Το μάζεμα της ελιάς ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, όπως έχουμε πει και πιο παλιά, μα και δύσκολη. Δύσκολη, γιατί γίνονταν μια εποχή με πολύ κρύο και υγρασία. Τα δάχτυλα πάγωναν και γέμιζαν γδαρσίματα. Τα πρόσωπα ξεραίνονταν απ' τον παγωμένο αέρα. Το σώμα ολάκερο, στο τέλος της μέρας, απέμενε παράλυτο από την κούραση. Μα τα παιδιά σ' όλα βρίσκουν μια ευκαιρία για παιχνίδι. Είτε παραβγαίνοντας το 'να με τ' άλλο ποιο θα γεμίσει πρώτο τους κουβάδες είτε σκαρφαλώνοντας στους ψηλότερους κλώνους. Εμείς, το καλύτερο παιχνίδι το παίζαμε όταν πηγαίναμε για ελιές σ' ένα ξένο χωράφι, στην Ξανθή. Απαραίτητη προϋπόθεση να κάνει πολύ κρύο το προηγούμενο βράδυ, χατήρι που συνήθως γίνονταν. Περπατούσαμε με τα πρησμένα από τον ύπνο ματάκια μας κούτσα-κούτσα ως την Πλατανωπή, το δεύτερο ρέμα που συναντούσαμε στη διαδρομή. Λίγο πριν το γεφυράκι του παλιού μονοπατιού είχε ένα μεγάλο λείο βράχο. Καθώς βρέχονταν από τα νερά όλη μέρα το βράδυ πάγωνε, έκανε γλίστρα, όπως έλεγαν, και να, είχαμε ένα μίνι παγοδρόμιο, όλο δικό μας. Τα ματάκια μας ζωήρευαν τότε, κυλούσαμε χωρίς δισταγμό ένα-ένα πάνω στη γλίστρα και σκάγαμε στα γέλια. Πολλές φορές σκάγαμε και κάτω αλλά αυτό δε μας πτοούσε καθόλου. Τα χαχανητά ανακατεύονταν με τις τσιρίδες της μάνας και τ' αγριοκάτσικα σκορπίζονταν με θόρυβο στους πρόποδες της Κεφάλας τρομαγμένα από την ξαφνική φασαρία και τους αλλόκοτους επισκέπτες. Παρά την τόση κούραση, το βράδυ, στην επιστροφή, μας περίμενε ένα ακόμη παιχνίδι. Απαραίτητη προϋπόθεση, τώρα, να μην έχει φεγγάρι.
Κατεβαίνοντας τον πλακόστρωτο δρόμο προς την Αλάμα πέφταμε στην πιο σκοτεινή αγκαλιά. Η Αλάμα και το πέρασμα της τη νύχτα χωρίς φεγγάρι ήταν ένα κατόρθωμα για τους κατοίκους της περιοχής. Έχει μια σπηλιά εκεί, παράξενη, κλειστή με σίδερα, απ' όπου ξεχύνεται ένας χείμαρρος μέσα από τα σπλάχνα του βουνού και γύρω-γύρω θεόρατα πλατάνια που σκιάζουν ακόμη και το λιγοστό φως των αστεριών. Καραδοκούσαν εκεί, πέρα από τους κινδύνους που κρύβει το ορμητικό νερό, οι θρύλοι για καλομοίρες κι ανθρώπους που άφησαν στη σπηλιά τα κόκαλά τους προσπαθώντας να την εξερευνήσουν.
Το μόνο που μπορούσε να μας σώσει τη δύσκολη εκείνη στιγμή του φόβου που γεννά το πηχτό σκοτάδι ήταν το μουλάρι μας, ο Μάρκος! Καθόλου μη γελάτε.
Ο πατέρας μου παραδίνονταν σ' εκείνον, άφηνε το σκοινί και το ζώο ανελάμβανε ρόλο διασώστη. Δεν του δίνονταν καμία εντολή. Κανείς μας έτσι κι αλλιώς δεν έβγαζε κουβέντα. Η οικογένεια όλη ακολουθούσε πίσω του, παραδομένη, μουδιασμένη και τυφλή. Ο πατέρας κρατούσε την ουρά, η μάνα εκείνον, η αδερφή μου τη μάνα μου, ο αδερφός μου την αδερφή μου κι εγώ στο τέλος. Χωρίς μάτια πια, παρέα με το βρυχηθμό απ' το νερό που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μας, ακολουθούσα δίχως άλλη επιλογή, μαντεύοντας τις πατημασιές των άλλων στα βραχάκια με τρέμουλο, βεβαίως, μα πιο πολύ με απορία για την παράξενη επιχείρηση. "Κι αν κάνει λάθος ο Μάρκος;"
-Δεν κάνουνε λάθος τα ζώα,... μου εξηγούσε με απίστευτη σιγουριά ο πατέρας μου, αφού πια είχαμε βγει από το θεοσκότεινο, εφιαλτικό πέρασμα- νικητές δίχως έπαθλο- κι είχαμε το κουράγιο να μιλήσουμε ξανά.
....ετούτα βλέπουν καλύτερα στο σκοτάδι και, κυρίως, έχουν ένστικτο, δεν είναι σαν εμάς τους ανθρώπους.
Την άλλη μέρα η ίδια διαδρομή. Τα ίδια παιχνίδια. Η τσουλήθρα και το τρενάκι του τρόμου.
Η παρ' άλλη ήταν Δευτέρα. Έπρεπε να πάμε στο σχολειό, να διαβάσουμε.
Να προοδεύσουμε, να μη χρειάζεται πια να μαζεύουμε τις ελιές. Να μπορούμε να τις αγοράσουμε. Σε βάζο με ετικέτα.
Να γίνουμε άνθρωποι. Να πάψουν οι κόποι, να ερημώσουν τα σκοτεινά περάσματα, να ξεχαστεί το ένστικτο. Τι να το κάνεις πια. Δε βαριέσαι...
Το μάζεμα της ελιάς ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία, όπως έχουμε πει και πιο παλιά, μα και δύσκολη. Δύσκολη, γιατί γίνονταν μια εποχή με πολύ κρύο και υγρασία. Τα δάχτυλα πάγωναν και γέμιζαν γδαρσίματα. Τα πρόσωπα ξεραίνονταν απ' τον παγωμένο αέρα. Το σώμα ολάκερο, στο τέλος της μέρας, απέμενε παράλυτο από την κούραση. Μα τα παιδιά σ' όλα βρίσκουν μια ευκαιρία για παιχνίδι. Είτε παραβγαίνοντας το 'να με τ' άλλο ποιο θα γεμίσει πρώτο τους κουβάδες είτε σκαρφαλώνοντας στους ψηλότερους κλώνους. Εμείς, το καλύτερο παιχνίδι το παίζαμε όταν πηγαίναμε για ελιές σ' ένα ξένο χωράφι, στην Ξανθή. Απαραίτητη προϋπόθεση να κάνει πολύ κρύο το προηγούμενο βράδυ, χατήρι που συνήθως γίνονταν. Περπατούσαμε με τα πρησμένα από τον ύπνο ματάκια μας κούτσα-κούτσα ως την Πλατανωπή, το δεύτερο ρέμα που συναντούσαμε στη διαδρομή. Λίγο πριν το γεφυράκι του παλιού μονοπατιού είχε ένα μεγάλο λείο βράχο. Καθώς βρέχονταν από τα νερά όλη μέρα το βράδυ πάγωνε, έκανε γλίστρα, όπως έλεγαν, και να, είχαμε ένα μίνι παγοδρόμιο, όλο δικό μας. Τα ματάκια μας ζωήρευαν τότε, κυλούσαμε χωρίς δισταγμό ένα-ένα πάνω στη γλίστρα και σκάγαμε στα γέλια. Πολλές φορές σκάγαμε και κάτω αλλά αυτό δε μας πτοούσε καθόλου. Τα χαχανητά ανακατεύονταν με τις τσιρίδες της μάνας και τ' αγριοκάτσικα σκορπίζονταν με θόρυβο στους πρόποδες της Κεφάλας τρομαγμένα από την ξαφνική φασαρία και τους αλλόκοτους επισκέπτες. Παρά την τόση κούραση, το βράδυ, στην επιστροφή, μας περίμενε ένα ακόμη παιχνίδι. Απαραίτητη προϋπόθεση, τώρα, να μην έχει φεγγάρι.
Κατεβαίνοντας τον πλακόστρωτο δρόμο προς την Αλάμα πέφταμε στην πιο σκοτεινή αγκαλιά. Η Αλάμα και το πέρασμα της τη νύχτα χωρίς φεγγάρι ήταν ένα κατόρθωμα για τους κατοίκους της περιοχής. Έχει μια σπηλιά εκεί, παράξενη, κλειστή με σίδερα, απ' όπου ξεχύνεται ένας χείμαρρος μέσα από τα σπλάχνα του βουνού και γύρω-γύρω θεόρατα πλατάνια που σκιάζουν ακόμη και το λιγοστό φως των αστεριών. Καραδοκούσαν εκεί, πέρα από τους κινδύνους που κρύβει το ορμητικό νερό, οι θρύλοι για καλομοίρες κι ανθρώπους που άφησαν στη σπηλιά τα κόκαλά τους προσπαθώντας να την εξερευνήσουν.
Το μόνο που μπορούσε να μας σώσει τη δύσκολη εκείνη στιγμή του φόβου που γεννά το πηχτό σκοτάδι ήταν το μουλάρι μας, ο Μάρκος! Καθόλου μη γελάτε.
Ο πατέρας μου παραδίνονταν σ' εκείνον, άφηνε το σκοινί και το ζώο ανελάμβανε ρόλο διασώστη. Δεν του δίνονταν καμία εντολή. Κανείς μας έτσι κι αλλιώς δεν έβγαζε κουβέντα. Η οικογένεια όλη ακολουθούσε πίσω του, παραδομένη, μουδιασμένη και τυφλή. Ο πατέρας κρατούσε την ουρά, η μάνα εκείνον, η αδερφή μου τη μάνα μου, ο αδερφός μου την αδερφή μου κι εγώ στο τέλος. Χωρίς μάτια πια, παρέα με το βρυχηθμό απ' το νερό που έτρεχε ανάμεσα στα πόδια μας, ακολουθούσα δίχως άλλη επιλογή, μαντεύοντας τις πατημασιές των άλλων στα βραχάκια με τρέμουλο, βεβαίως, μα πιο πολύ με απορία για την παράξενη επιχείρηση. "Κι αν κάνει λάθος ο Μάρκος;"
-Δεν κάνουνε λάθος τα ζώα,... μου εξηγούσε με απίστευτη σιγουριά ο πατέρας μου, αφού πια είχαμε βγει από το θεοσκότεινο, εφιαλτικό πέρασμα- νικητές δίχως έπαθλο- κι είχαμε το κουράγιο να μιλήσουμε ξανά.
....ετούτα βλέπουν καλύτερα στο σκοτάδι και, κυρίως, έχουν ένστικτο, δεν είναι σαν εμάς τους ανθρώπους.
Την άλλη μέρα η ίδια διαδρομή. Τα ίδια παιχνίδια. Η τσουλήθρα και το τρενάκι του τρόμου.
Η παρ' άλλη ήταν Δευτέρα. Έπρεπε να πάμε στο σχολειό, να διαβάσουμε.
Να προοδεύσουμε, να μη χρειάζεται πια να μαζεύουμε τις ελιές. Να μπορούμε να τις αγοράσουμε. Σε βάζο με ετικέτα.
Να γίνουμε άνθρωποι. Να πάψουν οι κόποι, να ερημώσουν τα σκοτεινά περάσματα, να ξεχαστεί το ένστικτο. Τι να το κάνεις πια. Δε βαριέσαι...
2 σχόλια:
Την επόμενη φορά που θα πάμε, όταν θα προσπαθούμε να εντοπίσουμε το κανονικό μονοπάτι, θα κρατάμε νοερά την ουρά του Μάρκου για να μας οδηγεί.
Άγγελος
Με μεγάλη μου χαρά, κόπηκε μόνο στο Ξερέδο, το υπόλοιπο δεν "αγρίεψε" λόγω των αγριοκάτσικων, κάτι καλό κάνουν κι αυτά. Θα βρούμε και το γεφυράκι της Πλατανωπής, είναι ωραία. Καλώς όρισες στα μέρη μας...
Δημοσίευση σχολίου