Ο γάμος ήταν προσχεδιασμένος. Προξενιό που λέμε. Ήτονε νοικοκύρης με ζώα, χωράφια και σπίτι. Καλύτερη τύχη δε θα μπορούσε να 'χει η τέταρτη από τις θυγατέρες της δεκαμελούς οικογένειας, φτωχή κι ανήμπορη άρα να θρέψει τόσα στόματα. Οι κόρες όλες ηθικές και νοικοκυρές. Κάποιος δάσκαλος μάλιστα είχε πει, τουλάχιστον για την Ελένη, πως ήτανε και ξύπνια, θα μπορούσε με λίγη βοήθεια να γίνει μια σπουδαία- γιατί όχι;- επιστήμονας. Έστω, θα μπορούσε να τελειώσει το σχολείο με ευκολία και να εργαστεί. Θα διέπρεπε σε όποια εργασία επέλεγε.
Εκείνοι περήφανοι για τη θυγατέρα τους την έβγαλαν από το σχολειό, μην πάρουν τα μυαλά της αέρα, και της βρήκαν τον καλύτερο γαμπρό. Γείτονας για να μην την χάσουν ποτέ από κοντά τους. Γλεντζές και φιλοσυγγενής. Αγαπητός και πρόσχαρος. Με τα καλαμπούρια του, με τη φιλοξενία του, με τα όλα του.
Η Ελένη τον γνώριζε από παιδί. Τον συμπαθούσε. Μα γάμο μαζί του δε φαντάστηκε ποτέ. Ήταν ρηχός, γήινος, αγράμματος. Το μυαλό το δικό της θέριευε με αλλοπρόσαλλα πράγματα. Της άρεσε να γράφει ποιήματα για ρομαντικούς έρωτες, για ηλιοβασιλέματα, για κυματισμούς της θάλασσας που αδιάκοπα -λίγα μέτρα κάτω από το πατρικό της- συντρόφευε τα πιο τρελά της όνειρα.
Λογάριαζε πως μια μέρα θα ΄φευγε, θα έμπαινε στο καράβι, θα δούλευε, θα αγόραζε με το μισθό της βιβλία, θα γέμιζε τον τόπο με δαύτα και μια μέρα θα 'βρισκε τον πρίγκιπά της, θα τα διάβαζαν μαζί, θα κατέβαιναν στο χωριό παρέα και θα του 'δειχνε τον ήλιο που κείται στα νερά χλωμιάζοντας, θα συμφωνούσε εκείνος πως είναι το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα του κόσμου και θ΄αγκαλιάζονταν μαγεμένοι, συντροφευμένοι και γαλήνιοι.
-Και την ετοίμασε κρυφά τη βαλίτσα και πήγε στο λιμάνι. Ανατριχιάζοντας κι η ίδια με το κουράγιο που 'βρε να πάει κόντρα στη θέληση του πατέρα και της μάνας. Και θέλεις το πιστεύεις, θέλεις όχι, είχε τρικυμία μεγάλη και τον καράβι δεν έδεσε τον κάβο. Δεν έπιασε το καράβι... Ναι, που λες...
Κι είχανε βγάλει μια ιστορία οι ντόπιοι. Κάθε που άρμεγαν τις κατσίκες οι σύζυγοι στο πέρα περιβόλι, απάνω από τα βράχια της θάλασσας, κι η γυναίκα σταματούσε μια στιγμή, άφηνε τον μπότο σε μια άκρη και κοίταγε, λέει, θαμπωμένη από την ομορφιά τον ήλιο που έδυε. Και του φώναζε... "Έλα, άντρα μου, να δεις μια μαγεία...." Κι εκείνος, λέγαν οι χωριανοί, μήτε που γύρναε το κεφάλι...
"Από τότε που γεννήθηκα κάνει αυτή τη δουλειά, μια δύει και μια ανατέλλει..." Εκείνη μόνη τον κοίταζε. Στην άκρη του περιβολιού ακίνητη. Μόνη... Ναι, που λες...
Εκείνοι περήφανοι για τη θυγατέρα τους την έβγαλαν από το σχολειό, μην πάρουν τα μυαλά της αέρα, και της βρήκαν τον καλύτερο γαμπρό. Γείτονας για να μην την χάσουν ποτέ από κοντά τους. Γλεντζές και φιλοσυγγενής. Αγαπητός και πρόσχαρος. Με τα καλαμπούρια του, με τη φιλοξενία του, με τα όλα του.
Η Ελένη τον γνώριζε από παιδί. Τον συμπαθούσε. Μα γάμο μαζί του δε φαντάστηκε ποτέ. Ήταν ρηχός, γήινος, αγράμματος. Το μυαλό το δικό της θέριευε με αλλοπρόσαλλα πράγματα. Της άρεσε να γράφει ποιήματα για ρομαντικούς έρωτες, για ηλιοβασιλέματα, για κυματισμούς της θάλασσας που αδιάκοπα -λίγα μέτρα κάτω από το πατρικό της- συντρόφευε τα πιο τρελά της όνειρα.
Λογάριαζε πως μια μέρα θα ΄φευγε, θα έμπαινε στο καράβι, θα δούλευε, θα αγόραζε με το μισθό της βιβλία, θα γέμιζε τον τόπο με δαύτα και μια μέρα θα 'βρισκε τον πρίγκιπά της, θα τα διάβαζαν μαζί, θα κατέβαιναν στο χωριό παρέα και θα του 'δειχνε τον ήλιο που κείται στα νερά χλωμιάζοντας, θα συμφωνούσε εκείνος πως είναι το ομορφότερο ηλιοβασίλεμα του κόσμου και θ΄αγκαλιάζονταν μαγεμένοι, συντροφευμένοι και γαλήνιοι.
-Και την ετοίμασε κρυφά τη βαλίτσα και πήγε στο λιμάνι. Ανατριχιάζοντας κι η ίδια με το κουράγιο που 'βρε να πάει κόντρα στη θέληση του πατέρα και της μάνας. Και θέλεις το πιστεύεις, θέλεις όχι, είχε τρικυμία μεγάλη και τον καράβι δεν έδεσε τον κάβο. Δεν έπιασε το καράβι... Ναι, που λες...
Κι είχανε βγάλει μια ιστορία οι ντόπιοι. Κάθε που άρμεγαν τις κατσίκες οι σύζυγοι στο πέρα περιβόλι, απάνω από τα βράχια της θάλασσας, κι η γυναίκα σταματούσε μια στιγμή, άφηνε τον μπότο σε μια άκρη και κοίταγε, λέει, θαμπωμένη από την ομορφιά τον ήλιο που έδυε. Και του φώναζε... "Έλα, άντρα μου, να δεις μια μαγεία...." Κι εκείνος, λέγαν οι χωριανοί, μήτε που γύρναε το κεφάλι...
"Από τότε που γεννήθηκα κάνει αυτή τη δουλειά, μια δύει και μια ανατέλλει..." Εκείνη μόνη τον κοίταζε. Στην άκρη του περιβολιού ακίνητη. Μόνη... Ναι, που λες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου