούσε ζέστα και το 'φερνε πλάι στο τραπέζι της κουζίνας.
Η κυρα-Ρήνη σηκωνόταν απότομα, άφηνε τη μαγκούρα πλάι στο κρεβάτι, έτριβε τα χέρια πάνω από τις σπίθες κι άρχιζε να διηγείται ιστορίες από τα πλούσια αφεντικά που 'χε κάποτε στη Αλεξάνδρεια.
Ο Μανώλης έβγαζε το μάλλινο πουλόβερ που του 'χε πλέξει η Δώρα, η γυναίκα του, το τοποθετούσε στη ράχη της καρέκλας κι άρχιζε τα παράπονα και τους αναστεναγμούς για τα καθημερινά του πάθη.
Ο Σαράντος έβρισκε άδεια θέση στο τζάκι κι άναβε τσιγάρο.
Τα μικρά ακουμπούσαν τα βιβλία πάνω στο τραπέζι, γύρω από τη λάμπα πετρελαίου και ξεκινούσαν το διάβασμα.
Έτσι. Όλα ανάκατα. Γέροντες, έφηβοι, μεσήλικες... Κουτσομπολιά, αναστεναγμοί, αναμνήσεις, μαθηματικά... Το κουράγιο που δίνει η ζέστα των χνώτων και του κάρβουνου...
Σα νύχτωνε για τα καλά, φεύγαν οι γειτόνοι. Πριν κλείσει η πόρτα, έφευγε και το μαγκάλι, για να σβήσει στην αυλή . "Αλλιώς βλάφτει", λέγανε οι παλιοί.
Έτσι ασφαλείς και ζεσταμένοι γευόμασταν το χρόνο. Το τέλος του μηνός, η αρχή του επόμενου.
Χρωστούμενα δεν περιμέναμε. Μονάχα γράμματα από τους ξενιτεμένους... Τα διαβάζαμε με χαρά μπροστά στο τζάκι ή πάνω απ' το μαγκάλι. Μυστικά δεν είχαμε.
Έτσι ξεχειμωνιάζαμε στη Νικαριά πριν λίγα χρόνια... Με φανάρια και μαγκάλια.
Κάθε πρωί γινόταν το ξεκαθάρισμα. Τα πιάτα έβγαιναν στη βρύση της αυλής και τα απομεινάρια των τροφών στον κουβά.
-Άμετε να ταΐσετε το χοίρο, έλεγε η μάνα μου.
Κι ο χοίρος γευόταν τα ξινισμένα αποφάγια και γινόταν ακόμη πιο στρογγυλός κι έφτιαχνε -ευχαριστημένος πολύ μες την άγνοιά του- τη γλίνα που θα γευόμασταν λίγο αργότερα. Κατά τις γιορτές...
Το φανάρι πετάχτηκε αμέσως μετά τον ερχομό του ψυγείου. Είδηση δεν πήρα. Πρέπει να έλιωσε κάπου στο κάτω περιβόλι, γιατί μια μέρα που μαζεύαμε τις ελιές είδα ένα πράσινο κομματάκι από το μέταλλό του κι ανατρίχιασα. Σα να μου 'ρθε ο παιδικός μου κόσμος άξαφνα στα μάτια. Τότε που ντριτσιλώναμε στα δυο μας πόδια να γυρίσουμε το μαγικό σύρτη, να βάλουμε το δάχτυλο στη μουσταλευριά, ν' αποδείξουμε πως είμαστε μεγάλοι τώρα.
Το μαγκάλι αγνοείται. Ίσως κάπου στο υπόγειο, λένε, κάποιος το 'χωσε ανάμεσα στα πιθάρια, τρέχα γύρευε...
Το μαγκάλι... Η συντροφιά μας.
Στο τζάκι ποιος να πρωτοχωρέσει; Στριμώχνονταν όλοι υπομονετικά γύρω γύρω μέχρι να γίνουν τα κάρβουνα, τα έπαιρνε μετά ο πατέρας με τη μασιά, τα τακτοποιούσε ένα ένα με προσοχή πάνω στη στάχτη. Μετά σήκωνε το μαγκάλι που αστραποβολούσε ζέστα και το 'φερνε πλάι στο τραπέζι της κουζίνας.
Η κυρα-Ρήνη σηκωνόταν απότομα, άφηνε τη μαγκούρα πλάι στο κρεβάτι, έτριβε τα χέρια πάνω από τις σπίθες κι άρχιζε να διηγείται ιστορίες από τα πλούσια αφεντικά που 'χε κάποτε στη Αλεξάνδρεια.
Ο Μανώλης έβγαζε το μάλλινο πουλόβερ που του 'χε πλέξει η Δώρα, η γυναίκα του, το τοποθετούσε στη ράχη της καρέκλας κι άρχιζε τα παράπονα και τους αναστεναγμούς για τα καθημερινά του πάθη.
Ο Σαράντος έβρισκε άδεια θέση στο τζάκι κι άναβε τσιγάρο.
Τα μικρά ακουμπούσαν τα βιβλία πάνω στο τραπέζι, γύρω από τη λάμπα πετρελαίου και ξεκινούσαν το διάβασμα.
Έτσι. Όλα ανάκατα. Γέροντες, έφηβοι, μεσήλικες... Κουτσομπολιά, αναστεναγμοί, αναμνήσεις, μαθηματικά... Το κουράγιο που δίνει η ζέστα των χνώτων και του κάρβουνου...
Σα νύχτωνε για τα καλά, φεύγαν οι γειτόνοι. Πριν κλείσει η πόρτα, έφευγε και το μαγκάλι, για να σβήσει στην αυλή . "Αλλιώς βλάφτει", λέγανε οι παλιοί.
Έτσι ασφαλείς και ζεσταμένοι γευόμασταν το χρόνο. Το τέλος του μηνός, η αρχή του επόμενου.
Χρωστούμενα δεν περιμέναμε. Μονάχα γράμματα από τους ξενιτεμένους... Τα διαβάζαμε με χαρά μπροστά στο τζάκι ή πάνω απ' το μαγκάλι. Μυστικά δεν είχαμε.
Έτσι ξεχειμωνιάζαμε στη Νικαριά πριν λίγα χρόνια... Με φανάρια και μαγκάλια.
2 σχόλια:
Πάντως εγώ είμαι με το μέρος τού χοίρου...
Idom
γκρρρρ...
Δημοσίευση σχολίου