-Είχανε, παιδί μου, στη μέση της εκκλησάς του κοιμητηρίου τη λιτέρα ούλο το χρόνο...
Κι ήτονε η λιτέρα ασήκωτη, ήτονε από ξύλο βαρύ, δίχως καπάκι. Άμα ηπέθαινε κανένας, ηφώναζαν τα παλικάρια του χωριού –το ‘χανε αυτά για τιμή μεγάλη- κι ήτρεχαν, ηπηαίνανε στην εκκλησά, ηπαίραν τη λιτέρα και την ηκουβαλούσανε χιλιόμετρα, ήμπαινε κι ο νεκρός απάνω κι ηγινότανε πιο βαριά ακόμη. Μα τότες ήτονε άλλοι άθρωποι, τό ‘χανε για τιμή, που σου ΄λεγα... Κι ούτ’ ένας δεν ήλεε «αχ»...
Ο νεκρός στο σπίτι του ηκειτότανε σ’ ένα κρεβάτι που ‘τονε ξέστρωτο, μοναχά με τα σανίδια. Κι εμείς, τα μικρά, ησκορπούσαμε στις πλαγιές κι ημαζεύαμε δεντρολίβανο, να το βάλουμε στη σένια του νεκρού, που τη γεμίζανε με δαύτο και την εκάμνανε δικόν του μαξιλάρι, τονε κρατούσε φρέσκο, αμύριστο αφ’ το θανατικό. Ήτονε το προσκέφαλόν του. Είχε αθρώπους τότες, πολλούς και με ψυχή... Άμα ηπήαινες σε κηδεία -κι ηπηαίνανε ούλοι- ήπρεπε να φιλήσεις το νεκρό, που ημοσχομύριζε δεντρολιβανιές, είτε μεγάλος ήσουνα είτε παιδάκι και να πας μέχρι τον τάφο, όχι όπως τώρα... Εκτός πια κι αν ήτονε κανείς τόσο γέρος που εν ημπορούσε να περπατήσει κι είχε το συχώριο... Μπροστά ηπήαινε ο παπάς, πίσω αυτοί που ησηκώναν το νεκρό και πιο πίσω οι άθρωποι του χωριού που ηστοιβαζόντανε για να δούνε την ταφή. Όλοι γύρω αφ’ το χτίσμα...
-Χτίζανε;
-Ε, άμε, έτσι τους ηκάνανε τους τάφους... Μα εν ηπρόκαμα να σου πω για τον χασέ...
-Το χασέ;
-Ούλα τα μπαούλα των νοικοκυράδων είχανε μέσα τέτοιο πανί, για όποτε χρειαστεί. Ήλιωνε γρήγορα κι ήτονε άσπρο. Είχανε και μια λουρίδα ύφασμα αφ’ το ίδιο. Ησαβανώνανε το νεκρό με το χασέ και του δένανε το κεφάλι με τη λουρίδα για να μη μείνει ο στόμας του ανοιχτός.
-Οι συγγενείς του το κάνανε;
-Αυτοί που ησαβανώνανε. Μα άμα εν ηβρίκουνταν εκεί την κακιάν ώρα, το κάμνανε κι οι συγγενείς του. Η πρώτη τους δουλειά, μόλις ηξεψυχούσε, ήτονε να του κλείσουν τα μάθκια, να τα κρατήσουνε λίγο για να μείνουνε σφαλιστά κι έπειτα να του δέσουν το κεφάλι με τη λουρίδα αφ’ το χασέ. Τέλειωνε, τέλειωνε γρήγορα... Μα άμα ήτονε εκεί αυτοί που ησαβανώνανε, τα αναλάμβαναν ούλα δαύτοι. Κάθε χωριό είχε κι από έναν τουλάχιστον. Όχι επαγγελματικά. Τότες εν είχε πληρωμές, ούτε που ησαβανώνανε, ούτε για τους τάφους... Όλα ηγινόντανε έτσι, προσφορά...
Κι ηκάμνανε ένα σταυρό πρόχειρο με ό,τι ξύλο ηβρισκότανε πρόχειρο κι ηνάβανε σαράντα μέρες το καντηλάκι. Αυτοδά ήτονε...
Και στην εκταφή, ήτονε καθαρά τα πράματα, ο χασές ήκανε τα κόκκαλα να ‘ναι άσπρα κι ολογυάλιστα. Ήτονε μπαμπάκι ο χασές, εν ήτονε πλαστικό... Εν είχαμε περιπέτειες ποτές. Ήπαιρνε ο σαβανωτής -που ηγινότανε κι εκταφέας- το κρανίο, το κουβαλούσε ίσαμε την εκκλησά του χωριού...
-Το κρανίο;
-Κι απέκειο; Δικός μας άθρωπος ήτονε! Αντάμα με δαύτο ηκάμναμε το μνημόσυνο. Στη μέση της εκκλησάς το βάζαμε! Να φαίνεται! Κι ήτονε ούλο το χωριό. Ύστερις ηπήαινε ο καθείς εις την θέσην του.
Αυταδά ξέρω...
Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 21-1-2015
Κι ήτονε η λιτέρα ασήκωτη, ήτονε από ξύλο βαρύ, δίχως καπάκι. Άμα ηπέθαινε κανένας, ηφώναζαν τα παλικάρια του χωριού –το ‘χανε αυτά για τιμή μεγάλη- κι ήτρεχαν, ηπηαίνανε στην εκκλησά, ηπαίραν τη λιτέρα και την ηκουβαλούσανε χιλιόμετρα, ήμπαινε κι ο νεκρός απάνω κι ηγινότανε πιο βαριά ακόμη. Μα τότες ήτονε άλλοι άθρωποι, τό ‘χανε για τιμή, που σου ΄λεγα... Κι ούτ’ ένας δεν ήλεε «αχ»...
Ο νεκρός στο σπίτι του ηκειτότανε σ’ ένα κρεβάτι που ‘τονε ξέστρωτο, μοναχά με τα σανίδια. Κι εμείς, τα μικρά, ησκορπούσαμε στις πλαγιές κι ημαζεύαμε δεντρολίβανο, να το βάλουμε στη σένια του νεκρού, που τη γεμίζανε με δαύτο και την εκάμνανε δικόν του μαξιλάρι, τονε κρατούσε φρέσκο, αμύριστο αφ’ το θανατικό. Ήτονε το προσκέφαλόν του. Είχε αθρώπους τότες, πολλούς και με ψυχή... Άμα ηπήαινες σε κηδεία -κι ηπηαίνανε ούλοι- ήπρεπε να φιλήσεις το νεκρό, που ημοσχομύριζε δεντρολιβανιές, είτε μεγάλος ήσουνα είτε παιδάκι και να πας μέχρι τον τάφο, όχι όπως τώρα... Εκτός πια κι αν ήτονε κανείς τόσο γέρος που εν ημπορούσε να περπατήσει κι είχε το συχώριο... Μπροστά ηπήαινε ο παπάς, πίσω αυτοί που ησηκώναν το νεκρό και πιο πίσω οι άθρωποι του χωριού που ηστοιβαζόντανε για να δούνε την ταφή. Όλοι γύρω αφ’ το χτίσμα...
-Χτίζανε;
-Ε, άμε, έτσι τους ηκάνανε τους τάφους... Μα εν ηπρόκαμα να σου πω για τον χασέ...
-Το χασέ;
-Ούλα τα μπαούλα των νοικοκυράδων είχανε μέσα τέτοιο πανί, για όποτε χρειαστεί. Ήλιωνε γρήγορα κι ήτονε άσπρο. Είχανε και μια λουρίδα ύφασμα αφ’ το ίδιο. Ησαβανώνανε το νεκρό με το χασέ και του δένανε το κεφάλι με τη λουρίδα για να μη μείνει ο στόμας του ανοιχτός.
-Οι συγγενείς του το κάνανε;
-Αυτοί που ησαβανώνανε. Μα άμα εν ηβρίκουνταν εκεί την κακιάν ώρα, το κάμνανε κι οι συγγενείς του. Η πρώτη τους δουλειά, μόλις ηξεψυχούσε, ήτονε να του κλείσουν τα μάθκια, να τα κρατήσουνε λίγο για να μείνουνε σφαλιστά κι έπειτα να του δέσουν το κεφάλι με τη λουρίδα αφ’ το χασέ. Τέλειωνε, τέλειωνε γρήγορα... Μα άμα ήτονε εκεί αυτοί που ησαβανώνανε, τα αναλάμβαναν ούλα δαύτοι. Κάθε χωριό είχε κι από έναν τουλάχιστον. Όχι επαγγελματικά. Τότες εν είχε πληρωμές, ούτε που ησαβανώνανε, ούτε για τους τάφους... Όλα ηγινόντανε έτσι, προσφορά...
Κι ηκάμνανε ένα σταυρό πρόχειρο με ό,τι ξύλο ηβρισκότανε πρόχειρο κι ηνάβανε σαράντα μέρες το καντηλάκι. Αυτοδά ήτονε...
Και στην εκταφή, ήτονε καθαρά τα πράματα, ο χασές ήκανε τα κόκκαλα να ‘ναι άσπρα κι ολογυάλιστα. Ήτονε μπαμπάκι ο χασές, εν ήτονε πλαστικό... Εν είχαμε περιπέτειες ποτές. Ήπαιρνε ο σαβανωτής -που ηγινότανε κι εκταφέας- το κρανίο, το κουβαλούσε ίσαμε την εκκλησά του χωριού...
-Το κρανίο;
-Κι απέκειο; Δικός μας άθρωπος ήτονε! Αντάμα με δαύτο ηκάμναμε το μνημόσυνο. Στη μέση της εκκλησάς το βάζαμε! Να φαίνεται! Κι ήτονε ούλο το χωριό. Ύστερις ηπήαινε ο καθείς εις την θέσην του.
Αυταδά ξέρω...
Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 21-1-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου