Απίθανα χρυσές φτερούγες που έλαμπαν στον ήλιο κι ύφος περήφανο. Περπατούσε καμαρωτός ανάμεσα στις πουλάδες με λειρί κατακόκκινο. Περίμενε να φάνε πρώτα αυτές κι έπειτα έριχνε ένα βλέμμα τριγύρω, επιβεβαίωνε πως ήταν μόνος και μόνο τότε τολμούσε να ρίξει μια κουκουνιά στο κομμάτι από την κολοκύθα που είχε απομείνει.
Εκείνη τους το κέρασε. Πήγε στον κήπο, μικρό κοριτσάκι πέντε ή έξι, και το 'φερε, το 'κοψε λωρίδες χοντρές για να διευκολύνει τα ζωντανά- τότε τα μικρά μπορούσαν ελεύθερα να χρησιμοποιούν μαχαίρια ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα- τους το 'ριξε μες το κοτέτσι κι ύστερα χάζευε πάνω απ' το σύρμα τη συμπεριφορά τους. Να περάσει η ώρα.
Το γεύμα τέλειωσε, ο ήλιος έπιασε να γέρνει προς την πλαγιά...
-Να τους ανοίξω; ρώτησε τη μάνα της που έπλενε στην κάτω αυλή.
-Άνοιξε, να κάμουνε μια βόλτα πριν μπούνε για ύπνο. Άνοιξε.
Τραβά το σύρτη, δίνει μια ώθηση στην ξύλινη πορτούλα και χαμογελά με την ομαδική φυγή προς την ελευθερία. Οι πουλάδες ξεχύνονται με γέλια κακαριστά. Άλλες προς την κουντουριδιά, άλλες κάτω από το πατητήρι, άλλες στη συκαμινιά για να πάρουν το γλυκάκι τους.
Ο χρυσός βασιλιάς τους βγαίνει τελευταίος. Περπατησιά όλο σιγουριά και βλέμμα μοχθηρό. Ηγέτης αληθινός. Η μικρούλα έχει σταθεί τώρα κάτω από την αγγελική και τον χαζεύει. Τον θαυμάζει ίσως. Για λίγο της περνά από το μυαλό πως τον αγαπά. Για πολύ λίγο.
Τον βλέπει πως κατευθύνεται προς το μέρος της αργά, αποφασιστικά. Κάνει ασυναίσθητα δυο βήματα πίσω. Αγγίζουν τα ποδαράκια της το τοιχαλάκι της πεζούλας. Αν κάνει ένα βήμα ακόμη θα πέσει στο κενό. Την πλησιάζει κι άλλο. Απότομα ανοίγει τις φτερούγες του, κάνουν ένα βουητό πρωτοφανές, ανατριχιαστικό. Προσγειώνεται στο κεφαλάκι της. Η μικρή βάζει τις φωνές. Εκείνος αρχίζει να της χτυπά με τα φτερά το πρόσωπο. Δυνατά χαστούκια. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν. Δεν μπορεί ν' αντιδράσει. Μένει ακίνητη και κλαίει. Εκείνος παίρνει κι άλλη δύναμη και με το ράμφος του της καταφέρνει απανωτές τσιμπιές στο μέτωπο. Την σώζει η μάνα της μ' ένα κλαδί. Την παίρνει ράκος, μια σταλίτσα θυματάκι, την πάει μες το σπίτι αγκαλιά.
Δε συνήλθε ποτέ. Ούτε κι όταν είδε τις φτερούγες με σάλτσα κόκκινη και τη δύναμη ως λίπος πια ανάμεσα σε κόκκους ρυζιού. Έμεινε αδύναμη. Έχει εμμονή να ψάχνει το "γιατί". Τα χάνει πάντα όταν δεν βρίσκει την απάντηση. Ωστόσο συνεχίζει ν' ανοίγει τις πορτούλες...
φωτό από εδώ |
Απίθανα χρυσές φτερούγες που έλαμπαν στον ήλιο κι ύφος περήφανο. Περπατούσε καμαρωτός ανάμεσα στις πουλάδες με λειρί κατακόκκινο. Περίμενε να φάνε πρώτα αυτές κι έπειτα έριχνε ένα βλέμμα τριγύρω, επιβεβαίωνε πως ήταν μόνος και μόνο τότε τολμούσε να ρίξει μια κουκουνιά στο κομμάτι από την κολοκύθα που είχε απομείνει.
Εκείνη τους το κέρασε. Πήγε στον κήπο, μικρό κοριτσάκι πέντε ή έξι, και το 'φερε, το 'κοψε λωρίδες χοντρές για να διευκολύνει τα ζωντανά- τότε τα μικρά μπορούσαν ελεύθερα να χρησιμοποιούν μαχαίρια ή άλλα αιχμηρά αντικείμενα- τους το 'ριξε μες το κοτέτσι κι ύστερα χάζευε πάνω απ' το σύρμα τη συμπεριφορά τους. Να περάσει η ώρα.
Το γεύμα τέλειωσε, ο ήλιος έπιασε να γέρνει προς την πλαγιά...
-Να τους ανοίξω; ρώτησε τη μάνα της που έπλενε στην κάτω αυλή.
-Άνοιξε, να κάμουνε μια βόλτα πριν μπούνε για ύπνο. Άνοιξε.
Τραβά το σύρτη, δίνει μια ώθηση στην ξύλινη πορτούλα και χαμογελά με την ομαδική φυγή προς την ελευθερία. Οι πουλάδες ξεχύνονται με γέλια κακαριστά. Άλλες προς την κουντουριδιά, άλλες κάτω από το πατητήρι, άλλες στη συκαμινιά για να πάρουν το γλυκάκι τους.
Ο χρυσός βασιλιάς τους βγαίνει τελευταίος. Περπατησιά όλο σιγουριά και βλέμμα μοχθηρό. Ηγέτης αληθινός. Η μικρούλα έχει σταθεί τώρα κάτω από την αγγελική και τον χαζεύει. Τον θαυμάζει ίσως. Για λίγο της περνά από το μυαλό πως τον αγαπά. Για πολύ λίγο.
Τον βλέπει πως κατευθύνεται προς το μέρος της αργά, αποφασιστικά. Κάνει ασυναίσθητα δυο βήματα πίσω. Αγγίζουν τα ποδαράκια της το τοιχαλάκι της πεζούλας. Αν κάνει ένα βήμα ακόμη θα πέσει στο κενό. Την πλησιάζει κι άλλο. Απότομα ανοίγει τις φτερούγες του, κάνουν ένα βουητό πρωτοφανές, ανατριχιαστικό. Προσγειώνεται στο κεφαλάκι της. Η μικρή βάζει τις φωνές. Εκείνος αρχίζει να της χτυπά με τα φτερά το πρόσωπο. Δυνατά χαστούκια. Τα μάγουλά της κοκκινίζουν. Δεν μπορεί ν' αντιδράσει. Μένει ακίνητη και κλαίει. Εκείνος παίρνει κι άλλη δύναμη και με το ράμφος του της καταφέρνει απανωτές τσιμπιές στο μέτωπο. Την σώζει η μάνα της μ' ένα κλαδί. Την παίρνει ράκος, μια σταλίτσα θυματάκι, την πάει μες το σπίτι αγκαλιά.
Δε συνήλθε ποτέ. Ούτε κι όταν είδε τις φτερούγες με σάλτσα κόκκινη και τη δύναμη ως λίπος πια ανάμεσα σε κόκκους ρυζιού. Έμεινε αδύναμη. Έχει εμμονή να ψάχνει το "γιατί". Τα χάνει πάντα όταν δεν βρίσκει την απάντηση. Ωστόσο συνεχίζει ν' ανοίγει τις πορτούλες...
2 σχόλια:
Καλέ αυτός δεν ήταν κόκκορας, αυτός ήταν Τυραννόσαυρος ρεξ...
Με χυλοπίτες και γρήγορα!
Εγινε σούπα αυγολέμονο, λέμε. Αλλά κόκορας ήτανε. Κακός.
Δεν ξέρω αν είχε καταγωγή από δεινοσαύρους...
Δημοσίευση σχολίου