Όταν πρωτόρθα στο νησί, ο πατέρας μου δείχνει με καμάρι τον κήπο που 'φτιαξε φέτος. Έχει όμορφη θέα από κει.
Παρακάτω έχει δυο τρία πεζούλια με κλήματα. Ο ήλιος μόλις έχει βγει...
Δροσούλα ακόμη. Είναι όλα πανέμορφα και με σειρά. Πρώτα οι ντοματιές με τις αλεντράδες τους, δίπλα οι κολοκυθιές, πιο σεμνές αυτές, πιο πέρα τα άνυδρα. Τα πρώτα σταφύλια παρακάτω ζητούν ξεφύλλισμα για να ωριμάσουν γρηγορότερα. Τον βοηθώ.
-Ωραία είναι, του λέω, ξέρω πως του αρέσουν τα καλά λόγια. Τα παινέματα. Εκείνος χαμογελά κι ύστερα συννεφιάζει.
-Ε, ωραία είναι, μα εν ηξέρεις ήντα κακό μου κάμανε.
-Σου κάμανε κακό, τόσο ωραία που τα 'φτιαξες;
-Το χειρότερο που μπορείς να φανταστείς. Τα βλέπω κάθε μέρα και σα να μη θέλω να πεθάνω... Ξέρεις τι είναι τούτο;
Κοντεύει τα ογδόντα τρία.
-Γιατί, πιο πριν ήθελες; του απαντάω εγώ που 'χω μάθει πια να συζητώ για το θάνατο, όπως συζητώ για οτιδήποτε καθημερινό.
-Ε, δε θα με πείραζε και τόσο... Τόσα δα που τύχανε... Μα τώρα, που βλέπω τούτη την ομορφιά ε θέλω πια.
Κάντ: "Το φόβο του θανάτου τον γεννά η αγάπη για τη ζωή που έχουμε."
Μετά από κάνα δυο μέρες πεθαίνει ένας συντοπίτης. Ο γείτονας συζητά για το θάνατο στην αυλή.
-Εμένα ε με νοιάζει ο θάνατος. Ούτε το φοβάμαι, ούτε τίποτα. Σάματι εκεί θα 'μαι;
Επίκουρος. Προς Μενοικέα: "Όταν έρθει ο θάνατος εμείς έχουμε φύγει..." ή αλλού, "αναίσθητον ο θάνατος"
Θυμάμαι το σκηνικό με τον Κ. όταν έμαθε αυτός κι όλο το χωριό ότι έχει κάνει μετάσταση. Πάει στον καφενέ κι όλοι τον κοιτούν με λύπηση. Εκείνος, το παίρνει χαμπάρι και γυρνά, αφήνοντας τη διακριτικότητα κατά μέρους.
-Ήντα με κοιτάτε, μωρέ; Εσείς ε θα πεθάνετε, νομίζετε;
Το μούδιασμα σταματά κι αρχίζουν τα κεράσματα. Εβίβα, να πεθάνει ο χάρος!
Πίνδαρος: "Όνειρο σκιάς είναι ο άνθρωπος."
Ύστερα πάω στο στέκι. Στο διπλανό, η Ε. (Για τον άντρα της, τον αγαπημένο, έχει γράψει μια συγκινητική ανάρτηση ο Βασίλης, κάποτε.) Στρίβει τσιγάρο, καθισμένη στο μάρμαρο, και τα λένε. Έχει αρχίσει να νυχτώνει. Δείχνει να τον αγαπά όπως τότε...
Ηράκλειτος: "Ο Άδης κι ο Διόνυσος είναι το ίδιο πράγμα..."
Η Β. μου λέει να βάλω νερό "στη μάνα της".
-Βρε πού είναι; Α, να 'δω να ΄ναι, της λέω και γελώ. Ημπερδεύτηκα με τους γνωστούς και τους χάνω. Γελά και κείνη.
-Απου να σε χαρώ, τη μάνα μου ήχασες; Α, α σε μαλώσω...
Φεύγουμε πολύ μετά τη δύση. Χαμογελαστοί.
Επίκουρος, πάλι: "Το δε δεινόν ευεκαρτέρητον..."
Αυριο έχει μνημόσυνο του Μ. Θυμάμαι τον καιρό που του βάζαμε τα φυλαχτά στο δίσκο και με το μπαμ! σκόρπιζαν τα χρήματα κι έτρεχε με πανικό και διάφορες αταίριαστες της αναστάσεως φράσεις να τα μαζέψει.
Σκέφτομαι καθώς φεύγω ότι αν ήταν εδώ θα 'χε σίγουρα λύσει το πρόβλημα με την πίεση του νερού στο εκκλησάκι μια και ήταν ο αρμόδιος.
Χαμογελώ μονάχη. Δε θα πάω στο μνημόσυνο. Έχω να ποτίσω τις ελιές που θα μαραθούν με τον καύσωνα. Του το κάνω το μνημόσυνο με το να τον θυμάμαι. Έτσι θαρρώ.
Αριστοτέλης: "Εφόσον ενδέχεται, αθανατίζεις..."
Η ανάρτηση για τους σοφούς της παρέας, που δεν έχουν διαβάσει τους φιλοσοφούντες ανά τους αιώνες, δεν είναι και τόσο απαραίτητο, μπορεί να ξέρουν ήδη κάποιους από δαύτους, αρκεί να τους ακούν προσεκτικά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου