Ήταν μια σκέψη ξαφνική.
-Τι κάνουμε εφέτος;
-Α, το βρήκα, πετάχτηκε ο Α. Να νοικιάσουμε την καντίνα στο λιμάνι.
-Ε, και; ρώτησε η αδερφή μου. Τι θα καταφέρουμε;
-Βρε, θα βγάλουμε λεφτά.
-Πώς; Με το καράβι που 'ρχεται κάθε δυο μέρες;
-Ε, ας τη νοικιάσουμε και βλέπουμε...
Και τη νοίκιασαν. Και τίποτα δε βλέπαμε.
Ώσπου μια μέρα ήρθε μια άλλη ξαφνική ιδέα.
-Το βρήκα! Θα την ανοίγουμε το βράδυ και θα φτιάχνουμε μεζεδάκια.
-Επιτρέπεται;
-Γιατί να μην επιτρέπεται; Καλά θα περνάμε.
Και τό 'καναν.Τα μεζεδάκια ήταν τα εξής: Κάτι τυροπιτάκια, έμαθα ν' ανοίγω φύλλο...Μωρέ μάθε τέχνη κι άστηνε...
Κάτι τυροσαλάτες, κάτι μελιτζανοσαλάτες της μάνας μου, α, και κάτι πατάτες τηγανίζαμε, μου φαίνεται. Και τι άλλο;
Α, θα ψήνουμε και χταποδάκι, θα τηγανίζουμε και καλαμάρια.
Και άρχισαν τα κεφάλαια... Τα χταποδάκια τα ψάρευε ο Α. στην άκρη του λιμανιού. Και τα 'ψηνε. Κανένα πρόβλημα. Όχι, υπήρχε ένα βασικό. Δεν τα δοκίμαζε κανείς μας. Τα σιχαινόμασταν. Τι κάνουμε;
- Α, το βρήκα! Θα τα δοκιμάζουν οι περαστικοί και θα μας λένε αν ψήθηκαν.
Έρχονταν ο άλλος ραντεβού ρομαντικό κι εμείς από δίπλα με το μισοψημένο χταποδάκι.
- Για φάτε να μας πείτε, καλό είναι;
Και μετά άρχισε το μαρτύριο των καλαμαρακίων. Έβαζα να τηγανίσω κανένα, έπαιζα το ρόλο του βοηθού, και ξαφνικά το καλαμάρι πέταγε κι εξαφανίζονταν στον καπνοδόχο. Βλέπετε οι πλακατζήδες του Ευδήλου, ο Δ. ήταν μάνα σ' αυτά, ανέβαιναν τα σκαλιά στο πίσω μέρος της καντίνας κι από κει με μια πετονιά "ψάρευαν" τα μισοτηγανισμένα καλαμαράκια, τα βουτούσαν κι έφευγαν σκασμένοι στα γέλια...
Πάντως η δουλειά καλά πήγαινε. Τραπέζια δεν είχαμε και καρέκλες αλλά κανένα πρόβλημα, ως συνήθως. Έπαιρναν τα γκουρμέ πιάτα και κάθονταν στα παγκάκια του λιμανιού....
Ε, βέβαια, είχαμε και μουσικές βραδιές. Έρχονταν τροβαδούροι, τις πρωινές ώρες, έπαιζαν τις κιθαρούλες τους παρέα και τραγουδούσαν κάτι επιτυχίες του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη κλπ. Κι εδώ ο Δ. είχε την τιμητική του. Τραγουδούσε με μια μοναδική φωνή, που σε μάγευε. Μικρή εγώ, τότε, του έλεγα:
- Μια μέρα θα γίνεις ένας σπουδαίος λαϊκός τραγουδιστής και θα σε καμαρώνουμε....
Έρχονταν και κάτι μεθυσμένοι ντίρλα και μας έλεγαν τον καημό τους.
Ο Λαζαρέτος, ο κακόμοιρος, που είχε αναλάβει να σκάβει τους τάφους, μας διηγόταν στιγμές από την περασμένη του ζωή στην Αθήνα, τη δοξασμένη, ήταν φροντιστής σε θέατρο, και κάθονταν μαζί μας ως αργά. Άμα πέθαινε κανείς στο χωριό το ξέραμε πριν απ' όλους.
-Α, ναι το ξέρω, έλεγα στη μάνα μου, ήρθε ο Λαζαρέτος το βράδυ κι ήπιε για να πάρει κουράγιο.
-Δεν το θέλω έλεγε, μα τι να κάμω...Κάποιος πρέπει να κάνει και τη βρωμοδουλειά. Έρχονταν και τα ζευγαράκια μαζί ή μετά το καυγαδάκι χώρια για παρέα και παρηγοριά.
Κάτι ψιλά έμειναν στο τέλος. Κανείς μας δεν ήταν για έμπορος, πόσο μάλλον για ταβερνιάρης.
Μα έμειναν όμορφες αναμνήσεις, αξέχαστες. Και κάθε φορά που πάω στο λιμάνι γυρνώ πίσω.
Έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Ο Δ. είναι ψυκτικός, οικογενειάρχης. Δεν έβγαλε δίσκο. Τι κρίμα.
Ο Α. έγινε παπάς, λέμε ένα "γεια" πότε πότε, μου βάφτισε και το παιδί που χει τ' όνομα της αδερφής μου. Ο Λαζαρέτος έφυγε. Δεν έμαθα ποιος έκανε τη βρωμοδουλειά.
Κι η αδερφή μου, κάπου θα 'ναι και θα γελά με την τελευταία ανάρτηση.
-Τι κάνουμε εφέτος;
-Α, το βρήκα, πετάχτηκε ο Α. Να νοικιάσουμε την καντίνα στο λιμάνι.
-Ε, και; ρώτησε η αδερφή μου. Τι θα καταφέρουμε;
-Βρε, θα βγάλουμε λεφτά.
-Πώς; Με το καράβι που 'ρχεται κάθε δυο μέρες;
-Ε, ας τη νοικιάσουμε και βλέπουμε...
Και τη νοίκιασαν. Και τίποτα δε βλέπαμε.
Ώσπου μια μέρα ήρθε μια άλλη ξαφνική ιδέα.
-Το βρήκα! Θα την ανοίγουμε το βράδυ και θα φτιάχνουμε μεζεδάκια.
-Επιτρέπεται;
-Γιατί να μην επιτρέπεται; Καλά θα περνάμε.
Και τό 'καναν.Τα μεζεδάκια ήταν τα εξής: Κάτι τυροπιτάκια, έμαθα ν' ανοίγω φύλλο...Μωρέ μάθε τέχνη κι άστηνε...
Κάτι τυροσαλάτες, κάτι μελιτζανοσαλάτες της μάνας μου, α, και κάτι πατάτες τηγανίζαμε, μου φαίνεται. Και τι άλλο;
Α, θα ψήνουμε και χταποδάκι, θα τηγανίζουμε και καλαμάρια.
Και άρχισαν τα κεφάλαια... Τα χταποδάκια τα ψάρευε ο Α. στην άκρη του λιμανιού. Και τα 'ψηνε. Κανένα πρόβλημα. Όχι, υπήρχε ένα βασικό. Δεν τα δοκίμαζε κανείς μας. Τα σιχαινόμασταν. Τι κάνουμε;
- Α, το βρήκα! Θα τα δοκιμάζουν οι περαστικοί και θα μας λένε αν ψήθηκαν.
Έρχονταν ο άλλος ραντεβού ρομαντικό κι εμείς από δίπλα με το μισοψημένο χταποδάκι.
- Για φάτε να μας πείτε, καλό είναι;
Και μετά άρχισε το μαρτύριο των καλαμαρακίων. Έβαζα να τηγανίσω κανένα, έπαιζα το ρόλο του βοηθού, και ξαφνικά το καλαμάρι πέταγε κι εξαφανίζονταν στον καπνοδόχο. Βλέπετε οι πλακατζήδες του Ευδήλου, ο Δ. ήταν μάνα σ' αυτά, ανέβαιναν τα σκαλιά στο πίσω μέρος της καντίνας κι από κει με μια πετονιά "ψάρευαν" τα μισοτηγανισμένα καλαμαράκια, τα βουτούσαν κι έφευγαν σκασμένοι στα γέλια...
Πάντως η δουλειά καλά πήγαινε. Τραπέζια δεν είχαμε και καρέκλες αλλά κανένα πρόβλημα, ως συνήθως. Έπαιρναν τα γκουρμέ πιάτα και κάθονταν στα παγκάκια του λιμανιού....
Ε, βέβαια, είχαμε και μουσικές βραδιές. Έρχονταν τροβαδούροι, τις πρωινές ώρες, έπαιζαν τις κιθαρούλες τους παρέα και τραγουδούσαν κάτι επιτυχίες του Μπιθικώτση, του Καζαντζίδη κλπ. Κι εδώ ο Δ. είχε την τιμητική του. Τραγουδούσε με μια μοναδική φωνή, που σε μάγευε. Μικρή εγώ, τότε, του έλεγα:
- Μια μέρα θα γίνεις ένας σπουδαίος λαϊκός τραγουδιστής και θα σε καμαρώνουμε....
Έρχονταν και κάτι μεθυσμένοι ντίρλα και μας έλεγαν τον καημό τους.
Ο Λαζαρέτος, ο κακόμοιρος, που είχε αναλάβει να σκάβει τους τάφους, μας διηγόταν στιγμές από την περασμένη του ζωή στην Αθήνα, τη δοξασμένη, ήταν φροντιστής σε θέατρο, και κάθονταν μαζί μας ως αργά. Άμα πέθαινε κανείς στο χωριό το ξέραμε πριν απ' όλους.
-Α, ναι το ξέρω, έλεγα στη μάνα μου, ήρθε ο Λαζαρέτος το βράδυ κι ήπιε για να πάρει κουράγιο.
-Δεν το θέλω έλεγε, μα τι να κάμω...Κάποιος πρέπει να κάνει και τη βρωμοδουλειά. Έρχονταν και τα ζευγαράκια μαζί ή μετά το καυγαδάκι χώρια για παρέα και παρηγοριά.
Κάτι ψιλά έμειναν στο τέλος. Κανείς μας δεν ήταν για έμπορος, πόσο μάλλον για ταβερνιάρης.
Μα έμειναν όμορφες αναμνήσεις, αξέχαστες. Και κάθε φορά που πάω στο λιμάνι γυρνώ πίσω.
Έχουν αλλάξει πολλά από τότε. Ο Δ. είναι ψυκτικός, οικογενειάρχης. Δεν έβγαλε δίσκο. Τι κρίμα.
Ο Α. έγινε παπάς, λέμε ένα "γεια" πότε πότε, μου βάφτισε και το παιδί που χει τ' όνομα της αδερφής μου. Ο Λαζαρέτος έφυγε. Δεν έμαθα ποιος έκανε τη βρωμοδουλειά.
Κι η αδερφή μου, κάπου θα 'ναι και θα γελά με την τελευταία ανάρτηση.
6 σχόλια:
φιλεναδίτσα, καλή αρχή.
τα όνειρά σου ευχές μου.
''και εμένα μ'αρέσει να πετάω ψηλά, μα σαν δυσμαθής δεν έμαθα ποτέ κανόνες''
μπορεί και να μάθω.
καλή αρχή.
την αγάπη μου. Σίρο Ρεδόνδο
''η αδελφούλα σου , και φίλη μου , ήταν ένας άγγελος ''
τύχη λέγεται να ανταμώνεις αγγέλους φιλεναδίτσα.
σίρο ρεδόνδο
Ναι, κατΑΡΧΑΣ και όχι άναρχα. Να προσέχεις. Θα τα πούμε στ' Ανώγεια συν τέκνοις.
ωραία ιστορία.Σε βρήκα στου Βασίλη το blog.Μου αρέσουν οι αφηγήσεις ιστοριών.
Να σαι καλά.Και μου αρέσει και το απόσπασμα του Ελύτη,όλος ο Ελύτης δηλαδή μου αρέσει.
Α, κι εγώ σε διαβάζω. Μ΄αρέσει και τ΄όνομά σου. Το χω πει πολλές πολλές φορές στη ζωή μου για να δίνω και να παίρνω κουράγιο. Πιάνει ξέρεις...
Μα κι εγώ,για τον ίδιο λόγο το λέω συνέχεια,ακόμα κι όταν τα πράγματα φαίνονται δύσκολα.Πιάνει,όπως λες.
Να σαι καλά,καλό ξημέρωμα.
(Γεωργία ή Γωγώ - ό,τι προτιμάς).
Δημοσίευση σχολίου