Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

Ένας ήρωας παιδικός

Τον βάφτισαν Γιάννη, μα όλοι τον αποκαλούσαν με το υποκοριστικό του επιθέτου. Μας άρεσαν πάντα τα υποκοριστικά στο χωριό για κάποιο άγνωστο λόγο. Το 'χουμε ξαναπεί. Τον αποκαλούσαν, λοιπόν, "το Παριαράκι" και τον συμπαθούσαν όλοι κι ας ήταν πάντα σοβαρός και λιγομίλητος. Κάπως αποτραβηγμένος από τους άλλους. Ζούσε άλλες ώρες. Ερχόταν στο χωριό μετά τα μεσάνυχτα  ή κάποιες φορές, αφού ξημέρωνε. Δεν ανακατευόταν στους καθημερινούς μικροτσακωμούς των χωριανών αλλά μήτε στα γλέντια και στις χαρές. Ο πατέρας μου όμως τον θυμάται στα νιάτα του γλεντζέ, κεφάτο κι αγωνιστή. Όποτε μου μιλάει για τα "χαμένα χρόνια", εκείνα του εμφυλίου, μου αναφέρει και το Παριαράκι.  «Εκρύβαμε στα κοφίνια των μουλαριών τρόφιμα κι εμπιστευτικές επιστολές για τους αντάρτες που κρύβονταν στο βουνό. Μια φορά μας εμπιστεύτηκαν και τον ασύρματο. Αμούστακα παιδιά. Ε, ρε και να μας τσάκωναν… Θα μας τουφέκιζαν στο λεπτό. Μα δε φοβόμασταν καθόλου, τον αψηφούν οι νέοι τον κίνδυνο, βλέπεις… Ε, όχι κι όλοι, μα εμείς οι δυο ήμασταν έτοιμοι πάντα για όλες τις αποστολές.»
«Ποιοι, μπαμπά;»
«Ε, ποιοι… Εγώ και το Παριαράκι. Ητόλμαε άλλος;»

 Φυλάω με προσοχή περίσσια τη φωτογραφία από το πανηγύρι της Ακαμάτρας, Δεκαπενταύγουστος του '46 του '47, θα σας γελάσω. Τα Γιαννάκια, ο Μιχαλιός, το Βασιλάκι κι η Λαμπία. Ο πατέρας μου με το μαλλί αφάνα κι οι άλλοι με μια φλόγα στα μάτια, με άσπρα πουκάμισα οι νεαροί, με φόρεμα κουμπωμένο ως το λαιμό η  κοπελιά. Συχωρεμένοι πια οι περισσότεροι.
 Το Παριαράκι ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Βλέμμα μυστηριώδες και φυσιογνωμία που δεν ξεχνάς εύκολα.
 Με τον πατέρα μου χωρίστηκαν νωρίς. Ο ένας με την ανανέωση, ο άλλος πιστός στα παλιά. Ένα «καλημέρα» κι ένα «καλησπέρα». Εμένα με συμπάθαγε πιότερο. Το καταλάβαινα όποτε τον συναντούσα.
 Παράξενο. Δε θυμάμαι καμιά άλλη συνάντηση παρά μόνο εκείνες που εγώ κατέβαινα ή ανέβαινα το μονοπάτι τότε, τον αμαξωτό αργότερα, στο ίδιο πάντα σημείο. Στη βρύση. Εκείνος γέμιζε νερό ένα βαρέλι που ‘χε κόψει στα δυο και πότιζε τα μουλάρια του. Έξω από το σπίτι. Εγώ φορτωμένη με ζαρζαβατικά από τον κήπο ή ανάλαφρη για βόλτα και κουβεντούλα σιγοτραγουδώντας.
-Βρε, καλώς το … Για πού το ‘βαλες;
 Με κοίταγε στα μάτια και μου χαμογελούσε πάντα. Όσο κι αν ήταν κατάκοπος απ΄ τα χιλιόμετρα που διένυε κάθε μέρα κουβαλώντας διάφορα απ’ το ‘να χωριό στο  άλλο, απ’ τον αμαξωτό στο απομακρυσμένο σπίτι και πάει λέγοντας. Αγωγιάτης. Στα παιδικά μου μάτια όμως, ήρωας.
 Γιατί; Όχι για τον ασύρματο... Για τον πιο περίεργο λόγο που θα μπορούσατε να φανταστείτε.  Ήταν αυτός η παρηγόρια μου στα παιδικά μου χρόνια. Κάθε κουβέντα που γίνονταν στο σπίτι ή στην πλατεία κατέληγε πάντα στις καλομοίρες, τα φαντάσματα των Ικαριωτών.
 Φοβόμασταν πριν κοιμηθούμε. Τρέμαμε τις καλομοίρες. Κι ας ήτονε καλές, όπως έλεγαν, και δεν έβλαφταν κανένα. Κι η μάνα μου, για να μας δώσει κουράγιο, ψιθύριζε: «Βρε, μην ακούτε, δεν υπάρχουν. Για ρώτα και το Παριαράκι που ‘χει γυρίσει όλες τις ράχες και τα βουνά και μεσάνυχτα και ξημέρωμα… Για ρώτα το, είδε ποτέ; Ε, δεν είδε…»
Την πίστευα τη μάνα μου και δεν τον ρώτησα ποτέ.

 Η βρύση δεν υπάρχει πια. Το Παριαράκι έφυγε, τα μουλάρια πουλήθηκαν, η πλατεία άδειασε. Οι μύθοι και οι ψίθυροι κόπασαν. 
 Όταν περνώ από το μέρος εκείνο, όπου τον συναντούσα, προτιμώ να φαντάζομαι διαλόγους...
«Είδες ποτέ σου καλομοίρες; Υπάρχουνε;»
Μόνο που τώρα θα 'θελα να πει πως: «Ναι, υπάρχουνε στ’ αλήθεια! Τις είδα χτες το σούρουπο...»
Μπας έρθουν και μου κάνουν συντροφιά μες τη σιωπή που απλώθηκε τριγύρω...



Δεν υπάρχουν σχόλια: