Προχωρούσαν στην πλατεία. Σκυφτοί. Ο άντρας μπροστά, η γυναίκα πίσω. Ο άντρας έσερνε ένα άδειο καροτσάκι απ' αυτά που παίρνουν στις λαϊκές για να κουβαλούν τα λαχανικά. Η γυναίκα δεν κρατούσε τίποτα, ήταν κοντή και χοντρή και περπατούσε με κόπο. Φορούσε πολλά ρούχα και στα πόδια γαλάζιες χνουδωτές παντόφλες. Μπερδευτήκαν τα πόδια της -ας ήταν ίσωμα- κι έπεσε. Όχι, παραλίγο να πέσει. Σχημάτισε μια γωνία το σώμα της αργά αργά, δίχως να λυγίσουν τα γόνατα κι ακούμπησε με τις παλάμες τα πλακάκια της πλατείας. Απόμεινε σ' αυτή τη στάση, χωρίς να βγάζει ούτε μια κραυγή. Ένας τρουλωμένος, ακίνητος ποπός στο κέντρο του χώρου καλυμμένος με δυο τρεις φούστες πολύχρωμες σε διάφορα μεγέθη να ανταγωνίζεται σε ενδιαφέρον τους όρθιους μαρμάρινους ευεργέτες του έθνους που στέκονταν τριγύρω ψηλά στα βάθρα τους. Μήτε να σηκωθεί μπορούσε μήτε να πέσει ολότελα. Ο άντρας συνεχίζει να περπατά. Γυρνά κάποια στιγμή, την ψάχνει. Αργά αργά πάει προς τα πίσω και την πιάνει από τη μέση. Μήτε κι αυτός φώναξε. Αργά και στη σιωπή γίνονταν όλα. Αργά τη σήκωσε με κόπο, δίχως τίποτα να τη ρωτήσει. Συνέχισαν μετά το δρόμο τους. Ο άντρας γύρισε και με κοίταξε. Ήταν νέος αυτός, με γενειάδα και κατάχλωμο πρόσωπο. Άσπρο σαν τα πλακάκια και μαύρο το βλέμμα του σαν τον ουρανό του φετινού Μάρτη. Αργεί ακόμα η Άνοιξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου