Πήγε στη Μακρόνησο Γενάρη του '50 και έφυγε από κει Απρίλη του '53. Αυτοί οι μήνες οι ατέλειωτοι ήταν και η μοναδική περίοδος της ζωής του που έζησε μακριά από τον τόπο του.
Δεν ήταν κρατούμενος. Είχε τελειώσει πια η περίοδος των ηρωισμών. Φαντάρος ήταν. Αλλά με τη στάμπα του αριστερού. Στη σκηνή με άλλους είκοσι δύο. Γ' κατηγορίας. Αυτό σήμαινε ότι δεν είχε δικαίωμα άδειας, δεν δικαιούνταν βεβαίωση ότι υπηρετεί στο στρατό και σιτιζόταν με υποβαθμισμένη τροφή π.χ. μακαρονάδα ως χυλός, όχι στραγγιστή. "Μακροβούτι για να βρεις το μακαρόνι", όπως χαρακτηριστικά λέει.
Όσοι από τους μαγείρους είχαν κάνει εξόριστοι στο νησί τον συμπαθούσαν και του φυλούσαν κάτι ξεροκόμματα για να χορτάσει κάπως. Μετά από ένα χρόνο είχες δικαίωμα να κάνεις αίτηση για αλλαγή κατηγορίας. Πήγαινες στην Β' με δικαίωμα αδείας και βεβαίωσης και κατόπιν στην Α' με δικαίωμα να αλλάξεις στρατόπεδο και να επιστρέψεις στον πολιτισμό. Όλα αυτά αν είχες καλή διαγωγή. Μόνο που η καλή διαγωγή σήμαινε ρουφιανιές. Και ρουφιανιές δε γούσταρε. Ο Τριανταφύλλου, λογαγός από την Εύβοια, δε μπορούσε να το χωνέψει.
-Τι θα γίνει με σένα, ρε; Έτσι θα τη βγάλεις;
Είχε βαρεθεί να τον βλέπει. Τελευταίος να τελειώνει το φαγητό, τελευταίος να παρουσιαστεί στο προσκλητήριο.
-Όλα τα 'κανα με το σισελέ μου. Αργά αργά δηλαδή. Το κουράγιο μου δεν το 'χασα στιγμή. Το 'χα πάρει απόφαση, βλέπεις.
-Τι θα γίνει, ρε; Όλοι φεύγουνε, δε βλέπεις μπρος σου; Σε βλέπουνε και οι καινούριοι και πάνε αργά αργά από πίσω σου, τ' αναθεματισμένα, και χαμογελούνε κιόλας. Πανάθεμά σας. Δε θα κάνεις, ρε, καμιά αίτηση, να σε ξεφορτωθούμε;
-Τι αίτηση; Δεν είχαμε τέτοια στο χωριό. Δεν ξέρω τίποτα και δε ζητάω και τίποτα. Αυτά είναι δικά σας συστήματα. Εμείς άλλα είχαμε. Με το σισελέ μας, με χαμόγελο κι αντάμα ο ένας με τον άλλο. Δε βιάζομαι για τίποτα.
-Με άφησαν στην ησυχία μου. Και πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια. Ήρωας δεν έγινα, μα μήτε και ρουφιάνος. Κι αγάπησα τον τόπο αυτό, τον ξερότοπο, τον άγριο μη σου πω πως ακόμα χαμογελώ όταν τον φέρνω στο μυαλό μου.
Δεν ήταν κρατούμενος. Είχε τελειώσει πια η περίοδος των ηρωισμών. Φαντάρος ήταν. Αλλά με τη στάμπα του αριστερού. Στη σκηνή με άλλους είκοσι δύο. Γ' κατηγορίας. Αυτό σήμαινε ότι δεν είχε δικαίωμα άδειας, δεν δικαιούνταν βεβαίωση ότι υπηρετεί στο στρατό και σιτιζόταν με υποβαθμισμένη τροφή π.χ. μακαρονάδα ως χυλός, όχι στραγγιστή. "Μακροβούτι για να βρεις το μακαρόνι", όπως χαρακτηριστικά λέει.
Όσοι από τους μαγείρους είχαν κάνει εξόριστοι στο νησί τον συμπαθούσαν και του φυλούσαν κάτι ξεροκόμματα για να χορτάσει κάπως. Μετά από ένα χρόνο είχες δικαίωμα να κάνεις αίτηση για αλλαγή κατηγορίας. Πήγαινες στην Β' με δικαίωμα αδείας και βεβαίωσης και κατόπιν στην Α' με δικαίωμα να αλλάξεις στρατόπεδο και να επιστρέψεις στον πολιτισμό. Όλα αυτά αν είχες καλή διαγωγή. Μόνο που η καλή διαγωγή σήμαινε ρουφιανιές. Και ρουφιανιές δε γούσταρε. Ο Τριανταφύλλου, λογαγός από την Εύβοια, δε μπορούσε να το χωνέψει.
-Τι θα γίνει με σένα, ρε; Έτσι θα τη βγάλεις;
Είχε βαρεθεί να τον βλέπει. Τελευταίος να τελειώνει το φαγητό, τελευταίος να παρουσιαστεί στο προσκλητήριο.
-Όλα τα 'κανα με το σισελέ μου. Αργά αργά δηλαδή. Το κουράγιο μου δεν το 'χασα στιγμή. Το 'χα πάρει απόφαση, βλέπεις.
-Τι θα γίνει, ρε; Όλοι φεύγουνε, δε βλέπεις μπρος σου; Σε βλέπουνε και οι καινούριοι και πάνε αργά αργά από πίσω σου, τ' αναθεματισμένα, και χαμογελούνε κιόλας. Πανάθεμά σας. Δε θα κάνεις, ρε, καμιά αίτηση, να σε ξεφορτωθούμε;
-Τι αίτηση; Δεν είχαμε τέτοια στο χωριό. Δεν ξέρω τίποτα και δε ζητάω και τίποτα. Αυτά είναι δικά σας συστήματα. Εμείς άλλα είχαμε. Με το σισελέ μας, με χαμόγελο κι αντάμα ο ένας με τον άλλο. Δε βιάζομαι για τίποτα.
-Με άφησαν στην ησυχία μου. Και πέρασαν κι οι μήνες και τα χρόνια. Ήρωας δεν έγινα, μα μήτε και ρουφιάνος. Κι αγάπησα τον τόπο αυτό, τον ξερότοπο, τον άγριο μη σου πω πως ακόμα χαμογελώ όταν τον φέρνω στο μυαλό μου.
4 σχόλια:
Αριστερά, με το μουστάκι;
Ναι. ;)
Καλό.
Καλησπέρα Άγγελε!
Δημοσίευση σχολίου