Κείνη τη μέρα, ο οικοδεσπότης είχε παρέα ένα φίλο του.
-Θυμάσαι κείνο το ωραίο με τις αμυγδαλιές και τον Παπιστάνο;
-Ε, άμε… Που ‘χε ξωμείνει στου τάδε το σπίτι…
-Τι έγινε; πετιέμαι εγώ.
Άλλο που δεν ήθελαν...
-Ήτονε κείνα τα χρόνια που άμα ηνυχτωνόσουνα πουθενά, ήπρεπε να σε πάρει στο σπίτι του κάνας νοικοκύρης. Είτε τον ήξερες είτε όχι. Τα ΄χεις ακούσει… Σε κοίμιζαν στο πυργάρι, στην καλή κάμαρη κι εκείνοι ηξαπλώνανε στο κατώι.
Ε, κείνος, ο κακόμοιρος, ήρχουνταν από το Καρκινάγρι κι ηνυχτώθηκε ανάμεσα Φραντάτο και Μάραθο. Πετυχαίνει έναν άθρωπο, τον επαίρει σπίτι του, τον συστήνει στη γυναίκαν του. Αφού τρώνε, ανεβαίνει στο πυργάρι, ξαπλώνει, κάνει να κοιμηθεί κι ακούει έναν καβγά τρικούβερτο. Πού να κατέβει να τους μονοιάσει; Μουσαφίρης ήτονε. Ήκανε, το λοιπόν, υπομονή.
Μα άξαφνα, ακούει έναν πυροβολισμό. Ε, εν ημπορούσε πια να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια…Καθώς ήκανε να κατέβει τα σκαλιά φουριόζος, βλέπει μπροστά του το νοικοκύρη.
-Βούθα με και την ησκότωσα, του λέει…
-Ποια, μωρέ;
-Ήντα ποια; Τη γυναίκα μου. Μου ‘πε μιαν κακιά κουβέντα, ηθόλωσα κι ηπήρα το όπλο.
-Παναγία μου! Ηλωλάθηκες; Τη γυναίκα σου;
-Κι α δε με πιστεύεις, άμε μέσα να τη δεις που κείται ανάσκελα. Μόνο βούθα με να την εθάψω, γιατί α μας πάρουνε χαμπάρι και α βρεις κι εσύ το μπελά σου.
Ηζαβώθηκε ο άθρωπος καλά-καλά. Βρε, φόνος;
Πού ξέρεις εσύ, τέτοια πράματα εν είχαμε ποτέ…
Πιάνει ο άλλος μια τσάπα και τη δίνει στον ξενοχωρίτη.
-Ακολούθα με να σου δείξω που α σκάψεις γιατί εγώ, μ’ αυτό δα που ‘παθα, εν ημπορώ ούτε τα πόδια μου να κουνήσω.
Ήντα να κάμει; Παίρει την τσάπα κι αρχινά το σκάψιμο.
Μόλις κάνει μια μικρή λακκούβα, του λέει ο νοικοκύρης:
-Βρε, από ‘δωνά περνάω κάθε μέρα για να ταΐσω τις κότες. Απάνω α πατάω; Έλα πιο δω καλύτερα.
Πιάνει να κάμει τη δεύτερη λακκούβα και του λέει πάλι:
-Από ‘δωνά περνάει το νερό που ποτίζω το κηπάρι. Ε κάνει. Άμε πιο κει…
Μια έτσι, μια αλλιώς, ήσκαβε ο άθρωπος όλη νύχτα κι ήκαμε ίσαμε δέκα λακκούβες, μα καμιά εν ήρεσε. Σαν πιάνει να ξημερώσει, του λέει ο νοικοκύρης:
- Άμε στο καλό, κι εγώ ήβρα τα κουράγια μου και α συνεχίσω. Μόνο πήαινε στην ευχή του Θεού και τσιμουδιά. Μήτε σε ξέρω μήτε με ξέρεις…
Είχα απομείνει με το στόμα ανοιχτό.
Οι συνομιλητές μου κοιτάχτηκαν με νόημα.
-Μα την ηκατάλαβες την ιστορία; Η όλη υπόθεση ήτονε οι αμυγδαλιές…
-Ποιες αμυγδαλιές; ρωτάω σα χαμένη.
Ξανακοιτάχτηκαν με χαμόγελο τώρα.
-Βρε, είχανε τις αμυγδαλιές αφύτευτες καιρό κι ηβαριόντουσαν το σκάψιμο... Ε, ηθέλανε να σπάσουνε και λίγο πλάκα… Εν ηπέρναε, βρε, τότε ο καιρός άμα εν ήκανες και κάνα καλαμπούρι. Εν είχε τηλεοράσεις και τέθοια που ξέρεις τώρα… Χμμμμ…μα τις πλάκες πιο καλά να μην τις κάνεις στους Παπιστάνους. Αφορμή γυρεύγουνε κι αυτοί…
Και τον ήβρε ύστερα από καιρό, ο άτιμος. Στο Καρκινάγρι. Πάει τρεχάλα σπίτι του ο Παπιστάνος, παίρει ένα μπετόνι τεράστιο, το γεμίζει με νερό κι απάνω-απάνω βάλλει μια τσούτα λάδι.
-Πάρε λαδάκι για το σπίτι σου, χαλάλι, που τέτοια πλάκα πετυχημένη ε μου ‘χανε ξανακάμει κι ακόμα τη θυμάμαι…
Και το κουβαλούσε το μπετόνι χιλιόμετρα, στην πλάτη… Την ξέρεις την απόσταση… Ε, μα του ‘ξιζε….
Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 25-9-2012. Για την ιστορία, Παπιστάνοι ονομάζονται οι κάτοικοι της περιοχής του κάβο-Πάπα, γένος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ένδοξοι για το φιλελεύθερο πνεύμα τους και για πολλά ακόμη που γεννούν δέος στους υπόλοιπους "φιλήσυχους" κατοίκους της νήσου.
Κάποιο παλιό πυργάρι. Για ανύποπτους περαστικούς... |
Κείνη τη μέρα, ο οικοδεσπότης είχε παρέα ένα φίλο του.
-Θυμάσαι κείνο το ωραίο με τις αμυγδαλιές και τον Παπιστάνο;
-Ε, άμε… Που ‘χε ξωμείνει στου τάδε το σπίτι…
-Τι έγινε; πετιέμαι εγώ.
Άλλο που δεν ήθελαν...
-Ήτονε κείνα τα χρόνια που άμα ηνυχτωνόσουνα πουθενά, ήπρεπε να σε πάρει στο σπίτι του κάνας νοικοκύρης. Είτε τον ήξερες είτε όχι. Τα ΄χεις ακούσει… Σε κοίμιζαν στο πυργάρι, στην καλή κάμαρη κι εκείνοι ηξαπλώνανε στο κατώι.
Ε, κείνος, ο κακόμοιρος, ήρχουνταν από το Καρκινάγρι κι ηνυχτώθηκε ανάμεσα Φραντάτο και Μάραθο. Πετυχαίνει έναν άθρωπο, τον επαίρει σπίτι του, τον συστήνει στη γυναίκαν του. Αφού τρώνε, ανεβαίνει στο πυργάρι, ξαπλώνει, κάνει να κοιμηθεί κι ακούει έναν καβγά τρικούβερτο. Πού να κατέβει να τους μονοιάσει; Μουσαφίρης ήτονε. Ήκανε, το λοιπόν, υπομονή.
Μα άξαφνα, ακούει έναν πυροβολισμό. Ε, εν ημπορούσε πια να κάθεται με σταυρωμένα τα χέρια…Καθώς ήκανε να κατέβει τα σκαλιά φουριόζος, βλέπει μπροστά του το νοικοκύρη.
-Βούθα με και την ησκότωσα, του λέει…
-Ποια, μωρέ;
-Ήντα ποια; Τη γυναίκα μου. Μου ‘πε μιαν κακιά κουβέντα, ηθόλωσα κι ηπήρα το όπλο.
-Παναγία μου! Ηλωλάθηκες; Τη γυναίκα σου;
-Κι α δε με πιστεύεις, άμε μέσα να τη δεις που κείται ανάσκελα. Μόνο βούθα με να την εθάψω, γιατί α μας πάρουνε χαμπάρι και α βρεις κι εσύ το μπελά σου.
Ηζαβώθηκε ο άθρωπος καλά-καλά. Βρε, φόνος;
Πού ξέρεις εσύ, τέτοια πράματα εν είχαμε ποτέ…
Πιάνει ο άλλος μια τσάπα και τη δίνει στον ξενοχωρίτη.
-Ακολούθα με να σου δείξω που α σκάψεις γιατί εγώ, μ’ αυτό δα που ‘παθα, εν ημπορώ ούτε τα πόδια μου να κουνήσω.
Ήντα να κάμει; Παίρει την τσάπα κι αρχινά το σκάψιμο.
Μόλις κάνει μια μικρή λακκούβα, του λέει ο νοικοκύρης:
-Βρε, από ‘δωνά περνάω κάθε μέρα για να ταΐσω τις κότες. Απάνω α πατάω; Έλα πιο δω καλύτερα.
Πιάνει να κάμει τη δεύτερη λακκούβα και του λέει πάλι:
-Από ‘δωνά περνάει το νερό που ποτίζω το κηπάρι. Ε κάνει. Άμε πιο κει…
Μια έτσι, μια αλλιώς, ήσκαβε ο άθρωπος όλη νύχτα κι ήκαμε ίσαμε δέκα λακκούβες, μα καμιά εν ήρεσε. Σαν πιάνει να ξημερώσει, του λέει ο νοικοκύρης:
- Άμε στο καλό, κι εγώ ήβρα τα κουράγια μου και α συνεχίσω. Μόνο πήαινε στην ευχή του Θεού και τσιμουδιά. Μήτε σε ξέρω μήτε με ξέρεις…
Είχα απομείνει με το στόμα ανοιχτό.
Οι συνομιλητές μου κοιτάχτηκαν με νόημα.
-Μα την ηκατάλαβες την ιστορία; Η όλη υπόθεση ήτονε οι αμυγδαλιές…
-Ποιες αμυγδαλιές; ρωτάω σα χαμένη.
Ξανακοιτάχτηκαν με χαμόγελο τώρα.
-Βρε, είχανε τις αμυγδαλιές αφύτευτες καιρό κι ηβαριόντουσαν το σκάψιμο... Ε, ηθέλανε να σπάσουνε και λίγο πλάκα… Εν ηπέρναε, βρε, τότε ο καιρός άμα εν ήκανες και κάνα καλαμπούρι. Εν είχε τηλεοράσεις και τέθοια που ξέρεις τώρα… Χμμμμ…μα τις πλάκες πιο καλά να μην τις κάνεις στους Παπιστάνους. Αφορμή γυρεύγουνε κι αυτοί…
Και τον ήβρε ύστερα από καιρό, ο άτιμος. Στο Καρκινάγρι. Πάει τρεχάλα σπίτι του ο Παπιστάνος, παίρει ένα μπετόνι τεράστιο, το γεμίζει με νερό κι απάνω-απάνω βάλλει μια τσούτα λάδι.
-Πάρε λαδάκι για το σπίτι σου, χαλάλι, που τέτοια πλάκα πετυχημένη ε μου ‘χανε ξανακάμει κι ακόμα τη θυμάμαι…
Και το κουβαλούσε το μπετόνι χιλιόμετρα, στην πλάτη… Την ξέρεις την απόσταση… Ε, μα του ‘ξιζε….
Δημοσιεύτηκε στο ikariamag στις 25-9-2012. Για την ιστορία, Παπιστάνοι ονομάζονται οι κάτοικοι της περιοχής του κάβο-Πάπα, γένος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ένδοξοι για το φιλελεύθερο πνεύμα τους και για πολλά ακόμη που γεννούν δέος στους υπόλοιπους "φιλήσυχους" κατοίκους της νήσου.
4 σχόλια:
Υπέροχη ιστορία!!
Γέλασα με την εξυπνάδα.. πονηριά πώς να το πω;
Και η εκδίκηση... ισοπαλία!
Να ΄σαι καλά, γιαγιάκα Αντιγόνη!
Χαίρομαι που σ' έκανα να γελάσεις...
Πολύ καλό!!!
άντε και μας έλειψες!!
Φχαριστώ, καλή μου... Φιλάκια πολλά!
Δημοσίευση σχολίου