...Κι απόμειναν (ετσιδά, αντίκρυ ο ένας στον άλλο) και κοιτάζουνταν με μια τρυφεράδα έξαλλη, σα να συναντιότανε, πρώτη φορά, μονάχοι οι δυο τους, στο δρόμο της ευτυχίας. Κι έκατσε κείνος μα δεν είχε το νου του για δουλειά. Κάτι τραγούδαε μέσα του. Κάτι τραγούδαε:
Τώρα η νύχτα κι αν με ζώνει, τρισκότεινη
καρτερώ τον ήλιο
καρτερώ, ταχιά, το φως.
Φως. Φως. Σε στεριές και σε θάλασσες.
Κι ούτε σύγνεφα, εκεί ψηλά,
ούτε αντάρτες, δω κάτου.
Ήτουν ένα τραγούδι που το τραγούδαε συχνά ο πατέρας του- όντας τράβαε κουπί, ή όντας άλιευε, νυχτιάτικα, με το πυροφάνι. Κι ακόμα τούτο:
Με δέρνουν όλοι οι καιροί
-όλοι οι καιροί-
ο πουνέντης και η τραμουντάνα.
Μα χαρά μου εμένα ενάντια
να πηγαίνω στους καιρούς
-ενάντια στο ρέμα.
Ναι. Ναι. Έτσι. Το θυμότουνε καλά ο Πασχάλης. Και τράβηξε τώρα νοερά μια μεγάλη παύλα (σαν τη φωτεινή γραμμή που χαράζει στο γαλάζιο του ουρανού κάποιο πεφταστέρι) και μουρμούρισε:
"Ενάντια στο ρέμα!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου