Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Ο γκρεμός


Ναι, τα Τηρίματα είναι ένας γκρεμός στη Νικαριά, ο πιο όμορφος που υπάρχει.
Στην άκρη του έχει ένα πλάτωμα δυο μέτρων περίπου όπου μπορείς να ξαπλώσεις και να τηρείς τα όσα βρίσκονται από κάτω.
Αν στρέψεις το κεφάλι σου δεξιά βλέπεις ένα υπέροχο φαράγγι στο οποίο ενώνονται δυο χείμαρροι, τα Διπλόρυακα όπως το λένε. Το χειμώνα έχει μανιτάρια και κούμαρα. Ακούς το νερό να ξεχύνεται από τα βράχια και να σιγομουρμουρίζει αν έχει καιρό να βρέξει και να βρυχάται μετά από μια δυνατή βροχή. Γεμάτο με κατσίκια ρασκά που σκαρφαλώνουν στις πλαγιές άφοβα, ανέμελα, περήφανα.
Αν στρέψεις το κεφάλι σου δεξιά βλέπεις τη θάλασσα άλλοτε μπλε σκούρα, άλλοτε χλωμή με ομίχλη κι άλλοτε με στεριά στο βάθος. Τη στεριά της Ιωνίας ή της Χίου.
Α, ναι είναι ένας υπέροχος γκρεμός. Ο πιο όμορφος που υπάρχει. Τη νύχτα δε βλέπεις τίποτα από κάτω σου. Ξαπλώνεις μόνο κι ακούς τα τριζόνια και τα βελάσματα βλέποντας όλα τα αστέρια του ουρανού και κάνοντας όλες εκείνες τις απραγματοποίητες ευχές καθώς κάποια από αυτά σε καληνυχτίζουν κάνοντας τις πιο απίθανες φιγούρες πριν χαθούν για πάντα.
Εκεί πήγαινα παιδί με τ' αδέρφια μου, εκεί έφηβη με το αγόρι που πολύ αγαπούσα τότε, εκεί με τους πιο καλούς μου φίλους , εκεί με τα παιδιά μου, εκεί σήμερα με τους φιλοξενούμενους που ξεναγώ στο νησί και που προς μεγάλη μου έκπληξη ούτε τα ύψη αγαπούν ούτε και με την ομορφιά του τόπου γοητεύονται ιδιαίτερα.
Ας είναι. Βαφτίστηκα έτσι. Ούτως ή άλλως τα σίγουρα δε μ' άρεσαν ποτέ. Στην άκρη ενός γκρεμού λοιπόν προσέχοντας κάθε μέρα το επόμενο βήμα κι αγναντεύοντας την ομορφιά και το χείλος ταυτόχρονα.



Τα Τηρίματα, ο τόπος που αγναντεύαμε τη ζωή.... καθώς ο άνεμος μας τσαλάκωνε το πρόσωπο κι έπλαθε τα λόγια όπως εκείνος ήθελε.
 Αχ, και τώρα μια σελίδα που ούτε να την πιάσεις δε μπορείς, ούτε να μυρίσεις το χαρτί, ούτε και να το τσαλακώσεις όταν σε πονά ό,τι γράφει.
Μένει για πάντα, λένε ό,τι γράφεις εδώ. Μα πού μένει; Θαρρώ  για πολύ λίγο έστω στις ψυχές των αναγνωστών που ελπίζω να ναι δυο τρεις καλοί φίλοι που τους πήρε κι αυτούς ο άνεμος και τους σκόρπισε εδώ κι εκεί. Κι επιστολές δεν είναι στη μόδα πια. Και τα τηλέφωνα κοστίζουν. Και κυρίως δεν προλαβαίνεις να πεις τα ουσιώδη. Όσα σε καίνε. Κι ο φόβος καραδοκεί. Ότι μέρα με τη μέρα γινόμαστε όλο και πιο ξένοι...
Κι οι γιορτές και τα καλοκαίρια, δε φτάνουν πια για να γνωριστούμε από την αρχή. Γιατί πώς να το κάνουμε, δεν είμαστε πια οι ίδιοι. Μπήκαν πολλά, χαρούμενα, ματωμένα, της κάθε μέρας που πια δεν τα μοιράζεσαι παρά με γνωστούς που 'χεις μπολικο χρόνο να τους μιλήσεις μα καθόλου διάθεση.
Καλή αντάμωση λοιπόν. Στη σελιδούλα τούτη. Έστω.

2 σχόλια:

Β. είπε...

"Ο πιο όμορφος που υπάρχει..."

Καλή αρχή...

Τηρήματα είπε...

Σ΄ευχαριστώ, καλέ μου φίλε.