-Τι πάθατε, καλέ;
-Βρε τίποτα. Είχα μια χειμεράδα που εν είχε προκόψει κι ένα απόγεμα ησκέφτηκα πως ο Σπύρος -τονε ξέρεις, εδωνά πιο πάνω μένει, μα τότε ήτονε πιο νέος κι είχε χηρέψει πρόσφατα- είχε έναν τράγο κερατούκλη που μου ‘ρεσε. Και παίρω τη χειμεράδα, πάω στο στάβλο και φωνάζω του Σπύρου να βοηθήσει, μπας και βάλουμε τον τράγον του να προκόψει την κατσίκα μου. Και λύνει ο Σπύρος το τραγάκι κι αυτό ορμά στην κατσίκα, μα εκείνη ητρόμαξε κι ήρχισε να τρέχει. Ησηκώνουνταν μια σκόνη σύννεφο! Κι ητρέχαμε κι εμείς γύρω γύρω στην αυλή του στάβλου που ‘χε έναν ψηλό τοίχο για περίβολο κι ηφαίνουνταν μονάχα τα κεφάλια μας απ’ όξω. Έχει σημασία η λεπτομέρεια τούτη... Μπροστά εγώ κι οπίσω ο Σπύρος. Ηφώναζε ο καημένος:
-Κάτσε, μωρή... Πού πας; Α σ’ αρέσει...
Κι εγώ είχα νευριάσει με την κατσίκα μου κι ήπιασα τα βρισίδια:
-Άμε στ’ ανάθεμα, άπου να ‘σαι πάρει ο δαίμονας και τέθοια...
Σώνει και πιάνει την κατσίκα ο Σπύρος και πολεμάει με χάδια να την ηρεμήσει.
-Έτσι.. έτσι... μπράβο, μπράβο η χαδούσα μου... και τα λοιπά και τα λοιπά.
Και σώνουνε τα ζώα να βάλουνε μπρος τη δουλειά κι εμείς ηκάτσαμε ανακούρκουδα με την πλάτη στον τοίχο κι ηλέαμε:
-Ουφ, επιτέλους, δόξα σοι να ‘χει ο Κύριος... Επιτέλους! Ησώσαμε και τα καταφέραμε! Κι ηπαίραμε βαθιές ανάσες για να συνέλθουμε αφ’ το τρεχαλητό.
Κι εκεδά που ηλέαμε πως ητέλεψε το βάσανο, ακούμε μισοσβησμένη τη φωνή του άντρα μου απ’ όξω αφ’ τον τοίχο:
-Ίντα κάμνετε, μωρέ; Ίντα κάμνετε; Εν εντρέπεστε λιγάκι;
Κι ύστερα ηκούσαμε ένα γδούπο κι ήβγαμε όξω και τον ήβραμε ξεραμένο απά στο χώμα.
Εεε... ήτανε κομματάκι δύσκολα μετά τα πράματα, παιδί μου, καταλαβαίνεις ίντα ‘παθε ο άθρωπος...
Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 29-05-15
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου