-Θυμάσαι τον Γιωργάκο άμα ηπέθανε ο Χαράλαμπος ο Ξερός και
τόνε κουβαλούσαμε με τα χέρια αφ’ το Ξερέδο ως τη Γλύνη μια ώρα δρόμο;
-Πώς δε θυμάμαι, απάντησε ο Χρήστος και μια αστραπούλα
κεφιού ξάνοιξε το βλέμμα του, που ηπήαινε πίσω αφ’ τη λιτέρα κι ημυτσόκλαιε κι
ήλεε κι ηξανάλεε: Μη με μαρτυρήσεις, Χαράλαμπε, αν έχεις το Θεό σου, μη με
μαρτυρήσεις!
Και δώστου τα γέλια.
-Τονε θυμάσαι, βρε; Ε, ρε, τι πλάκα ήτονε τούτη…
-Που ‘κλαιε, βρε, σα μικρό παιδί, τι κλάμα, μα τι κλάμα…
-Χαραλαμπάκι, στο σταυρό που σου κάνω, συνέχιζε ο Χρήστος μιμούμενος την κλαψιάρικη φωνή του Γιωργάκου,
μη με μαρτυρήσεις, σε παρακαλάω, μην το πεις Χαράλαμπε!
Και πάλι τα γέλια και τα χαχανητά που έφερναν δάκρυα στους
γέροντες και τα ‘κανε να φαίνονται
εφηβικά τα μάτια τους.
Παρατάω τη δουλειά μου και πάω μπροστά τους όλο περιέργεια.
-Τι είχε κάνει;
-Ποιος; Με ρωτάνε με μια φωνή.
-Τι ποιος; Ο Γιωργάκος.
-Ο Γιωργάκος; Τι είχε κάμει; Εν είχε κάμει τίποτα ο
άνθρωπος.
-Και τότε; Τι ήταν αυτό που φοβόταν να μη μαρτυρήσει ο
Χαράλαμπος;
Κοιτάχτηκαν και γέλασαν πάλι δυνατά.
-Πήγε ο νους μου σε καμιά αμαρτία που φοβόταν να μη μαθευτεί
στον άλλο κόσμο, τους είπα σε τόνο απολογητικό.
-Βρε τίποτα εν είχε κάμει, ήτανε όμως καμιά δεκαριά χρόνια
πιο μεγάλος αφ’ το Χαράλαμπο.
-Και;
-Ησκέφτηκε πως τον είχανε ξεχασμένο και θα τη σκαπουλάρει,
μα σαν ηπέθανε ο Χαράλαμπος που ‘τονε κουσελιάρης, ηφοβήθηκε πως α πιανε τον
άγιο Πέτρο και α του ‘λεε πως ηπήρατε εμένα που ΄χα χρόνια ακόμα και κείνο δα
το Γιωργάκο τονε ξεχάσατε, για αμέτε να
δείτε τα α κάμετε με δαύτονα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου