Της μίλησα για την παλιά φωτογραφία από το '34 με τα ξυπόλητα παιδάκια του χωριού και το δάσκαλό τους.
-Δημοσιεύτηκε στο ίντερνετ, που λες, και την είδε ένας Ιταλός και μου 'γραψε ένα συγκινητικό μήνυμα. Αναγνώρισε τη μάνα του, που 'χει πεθάνει πια. Ήτανε η κόρη του Αλέξη, τη θυμάσαι... Άλλη φωτογραφία δεν έχει από τα παιδικά της χρόνια. Έμαθα πως είχατε πολύ καλές σχέσεις, οικογενειακές. Μήπως κρατούσε καμιά ο αδερφός σου; Η μάνα σου;
-Μα εχτές κιόλας μου 'φερε ο γαμπρός μου κάτι μουχλιασμένες από την υγρασία. "Του 'κοψε" και ενώ πέταξε τα πάντα σχεδόν από το σπίτι, αυτές τις έβαλε σε μια σακούλα και μου τις έφερε. Για να δούμε... Ο γιος της Αθηνάς θα 'ναι, ε;
Και βγάζει μια νάυλον σακούλα σούπερ μάρκετ, αραδιάζει πάνω στο τραπέζι καμιά εκατοστή ασπρόμαυρες κι αρχινά την αναζήτηση. Έγινε ένα τρομερό ταξίδι. Αδύνατο να σας το περιγράψω. Γάμοι ανθρώπων πεθαμένων από χρόνια, γλέντια, συναθροίσεις συγγενών, μωρά με ναυτικές στολές, στρατιώτες από τον Α' παγκόσμιο, άλλοι από τις μάχες στην Αφρική, κοπελίτσες στο Παρίσι με απίστευτα φορέματα, οικογενειακές από την Αλεξάνδρεια, εύποροι συμπατριώτες με κουστούμι και γραβάτα, κοπελίτσες ανύπαντρες που μετανάστευσαν για να γίνουν υπηρέτριες κι όμως πόζαραν με τόσο μεγαλοπρεπές ύφος μπροστά στο στημένο σκηνικό με τις κολωνίτσες και τις τεράστιες γλάστρες που έβαζαν για φόντο οι φωτογράφοι της εποχής... Ανάμεσά τους, πράγματι, βρισκόταν και του Ιταλού η μάνα, η Αθηνά, μια όμορφη νεαρή της εποχής, συνήθως με την αδερφή της, την Αδαμαντία, αργότερα με τη φαμίλια της στο Τορίνο.
-Δυο τρεις είναι αρκετές της λέω, θα του τις στείλω να χαρεί. Αλλά θα 'θελα και τις υπόλοιπες, φτιάχνω ένα αρχείο, θα τις περάσω στον υπολογιστή και θα σου τις φέρω.
Είδα ότι το τελευταίο της φάνηκε κάπως παράξενο. Δεν είπε τίποτα αποθαρρυντικό πάντως.
Την άλλη μέρα ξαναπάω αφού έχω συνδέσει το scanner. Εκείνη έχει αφιερώσει κι άλλο χρόνο.
-Ήρθε κι ο Χρήστος που τη θυμόταν καλά την Αθηνά. Βρήκαμε κι άλλες. Κοίτα, σου τις έχω βάλει στο φάκελο να του τις στείλεις, να χαρεί ο άνθρωπος.
-Α, σ' ευχαριστώ, αλλά θα μου δώσεις και τη σακούλα; Αύριο το πρωί θα σου τις φέρω.
Πάλι το ίδιο ύφος. Ευτυχώς, μου 'χε εμπιστοσύνη. Τις παίρνω, τις αντιγράφω, της επιστρέφω τη σακούλα.
Περνάνε δυο ώρες. Τηλέφωνο.
-Έλα, η Μαρίκα είμαι, κάτι ξέχασες, πετάξου σπίτι για ένα λεπτό.
Πάω, πάλι ο ίδιος φάκελος.
-Ξέχασες τις φωτογραφίες του ανθρώπου.
-Μα τις αντέγραψα. Θα του τις στείλω, μην ανησυχείς.
-Και πώς θα στείλεις κάτι που δεν κρατάς, παιδάκι μου; Αφού είναι εδώ, στο φάκελο.
Τη χάιδεψα στον ώμο.
-Μην ανησυχείς, στέλονται κι αλλιώς τώρα τα πράγματα...
Σκέφτηκε για λίγο.
-Ε, μπορεί να 'ναι δύσκολο να το νοήσω εγώ, παιδάκι μου. Αλλά άμα στέλνονται αλλιώς να του πεις τότε πως η μάνα μου πολύ την αγαπούσε τη δικιά του, κι εκείνη, μη θαρρείς, σα μάνα την είχε, γιατί, βλέπεις, είχε μείνει ορφανό από μωρό. Και να του πεις πως η μάνα του σαν ήτονε κοπελούδι αγαπούσε τον αδερφό μου κι εκείνος το ίδιο και πολύ στεναχωρήθηκε που έφυγε για την Ιταλία. Α, και να του πεις πως η μάνα του μας έστελνε συχνά δώρα. Πες του και για κείνο το φουστάνι, το πρώτο μου, που το 'χα ράψει με ύφασμα που μας έστειλε εκείνη από το Τορίνο. Να του δείξεις και τη φωτογραφία που το φορώ. Και να πεις να 'ρθει και να μας δει, γιατί πολύ θα χαρώ να τονε δω. Και χαιρετισμούς να του πεις από τη Μαρίκα. Κι ας μη με ξέρει. Και πως η μάνα μου έχει πεθάνει χρόνια. Το ίδιο κι η αδερφή μου η Αργυρώ, που ήτανε, να του πεις, οι καλύτερες φιλενάδες με τη μάνα του.
-Ναι...θα του τα πω. Μείνε ήσυχη, καλή μου...
-Δημοσιεύτηκε στο ίντερνετ, που λες, και την είδε ένας Ιταλός και μου 'γραψε ένα συγκινητικό μήνυμα. Αναγνώρισε τη μάνα του, που 'χει πεθάνει πια. Ήτανε η κόρη του Αλέξη, τη θυμάσαι... Άλλη φωτογραφία δεν έχει από τα παιδικά της χρόνια. Έμαθα πως είχατε πολύ καλές σχέσεις, οικογενειακές. Μήπως κρατούσε καμιά ο αδερφός σου; Η μάνα σου;
-Μα εχτές κιόλας μου 'φερε ο γαμπρός μου κάτι μουχλιασμένες από την υγρασία. "Του 'κοψε" και ενώ πέταξε τα πάντα σχεδόν από το σπίτι, αυτές τις έβαλε σε μια σακούλα και μου τις έφερε. Για να δούμε... Ο γιος της Αθηνάς θα 'ναι, ε;
Και βγάζει μια νάυλον σακούλα σούπερ μάρκετ, αραδιάζει πάνω στο τραπέζι καμιά εκατοστή ασπρόμαυρες κι αρχινά την αναζήτηση. Έγινε ένα τρομερό ταξίδι. Αδύνατο να σας το περιγράψω. Γάμοι ανθρώπων πεθαμένων από χρόνια, γλέντια, συναθροίσεις συγγενών, μωρά με ναυτικές στολές, στρατιώτες από τον Α' παγκόσμιο, άλλοι από τις μάχες στην Αφρική, κοπελίτσες στο Παρίσι με απίστευτα φορέματα, οικογενειακές από την Αλεξάνδρεια, εύποροι συμπατριώτες με κουστούμι και γραβάτα, κοπελίτσες ανύπαντρες που μετανάστευσαν για να γίνουν υπηρέτριες κι όμως πόζαραν με τόσο μεγαλοπρεπές ύφος μπροστά στο στημένο σκηνικό με τις κολωνίτσες και τις τεράστιες γλάστρες που έβαζαν για φόντο οι φωτογράφοι της εποχής... Ανάμεσά τους, πράγματι, βρισκόταν και του Ιταλού η μάνα, η Αθηνά, μια όμορφη νεαρή της εποχής, συνήθως με την αδερφή της, την Αδαμαντία, αργότερα με τη φαμίλια της στο Τορίνο.
-Δυο τρεις είναι αρκετές της λέω, θα του τις στείλω να χαρεί. Αλλά θα 'θελα και τις υπόλοιπες, φτιάχνω ένα αρχείο, θα τις περάσω στον υπολογιστή και θα σου τις φέρω.
Είδα ότι το τελευταίο της φάνηκε κάπως παράξενο. Δεν είπε τίποτα αποθαρρυντικό πάντως.
Την άλλη μέρα ξαναπάω αφού έχω συνδέσει το scanner. Εκείνη έχει αφιερώσει κι άλλο χρόνο.
-Ήρθε κι ο Χρήστος που τη θυμόταν καλά την Αθηνά. Βρήκαμε κι άλλες. Κοίτα, σου τις έχω βάλει στο φάκελο να του τις στείλεις, να χαρεί ο άνθρωπος.
-Α, σ' ευχαριστώ, αλλά θα μου δώσεις και τη σακούλα; Αύριο το πρωί θα σου τις φέρω.
Πάλι το ίδιο ύφος. Ευτυχώς, μου 'χε εμπιστοσύνη. Τις παίρνω, τις αντιγράφω, της επιστρέφω τη σακούλα.
Περνάνε δυο ώρες. Τηλέφωνο.
-Έλα, η Μαρίκα είμαι, κάτι ξέχασες, πετάξου σπίτι για ένα λεπτό.
Πάω, πάλι ο ίδιος φάκελος.
-Ξέχασες τις φωτογραφίες του ανθρώπου.
-Μα τις αντέγραψα. Θα του τις στείλω, μην ανησυχείς.
-Και πώς θα στείλεις κάτι που δεν κρατάς, παιδάκι μου; Αφού είναι εδώ, στο φάκελο.
Τη χάιδεψα στον ώμο.
-Μην ανησυχείς, στέλονται κι αλλιώς τώρα τα πράγματα...
Σκέφτηκε για λίγο.
-Ε, μπορεί να 'ναι δύσκολο να το νοήσω εγώ, παιδάκι μου. Αλλά άμα στέλνονται αλλιώς να του πεις τότε πως η μάνα μου πολύ την αγαπούσε τη δικιά του, κι εκείνη, μη θαρρείς, σα μάνα την είχε, γιατί, βλέπεις, είχε μείνει ορφανό από μωρό. Και να του πεις πως η μάνα του σαν ήτονε κοπελούδι αγαπούσε τον αδερφό μου κι εκείνος το ίδιο και πολύ στεναχωρήθηκε που έφυγε για την Ιταλία. Α, και να του πεις πως η μάνα του μας έστελνε συχνά δώρα. Πες του και για κείνο το φουστάνι, το πρώτο μου, που το 'χα ράψει με ύφασμα που μας έστειλε εκείνη από το Τορίνο. Να του δείξεις και τη φωτογραφία που το φορώ. Και να πεις να 'ρθει και να μας δει, γιατί πολύ θα χαρώ να τονε δω. Και χαιρετισμούς να του πεις από τη Μαρίκα. Κι ας μη με ξέρει. Και πως η μάνα μου έχει πεθάνει χρόνια. Το ίδιο κι η αδερφή μου η Αργυρώ, που ήτανε, να του πεις, οι καλύτερες φιλενάδες με τη μάνα του.
-Ναι...θα του τα πω. Μείνε ήσυχη, καλή μου...
2 σχόλια:
Αμέ του τα 'πες;
(Μα και πώς να στείλεις κάτι που δεν κρατάς; Έλα μου, ντε...)
Αυτά λέγονται από κοντά... Δε θα τα καταλάβαινε. Ξέχασα να της πω ότι οι άνθρωποι δεν είναι τόσο αυθόρμητοι πια...
Δημοσίευση σχολίου